Τον Αύγουστο του 2015, αστυνομικοί της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος εντόπισαν σε ξενοδοχείο της Ηλείας έναν νεαρό Έλληνα, ο οποίος ήταν μεταξύ των δέκα ατόμων που συνελήφθησαν για κατοχή υλικού παιδικής πορνογραφίας.
Οι συλλήψεις πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο διεθνούς επιχείρησης που συντονίστηκε από τις διωκτικές αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών, με στόχο την εξάρθρωση δικτύου παιδόφιλων που διακινούσε παράνομο υλικό μέσω διαδικτύου.
Ο συλληφθείς, τότε 21 ετών, καταγόταν από τη Βόρεια Ελλάδα και εργαζόταν σε ξενοδοχειακή μονάδα της Κυλλήνης. Οι αρχές τον εντόπισαν ακολουθώντας τα ηλεκτρονικά του ίχνη και προχώρησαν στη σύλληψή του με τη διαδικασία του αυτοφώρου. Στον φορητό υπολογιστή που βρέθηκε στο δωμάτιό του εντοπίστηκαν περίπου 30 αρχεία παιδικού πορνογραφικού υλικού, ενώ αντίστοιχο υλικό, σε μεγαλύτερη ποσότητα, βρέθηκε και στον προσωπικό του υπολογιστή στο πατρικό του σπίτι στη Βόρεια Ελλάδα.
Συνολικά, ο 31χρονος σήμερα άνδρας είχε στην κατοχή του 80 αρχεία που περιείχαν σκληρό υλικό παιδικής πορνογραφίας, απεικονίζοντας ανήλικα παιδιά, ακόμη και νηπιακής ηλικίας.
Η υπόθεση έφτασε πρόσφατα στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Πατρών, το οποίο τον έκρινε ομόφωνα ένοχο για κατοχή υλικού παιδικής πορνογραφίας. Το δικαστήριο του επέβαλε ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών με τριετή αναστολή, καθώς και περιοριστικούς όρους, όπως η απαγόρευση εξόδου από τη χώρα, η υποχρεωτική παρουσία του στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής διαμονής του και η επιτήρησή του από κοινωνικό επιμελητή για τρία χρόνια.
Στην πρωτόδικη δίκη, το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Καλαβρύτων είχε επιβάλει στον κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης πέντε ετών με αναστολή μέχρι την εκδίκαση της έφεσης, συνοδευόμενη επίσης από περιοριστικούς όρους.
Κατά την αγόρευσή του, ο Εισαγγελέας Εφετών πρότεινε την απαλλαγή του κατηγορουμένου, καθώς το αδίκημα είχε μετατραπεί σε πλημμέλημα και είχε παραγραφεί. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί το αδίκημα ως κακούργημα, καθώς δεν διαπιστώθηκε ότι ο κατηγορούμενος ενεργούσε κατά συνήθεια ή επαγγελματικά.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίασαν οι καταθέσεις των αστυνομικών της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, οι οποίοι περιέγραψαν τις εξειδικευμένες ανακριτικές μεθόδους που χρησιμοποίησαν για να φτάσουν στον εντοπισμό του δράστη στην Κυλλήνη.
Σύμφωνα με όσα κατέθεσαν, η έρευνα ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2015, όταν εντοπίστηκε το ηλεκτρονικό αποτύπωμα του κατηγορούμενου στο πατρικό του σπίτι στη Βόρεια Ελλάδα. Πέντε μήνες αργότερα, οι αρχές προχώρησαν στη σύλληψή του στην Ηλεία. Οι αστυνομικοί ανέφεραν ότι η έρευνα πυροδοτήθηκε από το FBI, το οποίο ανακάλυψε μια διαδικτυακή πλατφόρμα αποκλειστικά αφιερωμένη στη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών.
Η συγκεκριμένη επιχείρηση, που διεξήχθη σε παγκόσμιο επίπεδο και έφερε την κωδική ονομασία «Pacifier», αποκάλυψε στοιχεία για τη δραστηριότητα δέκα Ελλήνων, μεταξύ των οποίων και ο 21χρονος τότε κατηγορούμενος. Όπως εξήγησε αξιωματικός της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, το FBI διαβίβασε τα ηλεκτρονικά ίχνη των υπόπτων στην Interpol, η οποία στη συνέχεια τα προώθησε στις ελληνικές αρχές. Μαζί με τα στοιχεία, οι Αμερικανικές Αρχές απέστειλαν και το υλικό που είχε κατεβάσει ο κατηγορούμενος από τη συγκεκριμένη ιστοσελίδα, αν και ορισμένα από τα βίντεο δεν ήταν προσβάσιμα χωρίς ειδικούς κωδικούς.
Μέσα από λεπτομερή έρευνα και την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, οι αρχές κατάφεραν να ταυτοποιήσουν τον δράστη. Όπως διαπιστώθηκε, χρησιμοποιούσε ψευδώνυμο για να έχει πρόσβαση στην παράνομη ιστοσελίδα, όπου η είσοδος απαιτούσε ειδικό κωδικό 16 χαρακτήρων. Παρόλο που η έρευνα κατέδειξε ότι ο κατηγορούμενος είχε πραγματοποιήσει πολλές αναζητήσεις σχετικές με το υλικό, δεν προέκυψαν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι αποκόμισε οικονομικό όφελος από αυτή τη δραστηριότητα.