Το δρόμο για τη φυλακή πήρε μετά την απολογία της η 56χρονη σύντροφος του μεσίτη που βρέθηκε νεκρός, σε προχωρημένη σήψη, μέσα στο σπίτι του στο Χαλάνδρι στις 21 Φεβρουαρίου. Στην πολύωρη απολογία της η κατηγορούμενη αρνήθηκε ότι σκότωσε το σύντροφο της και αποδέχτηκε μόνο την πράξη της περιύβρισης νεκρού.
Της Μαρίας Ζαχαροπούλου
«Τον αγαπούσα και πίστευα ότι δεν έκανα κάτι κακό. Δεν είχα φόβο ότι έχω κάνει κάτι κακό» φέρεται να είπε επιβεβαιώνοντας τους αρχικούς ισχυρισμούς της και επισημαίνοντας το γεγονός ότι αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα για να δώσει εξηγήσεις «να φυλακιστώ ή ό,τι άλλο προβλέπεται για να εξιλεωθώ για το βάρος απέναντι σε αυτήν τη μεγάλη μου αγάπη».
«Είχα την απόλυτη δυνατότητα να διαφύγω ή να κρυφτώ – να πάω σε μακρινή χώρα . Δεν το διανοήθηκα ποτέ» ανέφερε αποδεχόμενη για ακόμη μια φορά ότι ήταν εκείνη που έδωσε χάπια στον σύντροφο της σε μια προσπάθεια να τον ηρεμήσει μετά από καυγά που είχαν λίγο νωρίτερα.
«Μόνος μου σκοπός ήταν να τον κατευνάσω και όχι να τον σκοτώσω»
«Δεν του είχα ξαναδώσει ποτέ χάπια, αλλά εκείνη τη μέρα φώναζε πολύ και μάλλον επειδή είχε πιει κιόλας, έβριζε πολύ. Γι’ αυτό είπα να πάω να του φέρω εγώ για να ηρεμήσει. Μου είπε να πάω να του φέρω τα χάπια του που ήταν μπροστά μπροστά στο συρτάρι στο σαλόνι, αλλά δεν μου είπε κάτι άλλο. Εγώ έβαλα 5 ή 6 χάπια σε ένα ποτήρι που είχα βάλει μέσα μπλέ πορτοκαλάδα χωρίς ανθρακικό και τα διέλυσα στην πορτοκαλάδα με ένα κουτάλι. Αυτά τα χάπια ήταν άσπρα και ήταν πεταμένα μέσα στο συρτάρι στο σαλόνι. Αυτά τα χάπια από ότι μου είχε πει ο Γιάννης, ήταν χάπια που έπαιρνε για να ηρεμήσει» ισχυρίστηκε ενώπιον των αστυνομικών για να συμπληρώσει σήμερα στην απολογία της στον ανακριτή: «Μόνος μου σκοπός ήταν να τον κατευνάσω και όχι να τον σκοτώσω. Ουδέποτε σκέφτηκα ή αποδέχτηκα το ενδεχόμενο θανάτου του από τα ηρεμιστικά χάπια». Ωστόσο, παραδέχτηκε πως δεν ζήτησε βοήθεια όταν αντιλήφθηκε πως ο σύντροφος της δεν ήταν καλά.
«Οι ενοχές μου με βαραίνουν επειδή δεν ειδοποίησα κάποιον όταν φαινόταν άρρωστος αλλά κυρίως στο μετέπειτα παραλήρημα μου. Έμεινα πλάι σε έναν νεκρό άνθρωπο που έλιωνε καθημερινά για 20 ημέρες . Δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω ότι «έφυγε» και του συμπεριφερόμουν σα να είναι ζωντανός. Τον έπλενα και τον καθάριζα γιατί δεν του άξιζε αυτή η εικόνα. Στο δικό μου μυαλό τουλάχιστον ήταν ακόμα ο άνθρωπος.
Νομίζω αυτό ήταν το έγκλημά μου και για αυτό είμαι μετανιωμένη» είπε συμπληρώνοντας «Αποδέχομαι ότι ήθελα να τον κατευνάσω – να ηρεμήσουμε και οι δυο – ποτέ όμως να τον σκοτώσω. Αποδέχομαι σε τυχόν τέτοια περίπτωση την ευθύνη για την πράξη της θανατηφόρας σωματικής βλάβης…».
