Ελεύθεροι με περιοριστικούς όρους αφέθηκαν, μετά τις απολογίες τους, οι 17 κατηγορούμενοι για εμπλοκή σε απάτη εις βάρος του ελληνικού Δημοσίου μέσω της διαδικασίας επιστροφής του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης Καυσίμων, υπόθεση που αποκάλυψε η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων Σωμάτων Ασφαλείας Βορείου Ελλάδος.
Ανάμεσα σε αυτούς που συνελήφθησαν, και πέρασαν σήμερα το κατώφλι του γραφείου της 1ης ειδικής ανακρίτριας Θεσσαλονίκης για να απολογηθούν, είναι ένας τελωνειακός κι ένας λιμενικός, όπως επίσης ιδιοκτήτες σκαφών παράκτιας αλιείας, πρατηριούχοι υγρών καυσίμων και αλιείς.
Εις βάρος τους ασκήθηκε ποινική δίωξη για το κακούργημα της δωροδοκίας – δωροληψίας υπαλλήλου (και συνέργεια στην πράξη αυτή), την οποία αρνήθηκαν στις απολογίες.
Εισαγγελέας και ανακρίτρια ομόφωνα αποφάσισαν να αφήσουν άπαντες ελεύθερους, κατά περίπτωση, υπό τους όρους της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα και της εμφάνισης σε αστυνομικό τμήμα. Στον τελωνειακό και τον λιμενικό επιβλήθηκε επιπλέον χρηματική εγγύηση- στον πρώτο 10.000 και στον δεύτερο 3.000 ευρώ.
Σύμφωνα με τη δικογραφία, στην οποία περιλαμβάνονται άλλα 57 άτομα, η προκληθείσα ζημιά για το Δημόσιο εκτιμάται ότι ξεπερνάει τις 175.00 ευρώ.
Πώς δρούσε η σπείρα, τα μέλη και οι αμοιβές
Θυμίζουμε πως η υπόθεση αποκαλύφθηκε ύστερα από πολύμηνη έρευνα της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων Σωμάτων Ασφαλείας Βορείου Ελλάδος, με τη συνδρομή της Υποδιεύθυνσης Οικονομικής Αστυνομίας Βορείου Ελλάδος, ενώ οι συλλήψεις των εμπλεκόμενων προσώπων, μεταξύ αυτών πρατηριούχοι υγρών καυσίμων, ιδιοκτήτες σκαφών παράκτιας αλιείας και αλιείς, έγιναν σε Θεσσαλονίκη, Καβάλα και Σέρρες.
Η εισαγγελέας τούς απήγγειλε κατηγορίες για δωροδοκία και δωροληψία υπαλλήλου (και συνέργεια στην πράξη αυτή), νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές πράξεις, συμμορία, ψευδή βεβαίωση και ηθική αυτουργία σ’ αυτή, έκδοση και αποδοχή εικονικών τιμολογίων, υπόθαλψη εγκληματία, απάτη, παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου, κλοπή, αποδοχή προϊόντων εγκλήματος κ.ά.
Άπαντες παραπέμφθηκαν να απολογηθούν στην 1η Ειδική Ανακρίτρια Θεσσαλονίκης από την οποία πήραν προθεσμία για να απολογηθούν τις επόμενες μέρες και μέχρι τότε παραμένουν υπό κράτηση.
Σύμφωνα με ανακοίνωση της ΕΛ.ΑΣ., η φερόμενη δράση των μελών της συμμορίας ξεκίνησε τουλάχιστον από τον περασμένο Απρίλιο του 2023, με σκοπό τις παράνομες επιστροφές φόρου καυσίμων ή την πώληση λαθραίων καυσίμων.
Όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση, «οι ιδιοκτήτες σκαφών παράκτιας αλιείας κατόρθωναν να βεβαιωθεί ψευδώς ο ανεφοδιασμός με καύσιμα, σε σκάφη παράκτιας αλιείας συμφερόντων τους, χρησιμοποιώντας εικονικά φορολογικά στοιχεία αγοράς καυσίμων τα οποία προμηθεύονταν από ιδιοκτήτες- υπεύθυνους πρατηρίων υγρών καυσίμων». Με τον τρόπο αυτό οι ιδιοκτήτες των σκαφών γίνονταν δικαιούχοι είσπραξης χρηματικών ποσών από την επιστροφή του ΕΦΚ καυσίμου ενώ οι πρατηριούχοι δεν απέδιδαν -κατά περίπτωση- το προβλεπόμενο ΦΠΑ.
Από 30 έως 1.000 ευρώ η αμοιβή
Καθοριστική συμβολή στην παράνομη δραστηριότητα – σύμφωνα με την ίδια ανακοίνωση – είχαν ο τελωνειακός κι ο λιμενικός, οι οποίοι ήταν κατά περίπτωση αρμόδιοι για τον έλεγχο του ανεφοδιασμού των σκαφών παράκτιας αλιείας με αφορολόγητα καύσιμα και την εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας για την αλιευτική δραστηριότητα, αλλά και ο έλεγχος του Ημερολογίου Γέφυρας σκαφών, όπως αναφέρεται από την Νομοθεσία.
«Στο πλαίσιο εκτέλεσης των καθηκόντων τους, με ενέργειες ή παραλείψεις, διευκόλυναν τη διάπραξη των ανωτέρω αδικημάτων από τα μέλη της εγκληματικής ομάδας, λαμβάνοντας αθέμιτα ωφελήματα και συγκεκριμένα ο τελωνειακός λάμβανε έως και 1.000 ευρώ, ενώ ο λιμενικός από 30 έως 100 ευρώ», επισημαίνεται στην ίδια ανακοίνωση όσον αφορά τη φερόμενη αμοιβή που λάμβαναν οι δύο κρατικοί υπάλληλοι. Μετά την επίτευξη του σκοπού τους, τα μέλη της συμμορίας προέβαιναν, κατά περίπτωση, στην επανειλημμένη και κατ’ επάγγελμα αποθήκευση και διάθεση λαθραίων καυσίμων σε δίκτυο πελατών τους.