Για παραβίαση των περιοριστικών όρων που επιβλήθηκαν στον σύζυγό της, Απόστολο Λύτρα, μετά την απολογία του για τον άγριο ξυλοδαρμό της κάνει λόγο η Σοφία Πολυζωγοπούλου, η οποία έχει προσφύγει στη δικαιοσύνη την ώρα που μέσω του συνηγόρου της ζητά να ανατραπεί η απόφαση (να αφεθεί ελεύθερος) και να οδηγηθεί στη φυλακή.

Μάλιστα, η 37χρονη δικηγόρος στη μήνυσή της εμφανίζεται πεπεισμένη ότι ο πρώην συνεργάτης και δικηγόρος και η πρώην σύζυγος του Απόστολου Λύτρα «ενήργησαν ως όργανα με την πειθώ, τις προτροπές και τη φορτικότητά του, με συνέπεια να έχει καταστεί ο ίδιος ηθικός αυτουργός των πράξεών τους, αλλά και αυτουργός της παραβίασης της διάταξης των περιοριστικών όρων».

Πληροφορίες αναφέρουν ότι η σύζυγος του Απόστολου Λύτρα στη μήνυσή της αναφέρει ότι έχει παραβιάσει τον περιοριστικό όρο της μη συναναστροφής, στέλνοντάς της γραπτό μήνυμα στις 17 Ιουνίου 2024 και ώρα 12:34. «Μου απέστειλε γραπτά μηνύματα στο κινητό, αντίγραφα των οποίων θα σας προσκομίσω. Κατόπιν αυτών αναγκάστηκα να τον κάνω αποκλεισμό μέσω σχετικής εφαρμογής, που έχει το κινητό μου», αναφέρει στη μήνυσή της η δικηγόρος, η οποία μιλά και για την ομαδική στο Viber, στην οποία συμπεριελήφθη χωρίς τη συναίνεσή της.

«Επιδιώκει την τρομοκράτηση και την επιβάρυνση της ψυχικής μου υγείας»

«Ο συνάδελφος και συνεργάτης του συζύγου μου με προσέθεσε σε μία ομαδική συνομιλία στο Viber, στην οποία συμμετείχα εγώ, ο σύζυγός μου και ο δικηγόρος. Είμαι πεπεισμένη ότι αυτό έχει γίνει κατόπιν εντολής που έλαβε από τον σύζυγό μου, καθώς ήδη ο δικηγόρος με έχει καλέσει πάρα πολλές φορές, θέλοντας να μου μεταφέρει μηνύματα από τον σύζυγό μου, παρόλο που του έχω πει ότι δεν θέλω την παραμικρή επαφή», λέει η κα Πολυζωγοπούλου στη μήνυσή της, τονίζοντας πως ο σύζυγός της της απέστειλε μηνύματα, λέγοντας ότι τα παιδιά του προσπαθούσαν να μιλήσουν μαζί της και να πάνε στο σπίτι να πάρουν λεφτά. «Σημειωτέον ότι μετά την απολογία του και αφού αφέθηκε ελεύθερος, οι κόρες του και ο εν λόγω δικηγόρος ήρθαν από το σπίτι, ζητώντάς μου ρούχα και χρήματα του πατέρα τους και τους παρέδωσα κάποια ρούχα και ένα τσαντάκι με χρήματα που είχε στο σπίτι», τονίζει η 37χρονη δικηγόρος, συμπληρώνοντας πως ο δικηγόρος και τα παιδιά δεν σεβάστηκαν τα βαριά της τραύματα και την άθλια ψυχική της κατάσταση. «Εγώ δεν αρνήθηκα να έρθουν, απλώς ζήτησα όχι εκείνη τη στιγμή», φέρεται να ανέφερε.

«Τα μηνύματα αυτά, που μου απέστειλαν σήμερα για τα χρήματα, αποστέλλονται σκοπίμως με προθέσεις που δε γνωρίζω ποιες είναι, πάντως σίγουρα παραβιάζοντας τον περιοριστικό όρο της μη συναναστροφής μαζί μου και επιδιώκοντας την περαιτέρω τρομοκράτησή μου και την επιβάρυνση της ψυχικής μου υγείας. Ήδη από χθες παρακολουθούμαι από ψυχολόγο της αστυνομίας και το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος προσπαθεί να επικοινωνήσει μαζί μου μου προκαλεί τρόμο και ανησυχία».

«Ταράχτηκα πάρα πολύ και λιποθύμησα»

Περιγράφοντας όσα εκτυλίχθηκαν χθες στις 10 το βράδυ, η Σοφία Πολυζωγοπούλου ανέφερε πως ενώ βρισκόταν στο σπίτι της με τους γονείς της και ενώ έχει επιστρέψει, με το περιπολικό που τη συνόδευε, από τον ψυχολόγο, αντιλήφθηκε να ανοίγει η εξώπορτα του σπιτιού από τρία άτομα.

«Να σημειώσω ότι κλειδιά του σπιτιού υπάρχουν τρία. Δυο ζευγάρια κλειδιά που έχω εγώ στην κατοχή μου και ήταν μέσα στο σπίτι και ένα ακόμα, το οποίο ο μόνος που έχει στην κατοχή του είναι ο κατηγορούμενος σύζυγος μου και τα οποία προφανώς ο ίδιος δεν παρέδωσε στις ανακριτικές αρχές, όταν έλαβε γνώση της διάταξης του περιοριστικού όρου της μετοίκησης», σημειώνει η δικηγόρος, η οποία αναφέρει πως ήταν η στιγμή που πάτησε το μπουτόν πανικού που της έχει χορηγηθεί από την αστυνομία αλλά και το ιδιωτικό κουμπί πανικού, που είναι συνδεδεμένο με τον συναγερμό και χτυπάει απευθείας στην αστυνομία.

«Εγώ βρισκόμουν στο σαλόνι και από τα παράθυρα είδαμε να έχουν έρθει στον χώρο ο δικηγόρος, η πρώην σύζυγος του κατηγορουμένου και η μεγάλη κόρη του συζύγου μου. Ο πατέρας μου φώναξε: “Τι κάνετε μέσα στο σπίτι;” και η πρώην σύζυγος απάντησε: “Εδώ είναι το σπίτι του Αποστολή και ήρθαμε να πάρουμε ό,τι θέλουμε”», περιγράφει και συνεχίζει λέγοντας: «Άνοιξα την εσωτερική πόρτα του σαλονιού, τους ζήτησα να φύγουν, γιατί δεν είμαι καλά, να σεβαστούν την κατάστασή μου και να μείνει μόνο το παιδί. Πλησίασε ο αστυνομικός, που ήταν έξω από το σπίτι, ο οποίος και αυτός όλη την ώρα προσπαθούσε να τους βγάλει από την αυλή. Εγώ του είπα: “Αφήστε μόνο το παιδί μέσα και φύγετε” και η πρώην σύζυγος φώναζε: “Θα μπούμε μέσα και θα πάρουμε τα πράγματα του Αποστόλη”. Ο δε συνεργάτης-δικηγόρος άρχισε να βλαστημάει με απειλητικό ύφος και εκφράσεις. Ταράχτηκα πάρα πολύ και λιποθύμησα και κλήθηκε το ΕΚΑΒ από τον αστυνομικό».