Στη φυλακή παραμένει ο 40χρονος άνδρας που ξυλοκόπησε μέχρι θανάτου 64χρονο συγχωριανό του στον Άγιο Πέτρο της Αρκαδίας, ύστερα από ένα γλέντι βάφτισης.
Όπως δηλώνει η σύζυγός του στο «MEGA», το θύμα τη φλέρταρε απροκάλυπτα στο γλέντι και αυτό είχε εξοργίσει τόσο την ίδια όσο και τον σύζυγό της.
«Δεν ήθελε να τσακωθεί μαζί του. Εάν δεν έκανε κίνηση να με πιάσει εμένα από το λαιμό, δεν θα τον ενοχλούσε καν. Σε μία κοινωνία που οι γυναίκες κυνηγούνται τόσο πολύ, αυτός μπροστά στον άντρα και στο παιδί μου ήθελε να μας κάνει κακό.
Του είπα πως αυτό που μου λέει δεν επιτρέπεται, γιατί είμαι παντρεμένη γυναίκα με παιδί. Αλλά και οποιαδήποτε παντρεμένη δεν επιτρέπεται καν να την κοιτάς. Θα έπρεπε να κοιτάς μόνο ελεύθερες και της ηλικίας σου.
Η 34χρονη περιέγραψε τα όσα συνέβησαν τα τελευταία λεπτά του καυγά. «Δεν βγαίνει κανείς έξω. Βγήκαν και κοιτάζανε, δεν ερχόταν κανένας να βοηθήσει. Το παιδί μου μέσα ούρλιαζε και έκλαιγε. Ήταν αυτός πάνω από τον άντρα μου και τον έπνιγε. Κάποια στιγμή κατάφερε να φύγει από κάτω και να έρθει από πάνω. Τότε εκείνος πήγε να πιάσει από τα πόδια και εκεί ο άντρας μου του έριξε στον ώμο με το πόδι του και εκεί ήρθαν και μας χώρισαν και φύγαμε. Πήγαμε στο Α.Τ του Άστρους για να καταθέσουμε τη σεξουαλική παρενόχληση και επίθεση. Εάν ο άντρας μου δεν αμυνόταν, εγώ θα είχα πνιγεί».
Αυτόπτες μάρτυρες ενέπλεξαν και την ίδια
Αυτόπτες μάρτυρες, πάντως, είχαν κατηγορήσει και την 34χρονη. Ένας εξ αυτών έλεγε χαρακτηριστικά: «Πήγαμε να τους χωρίσουμε – τότε είδα τον 40χρονο, ενώ το θύμα ήταν ήδη πεσμένο κάτω και δεν μπορούσε να αντιδράσει, να τον κλωτσάει 3 φορές στο κεφάλι. Εκείνος δεν κουνιόταν, δεν αντιδρούσε καθόλου. Τότε ήρθε και η γυναίκα του και τον κλώτσησε και εκείνη 2 με 3 φορές. Ο 40χρονος του έλεγε συνέχεια: «Σήκω ρε! Μην κάνεις τον πεθαμένο!», είχε δηλώσει αυτόπτης μάρτυρας.
«Κρατούσε το πόδι μου και το πόδι της συζύγου μου»
Στην κατάθεσή του, ο 40χρονος δράστης είπε: «Όταν ο 64χρονος κάποια στιγμή με άφησε, δεν μπορούσε να σηκωθεί, όμως μέχρι και τότε, ενώ πήγαμε να φύγουμε, κρατούσε με το ένα χέρι το πόδι μου και με το άλλο το πόδι της συζύγου μου. Με την τελευταία κλωτσιά που έδωσα μας άφησε να φύγουμε. Μπήκαμε στο αμάξι, αποχωρήσαμε από την πλατεία αμέσως».
«Εγώ σηκώθηκα. Αυτός προσπάθησε να σηκωθεί πάλι με κατεύθυνση προς τη γυναίκα μου. Τότε εγώ του έριξα μία κλωτσιά, η οποία τον πήρε ψηλά στον δεξί ώμο και προς τον λαιμό. Αυτός ξανά ξάπλωσε και γέλαγε. Ήρθε κόσμος και τότε εμείς φύγαμε. Ό,τι έκανα το έκανα αμυνόμενος και δεν είχα καμία πρόθεση να του κάνω κακό».