Καρέ καρέ τα γεγονότα της βραδιάς της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα, όπως ο ίδιος τα έζησε, περιέγραψε στο δικαστήριο ο φίλος του άτυχου μουσικού Νίκος Χατζηευστρατίου.
Ο μάρτυρας με την κατάθεση του πρόσθεσε νέα κομμάτια στο παζλ της μοιραίας βραδιάς, κάνοντας λόγο για ένα πρόσωπο το οποίο έξω από την καφετέρια «Κοράλι» απηύθυνε κάλεσμα για να μαζευτεί κόσμος. «Ελάτε μην αργήσετε», έλεγε στο τηλέφωνο του. Αλλά και αργότερα, όταν η παρέα του δεχόταν επίθεση, ο μάρτυρας υποστήριξε πως ένας άνδρας «πιο φανατισμένος… απευθύνθηκε προσωπικά στον Παύλο», τον κοίταζε μέσα τα μάτια και του φώναξε «έλα εδώ ρε κότα, θα σε σκοτώσω» και μετά από λίγα δευτερόλεπτα «ένας αστυνομικός βρέθηκε ανάμεσα στον Παύλο και τον άλλο τύπο».
Ο κ. Χατζηευστρατίου, στην πιο ανθρώπινη στιγμή του είπε πως εδώ και τρία χρόνια βασανίζεται γιατί άφησε πίσω του τον Παύλο Φύσσα περικυκλωμένο από μια ομάδα ανδρών και έτρεξε μαζί με την υπόλοιπη παρέα στα στενά της περιοχής για να ξεφύγουν. «Γιατί δεν γυρίσατε πίσω για να βοηθήσετε τον Παύλο;», τον ρώτησε η εισαγγελέας. «Θα σας απαντήσω ειλικρινά. Είναι ο λόγος που εδώ και τρία χρόνια βασανίζομαι και γι’ αυτό δεν ήθελα να έρθω να καταθέσω. Ήταν η πρώτη φορά που δεν βοήθησα φίλο μου στα δύσκολα, ίσως και να είμαστε και οι δυο νεκροί…», απάντησε και έκανε την εκτίμηση πως «ίσως ο Παύλος έμεινε πίσω για να τους καθυστερήσει, για να μην μας πιάσουν». Μιλώντας για τον αδικοχαμένο φίλο του είπε πως ήταν «ευθύς, ήρεμοε, ο σοφότερος της παρέας, πολύ εργατικός και προστατευτικός…. Επειδή ήμασταν μικρότεροι έμπαινε πάντα μπροστά».
Ο μάρτυρας είπε πως μετά τη δολοφονία έπαθε νευρικό κλωνισμό, όταν έμαθε για τη δολοφονία του φίλου του, και υποχρεώθηκε να φύγει από την Αθήνα για να μπορέσει να συνέλθει. «Ήμουν μόνιμα σε κρίση πανικού και φοβόμουν ότι θα εμφανιστεί ένας Χρυσαυγίτης να με μαχαιρώσει. Δεν ήθελα να βγαίνω από το σπίτι».
«Ξέρετε πόσο κόπο έχω κάνει για να βάλω το μυαλό μου σε μια σειρά;», είπε ο μάρτυρας σχολιάζοντας τις ερωτήσεις της υπεράσπισης των κατηγορουμένων συμπληρώνοντας πως η μια και μοναδική κατάθεσή που έχει δώσει στην ΓΑΔΑ είναι ελλιπής. «Έχουμε ζήτημα ακόμη και ψευδορκίας», παρατήρησαν οι συνήγοροι υπεράσπισης οι οποίοι έκαναν λόγο για «πρωτοφανείς και εξόφθαλμες αντιφάσεις».
