Στις 286 σελίδες του πορίσματος του Αρείου Πάγου για την υπόθεση των υποκλοπών καταγράφονται οι τηλεφωνικές παρακολουθήσεις πολιτικών, δημοσιογράφων και άλλων προσώπων μέσω του Predator.

Ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Αχιλλέας Ζήσης, ο οποίος υπογράφει το πόρισμα, έπειτα από έρευνα περίπου εννέα μηνών βάζει στο «κάδρο» των ευθυνών τέσσερα πρόσωπα, νόμιμους εκπροσώπους και ιδιοκτήτες των εταιρειών που φέρονται να ενεπλάκησαν στις παρακολουθήσεις μέσω του κακόβουλου λογισμικού. 

Σύμφωνα με τον ανώτατο εισαγγελικό λειτουργό, τα συγκεκριμένα πρόσωπα «επιχείρησαν χωρίς τη ρητή συναίνεση του νόμιμου δικαιούχου και κατά παράβαση του μέτρου προστασίας να αποκτήσουν πρόσβαση σε μέρος ή στο σύνολο συστήματος πληροφοριών ή σε ηλεκτρονικά δεδομένα των παθόντων…».

Στο επίμαχο πόρισμα, σύμφωνα με πληροφορίες, καταγράφονται αναλυτικά 116 περιπτώσεις παραβίασης του τηλεφωνικού απορρήτου πολιτικών, δημοσιογράφων κ.ά., προκειμένου να υπάρξει πρόσβαση στις επικοινωνίες τους.

Σύμφωνα με τον εισαγγελέα, ο δημοσιογράφος Θανάσης Κουκάκης και η Άρτεμις Σίφορντ υπήρξαν θύματα των παρακολουθήσεων, καθώς άνοιξαν το κακόβουλο λογισμικό, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους 114 αποδέκτες, που δεν άνοιξαν τα links που έλαβαν.

Στο εισαγγελικό πόρισμα δεν αποδίδεται ευθύνη στην Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ), την Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία ή άλλον κρατικό λειτουργό.

Παράλληλα, από την έρευνα του αντεισαγγελέα προέκυψε  ότι 28 στόχοι, θύματα παρακολουθήσεων με το Predator, είχαν μπει και στο «στόχαστρο» της ΕΥΠ κατά διαστήματα.

Δεν προκύπτει κοινό κέντρο παρακολουθήσεων ΕΥΠ-Predator

Σύμφωνα με το πόρισμα, το ποσοστό του 24% επί του συνόλου των διαπιστωμένων θυμάτων του Predator, δεν οδηγεί, κατά τον εισαγγελέα, σε εξαγωγή συμπεράσματος ότι υπήρχε κοινό κέντρο παρακολουθήσεων ΕΥΠ-Predator.

Μάλιστα, ο αντεισαγγελέας Αχιλλέας Ζήσης φέρεται να καταγράφει αναλογία 1% εκείνων που είχαν διπλή παρακολούθηση, ΕΥΠ και Predator, όταν τους 28 στόχους της ΕΥΠ, που ήταν παράλληλα και στόχοι Predator, τους συγκρίνει με το σύνολο των 15.000 διατάξεων άρσης τηλεφωνικού απορρήτου, που πραγματοποιήθηκαν από το 2020 ως το 2023.

Επιπλέον, ο εισαγγελέας δεν διαπιστώνει εμπλοκή προσώπων που είχαν καταμηνυθεί για την υπόθεση των υποκλοπών, μεταξύ των οποίων ο τότε διοικητής της ΕΥΠ, Παναγιώτης Κοντολέων, ο τότε γενικός διευθυντής του γραφείου του πρωθυπουργού, Γρηγόρης Δημητριάδης, αλλά και η τότε εισαγγελέας αρμόδια για θέματα της ΕΥΠ, Βασιλική Βλάχου.

Στο πόρισμα, σύμφωνα με πληροφορίες, αναφέρεται ότι δεν προέκυψε από την έρευνα πως τα συγκεκριμένα πρόσωπα είχαν εμπλοκή στις παράνομες παρακολουθήσεις.

Για τον κ. Κοντολέοντα στο πόρισμα αναφέρεται ότι δεν είχε γνώση των παράνομων παρακολουθήσεων, όπως και ο Γρηγόρης Δημητριάδης, για τον οποίο σημειώνεται ότι «Ουδέποτε τον ενημέρωσε ο Διοικητής ή κάποιος άλλος για επισυνδέσεις κάποιου προσώπου αλλά και γενικότερα δεν είχε ενημέρωση για την έκδοση Εισαγγελικών Διατάξεων νόμιμης επισύνδεσης, για ποια πρόσωπα αφορούν οι διατάξεις, χρονικά διαστήματα αυτών, τους λόγους έκδοσης αυτών και γενικότερα για όλη τη διαδικασία που προηγείται της έκδοσης εισαγγελικής διάταξης».

Για την εισαγγελέα Βασιλική Βλάχου τονίζεται ότι ελέγχθηκε πειθαρχικά από τον Άρειο Πάγο και δεν της αποδόθηκε καμία ποινική ευθύνη.

Από την πλευρά τους, νομικοί παραστάτες θυμάτων των υποκλοπών υπογραμμίζουν πως στο επίμαχο πόρισμα δεν αναφέρεται ο λόγος που έγιναν από ιδιώτες οι παρακολουθήσεις αλλά και ποιοι ήταν οι ηθικοί αυτουργοί, ενώ προαναγγέλλουν προσφυγές στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και άλλες πολιτικές κινήσεις.