«Έπεσε ζαλισμένος στο μπάνιο του σπιτιού»
Η ομολογία της κατηγορουμένης ότι παρέμεινε στο σπίτι του Χαλανδρίου και κοιμόταν δίπλα στη σορό του συντρόφου της για 20 ημέρες στάθηκε η αφορμή να ζητήσει ο συνήγορος της τη διενέργεια ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης. Παράλληλα, ζήτησε τα αποτελέσματα της ιατροδικαστικής έκθεσης και των τοξικολογικών εξετάσεων, ώστε η κατηγορούμενη να λάβει γνώση των ακριβών αιτίων θανάτου του 64χρονου, καθώς, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, ο άτυχος άνδρας αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας. Η ίδια, μάλιστα, στο απολογητικό της υπόμνημα αναφέρεται στο μοιραίο βράδυ λέγοντας πως ο σύντροφος της «έπεσε ζαλισμένος στο μπάνιο του σπιτιού και δεν χτύπησε μόνο στο χείλος αλλά και στη μύτη» . «Αιμορράγησε και τον σκούπιζα εγώ . Είμαι σίγουρη ότι το τραύμα στο οστό της μύτης τουλάχιστον θα εντοπιστεί και φαντάζομαι να έχουν ληφθεί κατά τη νεκροψία οι σχετικές απεικονιστικές εξετάσεις ως συμβαίνει συνήθως προκειμένου να εντοπιστούν τυχόν τέτοιου είδους κακώσεις» τόνισε.
«Ακόμα δίπλα του αισθάνομαι»
Στην προανακριτική της απολογία η κατηγορούμενη περιγράφει με σοκαριστικές λεπτομέρειες τις ημέρες που έμεινε με τον σύντροφο της αλλά και τις προσπάθειες της να μεταφέρει το άψυχο κορμί του, χωρίς αποτέλεσμα. «Μετά τις πρώτες μέρες που σας είπα, επειδή ήταν βαρύς και μεγάλος δεν μπορούσα να τον κουνήσω για να καθαρίσω κάτι υγρά που είχε πίσω από το κεφάλι του. Έτσι του έβαλα μια σακούλα πίσω από το κεφάλι του για να πηγαίνουν τα υγρά. Όμως μετά από ακόμα λίγες μέρες, άρχισε να μυρίζει πολύ και εγώ για να τον κουνήσω και να τον καθαρίσω, σήκωσα από τη μια πλευρά το στρώμα του κρεβατιού και εκείνος έπεσε στο πάτωμα. Όπως έπεσε τυλίχτηκε γύρω γύρω με τα σεντόνια που ήταν σκεπασμένος στο κρεβάτι.
Η κατάσταση αυτή έφτασε μέχρι 17 Ιανουαρίου και ήταν ανυπόφορη. Δεν μπορούσα να καθαρίσω, μύριζε πάρα πολύ και ήθελα να τον ξεφορτωθώ από το σπίτι. Στην αρχή είχα σκεφθεί να τον κουνήσω για να τον πάω στο μπάνιο και να είναι πιο δροσερά εκεί. Όμως δεν το έκανα ποτέ. Δεν είχε νόημα, αφού και πάλι θα ήταν μέσα στο σπίτι. Έπρεπε να τον βγάλω από το σπίτι. Επειδή δεν ήθελα να τον πιάσω από κάποιο σημείο του σώματος του μετά από τόσο καιρό που είχε περάσει, πήρα μια ταινία που κολλάει και τον τύλιξα γύρω γύρω.
Πήρα ακόμη κάτι σκοινιά από το μηχανάκι του που το είχε παρκαρισμένο απέξω και τον τύλιξα και με αυτά. Αυτά τα έκανα για να έχω από κάπου να πιάνω για να μπορέσω να τον μετακινήσω. Βέβαια δεν τον μετακίνησα γιατί δεν μπορούσα να τον κουνήσω» είπε στην προανακριτική της απολογία επιβεβαιώνοντας τους ισχυρισμούς της και ενώπιον του ανακριτή. «Η προανακριτική μου απολογία είναι αληθινή . Αν είχα σκοπό μεθόδευσης και αυτοκάλυψης υπήρχε ευκολότερος τρόπος να το κάνω . Να μην εμφανιστώ ποτέ ενώπιον Σας και πιστέψτε με πρακτικά μου ήταν ευκολότερο . Θα φρόντιζα να συγκαλύψω τουλάχιστον την καταρακωτική για την προσωπικότητά μου μετέπειτα παρανοϊκή συμπεριφορά μου – να συγκατοικώ με έναν νεκρό για τόσες ημέρες , έχοντας χάσει αίσθηση τόπου και χρόνου . Ήθελα να είμαι δίπλα του και θέλω να δικαστώ στην Ελλάδα επειδή ακόμα δίπλα του αισθάνομαι . Και στην φυλακή θέλω να πάω για τον ίδιο λόγο» ανέφερε ζητώντας να κριθεί προφυλακιστέα. Άλλωστε και ο συνήγορος της Σπ. Δημητρίου δήλωσε ότι η απόφαση να οδηγηθεί στη φυλακή δεν προκάλεσε στη κατηγορούμενη θυμό ή οργή καθώς την θεωρεί εξιλέωση.