«Μη τους δίνεις σημασία κάνει μπαμ ότι είναι Χρυσαυγίτες»
Η αφήγηση του Νίκου Χατζηευστρατίου ξεκίνησε από την στιγμή που η παρέα συναντήθηκε στην καφετέρια «Κοράλι». «Στην παρέα μας δεν υπήρχε ένταση υπήρχαν γέλια», είπε ο μάρτυρας και αναφέρθηκε σε δυο άτομα τα οποία κάθονταν σε απέναντι τραπέζι και τους κοίταζαν περίεργα. Ο μάρτυρας μετέφερε στο δικαστήριο το διάλογο που είχε με τον Παύλο Φύσσα: «Τι έχουν πάθει αυτοί και με κοιτάνε έτσι», με ρώτησε ο Παύλος και εγώ του απάντησα «μην τους δίνεις σημασία κάνει μπαμ ότι είναι Χρυσαυγίτες» . Αναφερόμενος στην συγκεκριμένη παρέα ο μάρτυρας περιέγραψε:
«Κάθονταν σε τέτοιο σημείο που δεν μπορούσαν εύκολα να βλέπουν τηλεόραση… Ήταν εκεί όταν πήγαμε. Κοίταζαν την παρέα μας επίμονα έκανε μπαμ. Από τα χαρακτηριστικά φάνηκε ότι ήταν Χρυσαυγίτες.
Ο ένας φορούσε στρατιωτικό παντελόνι, αρβύλα και νομίζω μαύρη μπλούζα. Νομίζω ότι ο άλλος φορούσε μαύρη μπλούζα και τζιν. Ήταν αρκετά μεγαλύτεροι από εμάς…», κατέθεσε και συμπλήρωσε ότι ο ένας τους κοιτούσε και έστελνε μηνύματα με το κινητό του.
Ο μάρτυρας, όπως είπε, βγήκε έξω από την καφετέρια γιατί μιλούσε στο κινητό του και τότε «είδα αυτά τα δυο άτομα στο αμάξι τους το οποίο είχαν παρκάρει πίσω από το δικό μας αυτοκίνητο… Ο ένας είχε ανοίξει το πορτ πάγκαζ. Ο άλλος με κοίταζε έντονα και φόρεσε εκείνη τη στιγμή δερμάτινα γάντια. Υπήρχε μια λάμπα πάνω από το αυτοκίνητο και γι’ αυτό έβλεπα καλά».
Όπως είπε αργότερα «φοβηθήκαμε… όταν βλέπεις κάποιον να φοράει γάντια σημαίνει πως αν σε χτυπήσει δεν θα πάθει εκείνος ζημιά στα χέρια του».
«Υπήρχε και ένας τρίτος άνθρωπος – συνέχισε ο μάρτυρας – που μιλούσε στο τηλέφωνο του. Έκλεινε και τηλεφωνούσε ξανά. Είμαστε στα τρία μέτρα. Κοίταγε τα παιδιά έξω από την τζαμαρία της καφετέριας και έπαιρνε τηλέφωνα. Μάλλον δεν είχε καταλάβει ότι ήμουν και εγώ στην παρέα. «Ελάτε μην αργήσετε», έλεγε στο τηλέφωνο. Φαινόταν πάρα πολύ ότι καλούσε κόσμο . Μετά τον έχασα. Σε λίγο βγήκε και η δική μας παρέα από την καφετέρια».
Όπως κατέθεσε ο κ. Χατζηευστρατίου ήταν τέτοια η κατάσταση που δεν μπορούσαν να πάνε στο αυτοκίνητο τους. «Υπήρξε μια οπτική επαφή, το πορτ πάγκαζ παρέμενε ανοιχτό και είχαν κάτσει και οι δυο άνδρες και μας κοίταζαν . Μετά από λίγο εμφανίστηκε ένας τύπος με ένα μηχανάκι. Ήρθε σε εμάς πήγε σε αυτούς… Δεν κατάλαβα τι έγινε σε εμάς, πάντως, είπε ότι είναι αστυνομικός (σ.σ. ο αποκαλούμενος μεσολαβητής). Πήγε και σε εκείνους… Δεν ξέρω αν τον πήρε κάποιος τηλέφωνο, αν ήρθε μόνος του αλλά φάγαμε εκεί 5 λεπτά σε συνεννοήσεις. Τελικά, αποφασίσαμε να πάμε να πιούμε μια μπύρα».
«Έλα εδώ ρε κότα, θα σε σκοτώσω»
Συνεχίζοντας ο μάρτυρας κατέθεσε πως στη γωνία Κεφαλληνίας και Τσαλδάρη είδε αστυνομικούς της ομάδας ΔΙΑΣ αλλά και ένα αυτοκίνητο του οποίου οδηγός φέρεται ότι ήταν ο Γ. Ρουπακιάς.
