Σοκάρουν οι λεπτομέρειες για το έγκλημα στο Χαλάνδρι όπου ο 64χρονος βρήκε τραγικό θάνατο μέσα στο διαμέρισμά του.
Το πτώμα του μεσίτη είχε βρεθεί σε προχωρημένη σήψη στις 21 Φεβρουαρίου, ενώ σύμφωνα με τους ιατροδικαστές ο θάνατος του είχε προέλθει τουλάχιστον ένα μήνα πριν.
Μετά από έρευνα, συνελήφθη η 56χρονη Γερμανίδα σύντροφός του η οποία κατηγορείται για την δολοφονία του.
Η κατάθεση της στους αστυνομικούς μετά την σύλληψή της σοκάρει. Η 56χρονη Γερμανίδα παραδέχεται πως έζησε με το πτώμα 10 μέρες, προσποιούμενη πως ο άνδρας είναι ζωντανός, ενώ ανατριχίλα προκαλούν και τα όσα ισχυρίστηκε για τις σοκαριστικές μέρες που κοιμόταν δίπλα στον νεκρό σύντροφό της, όπως ανέφερε στον Ant1.
Η Γερμανίδα μόλις αντιλήφθηκε τι είχε κάνει, φέρεται να επιχείρησε να εξαφανίσει κάθε ίχνος του εγκλήματος. «Σκέφτηκα να το εξαφανίσω, αλλά δεν τα κατάφερα» είπε στους αστυνομικούς.
Τι φέρεται να είπε η Γερμανίδα σύντροφός του στους αστυνομικούς
«Δεν μπορούσα να καθαρίσω, μύριζε πάρα πολύ και ήθελα να τον ξεφορτωθώ από το σπίτι. Στην αρχή είχα σκεφθεί να τον κουνήσω για να τον πάω στο μπάνιο και να είναι πιο δροσερά εκεί. Όμως δεν το έκανα ποτέ. Δεν είχε νόημα, αφού και πάλι θα ήταν μέσα στο σπίτι. Έπρεπε να τον βγάλω από το σπίτι», φέρεται να είπε αρχικά η 56χρονη Γερμανίδα, σύμφωνα με τον Ant1, συμπληρώνοντας ότι «επειδή δεν ήθελα να τον πιάσω από κάποιο σημείο του σώματός του μετά από τόσο καιρό που είχε περάσει, πήρα μια ταινία που κολλάει και τον τύλιξα γύρω γύρω. Πήρα ακόμη κάτι σκοινιά από το μηχανάκι του που το είχε παρκαρισμένο απέξω και τον τύλιξα και με αυτά».
Όσο για το πώς επήλθε ο θάνατος του 64χρονου, η ίδια ανέφερε ότι έβαλε 5 ή 6 χάπια σε ένα ποτήρι που είχε βάλει μέσα μπλε πορτοκαλάδα χωρίς ανθρακικό και τα διέλυσε με ένα κουτάλι.
Όσο για το διάστημα που ήταν μαζί ενώ ήταν ήδη νεκρός, η 56χρονη φέρεται να είπε: «Όταν ξύπνησα στις 19 Δεκεμβρίου το πρωί, επειδή είχα ανησυχήσει πολύ πια από την κατάσταση του Γιάννη, πήγα τον ψηλάφησα και κατάλαβα ότι ήταν κανονικά νεκρός. Δεν είχε παλμούς, δεν ακουγόταν η καρδιά του και φαινόταν στο πρόσωπό του ότι ήταν νεκρός. Με έπιασε πανικός, δεν ήξερα τι να κάνω. Άρχισα να του μιλάω και δεν ήξερα τι να κάνω. Είχα καταλάβει ότι πέθανε, αλλά δεν το πίστευα και μου άρεσε να είμαι δίπλα του. Το χρειαζόμουν. Από τότε, τις επόμενες 10 μέρες ξάπλωνα και κοιμόμουν δίπλα του, γιατί ένιωθα ότι ήταν ακόμα κοντά μου. Αυτές τις δέκα ημέρες που σας λέω, ζούσα σαν να ήταν μαζί μου».