Τον Ιούλιο του 1954 η βαθύπλουτη Αρμένισσα Β. Κ. ταξίδεψε με την οικογένειά της από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στη Γαλλία για διακοπές. Η γυναίκα, ο σύζυγος της, πλούσιος βιομήχανος και η κόρη τους συνήθιζαν να πηγαίνουν για λουτροθεραπεία στη Γαλλία, ωστόσο, αυτή τη φορά συνδύασαν την εκδρομή τους και με δουλειές.

Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου

Λίγους μήνες νωρίτερα η Β. είχε εμπιστευτεί σε δύο Έλληνες να μεταφέρουν τα κοσμήματά της, αξίας 20.000 Αιγυπτιακών λιρών, από το υποκατάστημα της τράπεζας της Ρώμης στη Βενετία, όπου τα φύλασσε, στην Ελβετία για μεγαλύτερη ασφάλεια. Έτσι, ταξίδεψε μέχρι την Ελβετία όπου έντρομη  διαπίστωσε πως η οικογενειακή θυρίδα ήταν άδεια και τα κοσμήματα της είχαν κάνει φτερά. Η γυναίκα απευθύνθηκε στις αρμόδιες αρχές καταγγέλλοντας τους δύο Έλληνες που την είχαν εξαπατήσει.

ΚΟΣΜΗΜΑΤΑ

Η γνωριμία τους είχε γίνει σ’ ένα φαρμακείο, όπου ψώνιζαν στην Αλεξάνδρεια. Εκείνοι είχαν συστηθεί ως έμποροι μεγάλων διεθνών συναλλαγών και κινούνταν στους κοσμικούς κύκλους της πόλης με μεγάλη ευκολία, καθώς η φήμη τους ήταν εξαιρετική. Η πλούσια κληρονόμος μπήκε σε σκέψεις όταν της είπαν πως τα κοσμήματα της κινδύνευαν από μία ενδεχόμενη εισβολή του Τίτο στην Ιταλία και της πρότειναν τη μεταφορά τους στην Ελβετία.

Οι δύο Έλληνες κοσμοπολίτες προσφέρθηκαν να τη βοηθήσουν στη μεταφορά και για να κάμψουν οποιαδήποτε αμφιβολία της, της έδωσαν ως εγγύηση 3.150 λίρες Αιγύπτου και μία επιταγή τράπεζας της Καλιφόρνιας,  ύψους 20.000 δολαρίων η οποία, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, ήταν πλαστή. Η Β. υπέγραψε ένα πληρεξούσιο προς την τράπεζα της Ρώμης με το οποίο εξουσιοδοτούσε του δύο άνδρες να κάνουν όλες τις κινήσεις εκείνες, ώστε να μεταφερθούν τα κοσμήματά της στην Ελβετία. Έτσι, τα πράγματα πήραν το δρόμο τους και τα κοσμήματα άλλαξαν χέρια μέσα από μία καθόλα νόμιμη διαδικασία. Η αποκάλυψη της αλήθειας σηματοδοτήθηκε από τις προσπάθειες της γυναίκας να πάρει πίσω τα κοσμήματα της.

Η πλούσια Αρμένισσα, όμως, δεν τα κατάφερε και στην προσπάθειά της να βρει το δίκιο της, προσέφυγε στην ελληνική δικαιοσύνη Οι αρχές κατάφεραν να συλλάβουν τον έναν από τους δύο Έλληνες. Ήταν ο Β. Κ. ο οποίος, όταν πιάστηκε στην τσιμπίδα των αστυνομικών, αρνήθηκε ότι είχε διαπράξει οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη και ισχυρίστηκε ότι  η ιστορία αφορούσε μια εμπορική συναλλαγή.

ΧΕΙΡΟΠΕΔΕΣ ΣΥΛΛΗΨΗ

Τον Μάρτιο του 1957 ο Β. Κ. κάθισε στο εδώλιο του Κακουργιοδικείου Πειραιά. Η Αρμένισσα ήταν η πρώτη η οποία ανέβηκε στο βήμα του μάρτυρα και, με τη βοήθεια διερμηνέα, εξιστόρησε στο δικαστήριο τον τρόπο με τον οποίο έπεσε θύμα των δύο αετονύχηδων. Μίλησε για τη γνωριμία τους στην Αλεξάνδρεια, το Φθινόπωρο του 1953, και τον τρόπο με τον οποίο την εξαπάτησαν.

Στην απολογία του ο Β. Κ. έδωσε την δική του εκδοχή ισχυριζόμενος πως, αρχικά, η Β. τον «πολιορκούσε» με σκοπό να τον παντρέψει με την κόρη της. «Δεν είμαι απατεώνας, ανήκω σε μία άριστη οικογένεια της Κωνσταντινούπολης κι έχω μεγάλη περιουσία την οποία απέκτησα από την εργασία μου στο εξωτερικό και την Αθήνα, ως έμπορος φαρμάκων» είπε στο δικαστήριο, συμπληρώνοντας πως έμπλεξε με τα κοσμήματα εξαιτίας του φίλου του ο οποίος διέφυγε τη σύλληψη. Ο νεαρός υποστήριξε πως τα επίμαχα κοσμήματα είναι ευτελέστερης αξίας από αυτής που ανέφερε η μηνύτρια η οποία, όπως είπε, παρά τις προσπάθειες του στο παρελθόν να βρουν εξωδικαστική λύση δεν το δέχτηκε. Μάλιστα, ο κατηγορούμενος υποστήριξε πως τα κοσμήματα υπήρχαν και ήταν στη διάθεση της μηνύτριας, στην περίπτωση που απέσυρε τις κατηγορίες σε βάρος τους και του επέστρεφε το ποσό των 3.150 χάρτινων λιρών που, όπως ισχυρίστηκε, της είχε καταβάλει ως εγγύηση.

Η Β. αντέτεινε πως οι ισχυρισμοί του ήταν ψευδείς καθώς, ήδη, είχαν κατασχεθεί από την αστυνομία ορισμένα από τα επίμαχα κοσμήματα.

Ο εισαγγελέας της έδρας εισηγήθηκε την ενοχή του κατηγορούμενου. Τελικά, το δικαστήριο έκρινε ένοχο το νεαρό και τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης τριών ετών, ενώ διέταξε και την απόδοση των κατασχεθέντων κοσμημάτων.