«Μέσα σε δευτερόλεπτα ήρθαν πολλά μηχανάκια με 20-30 μπορεί και 40 άτομα . Τότε σταμάτησε ένα αυτοκίνητο μπροστά μας και ο οδηγός ρώτησε «που είναι το Κοράλι». Μπροστά και πίσω από το αυτοκίνητο ήταν πολλά μηχανάκια . Εγώ ήμουν δίπλα στον Παύλο ο οποίος του έδειξε την κατεύθυνση», είπε ο μάρτυρας και συνέχισε.
«Μέσα στο αυτοκίνητο υπήρχε συνοδηγός και στο πίσω κάθισμα μια ξανθιά κοπέλα. Περάσαμε απέναντι και τότε κοιτώντας πίσω είδα 30-40 άνδρες να έρχονται προς την Τσαλδάρη. Ακούγονταν φωνές και βρισιές: «Ελάτε εδώ ρε κότες, θα σας γ….,θα σας σκοτώσουμε. Ένας πιο φανατισμένος βγήκε στη μέση της Τσαλδάρη και απευθύνθηκε προσωπικά στον Παύλο τον κοίταξε στα μάτια και του φώναξε: “έλα εδώ ρε κότα , θα σε σκοτώσω”.
Έχουν σταματήσει αρκετοί πίσω από τον τύπο που απευθύνεται στον Παύλο. Αυτός προπορεύεται…».
«Όταν είδα τον αστυνομικό ηρέμησα…»
Σύμφωνα με την περιγραφή του μάρτυρα, η ένταση… χτύπησε κόκκινο. «Γύρισα το κεφάλι μου. Ο Παύλος περπατούσε και είδα κόσμο πολύ κοντά του. Ήταν όλοι επιθετικοί, φώναζαν. Ο ένας κρατούσε κάτι μαύρο μακρύ, σαν σιδηρολοστό και ένας άλλος κρατούσε κάτι σαν ξύλο. Υπήρχαν 2-3 άτομα που φορούσαν μπλούζες της ΧΑ . Εμείς προσπαθούσαμε να φύγουμε». Τότε, όπως είπε, εμφανίστηκε μια μηχανή της ομάδας ΔΙΑΣ και «ένας αστυνομικός βρέθηκε ανάμεσα στον Παύλο και τον άλλο τύπο. Κοίταξε και προς τις δυο κατευθύνσεις. Εκείνη τη στιγμή βγήκαν περισσότερα άτομα από την Κεφαλληνίας και ο Παύλος φώναξε «τρέχουμε» και εμείς αρχίσαμε να φεύγουμε γιατί ήταν πάρα πολλά τα άτομα. Το τελευταίο που είδα ήταν στο μισό μέτρο από τον Παύλο να βρίσκονται 5-6 άτομα . Δίπλα του, νομίζω ήταν η Χρυσά και ο Μελαχρινοπουλος. Συνέχιζαν να φωνάζουν αλλά από τη στιγμή που μπήκα στο στενό δεν μπορούσα να ακούσω» . Απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις είπε πως όταν είδε τον αστυνομικό «ηρέμησα και σκέφτηκα ότι δεν θα γίνει τίποτα. Πιστεύω ότι ο αστυνομικός έκανε τη δουλειά του. Μπήκε στη μέση για να σταματήσει μια συμπλοκή».
Η παρέα των νεαρών, όπως είπε ο μάρτυρας, κρύφτηκε σε μια πυλωτή και ο ίδιος ειδοποίησε την αστυνομία. «Πήγαμε σε μια πυλωτή και εκεί παραμείναμε πολύ ώρα. Πέρναγαν συνεχώς μηχανάκια . Μπορεί και να μας έψαχναν. Πήρα την αστυνομία τηλέφωνο και βγήκαμε από εκεί όταν ήρθε το περιπολικό. Μετά μας έβαλαν χειροπέδες και μας μπήκαμε στο πίσω κάθισμα του περιπολικού. Κάποιος πήρε τηλέφωνο το φίλο μας ή από τον ασύρματο και έτσι μάθαμε ότι έχει μαχαιρωθεί ο Παύλος». Όταν πήγαν στο αστυνομικό τμήμα είπε, τους έβαλαν στο ίδιο γραφείο με τον Γιώργο Ρουπακιά τον οποίο , μάλιστα, αναγνώρισε σήμερα στο δικαστήριο.
Η δίκη διεκόπη για την Πέμπτη.