Ως μεγάλος πρωταγωνιστής της δικής του υποκριτικής σχολής, ο Παπαναστασίου τράβηξε έναν μοναχικό και εξόχως προσωπικό δρόμο στην πορεία της βιντεοκασέτας. Ακραία ιδιοσυγκρασιακός, δεν έμοιαζε ποτέ σε τίποτα και με κανέναν. Γι’ αυτό και έγινε σωστό σύμβολο των ’80s, υπερβαίνοντας κατά πολύ την επικράτεια της βιντεοταινίας και του ασθμαίνοντος ελληνικού σινεμά. Με την εκστρατεία μάλιστα «Επιμένων ελληνικά», ο Παπαναστασίου απασχόλησε το ελληνικό κοινό με τον τρόπο που το έκαναν μια Δήμητρα Λιάνη ή ένας Δημήτρης Τσοβόλας! Ή ο Γιώργος Κοσκωτάς, ο Αργύρης Καμπούρης κι ο Νίκος Αναστόπουλος, καμιά αμφιβολία. Ποιος να ξεχάσει τον αγαπημένο ηθοποιό να διασχίζει τον διάδρομο του ΟΑΕΔ σωστό φιγουρίνι και πριν εισπράξει το επίδομα ανεργίας να μας υπενθυμίζει με νόημα πως τα εισαγόμενα είναι πανάκριβα; Το «παφ και τάλιρο» το θυμόμαστε όλοι, όπως και αυτό το «επιμένων ελληνικά», που πάντα νικά! Όταν δεν στηνόταν στην ουρά μνημονεύοντας τα «καφετιά» που είχε ξοδέψει για την μπάνικη παντελονιά, την πουκαμισιά και την μπουφανιά του και δεν μόστραρε το τσιγαράκι εισαγωγής του, πρωταγωνιστώντας στη θρυλικότερη καμπάνια τόνωσης της εγχώριας αγοράς της δεκαετίας του 1980, ο Νίκος Παπαναστασίου χάριζε απλόχερα το γέλιο μέσα από τις αμίμητες μορφές που σκάρωνε για το σινεμά. Σηκώνοντας αναγκαστικά τις παραγωγές στις πλάτες του και με το άπλετο κωμικό του ταλέντο φόρα παρτίδα, ο Παπαναστασίου μάς χάρισε αξέχαστες κινηματογραφικές και τηλεοπτικές στιγμές, συνδυάζοντας πάντα αρμονικά τα υλικά από τα οποία πλάστηκε μια ολόκληρη εποχή. Τρεις χαρακτηριστικοί ρόλοι δηλαδή που θα ζήσουν όσα χρόνια κι αν περάσουν! Έτσι τον προλογίζει εξάλλου και το IΜDB: «Nikos Papanastasiou is an actor, known for Lalakis, o eisagomenos (1984), Ο αγκαλίτσας: Ένα εξαγόμενο κορόιδο (1985) and Ο παπα-Σούζας (1983)»! Εν αρχή, ο Παπα-Σούζας λοιπόν, που συνταιριάζοντας -ένας Θεός ξέρει πώς!- τις σούζες και την εκκλησιαστική ηθική καλεί τους νέους στους κόλπους του χριστιανισμού με όχημα τη χιλιάρα του. Ο Παπα-Ησύχιος μετονομάζεται σε Παπα-Σούζα και ένα φαινόμενο του σελιλόιντ και του βιντεοκλάμπ αργότερα έχει μόλις γεννηθεί. Και μετά είναι η σειρά του Λαλάκη του εισαγόμενου, ο οποίος θα εξαργυρώσει την επιτυχία της διαφημιστικής εκστρατείας συνοψίζοντας την ξενομανία του Νεοέλληνα: μπορεί να μην έχει δεκάρα τσακιστή στην τσέπη, έχει όμως κόλλημα με τα πανάκριβα εισαγόμενα αγαθά. Και βρίσκει μάλιστα τρόπο να ικανοποιεί το ψώνιο του με το αγαπημένο σπορ της εποχής, τις μικροκομπίνες. Μέσα σε όλα, υπάρχει και ο Αγκαλίτσας του Παπαναστασίου, το alter ego του με το οποίο θα μείνει στα στόματα όλων. Ο λογιστής Νίκος Αγαθόνικος δηλαδή, υπόδειγμα έντιμου πολίτη και σεμνού μεροκαματιάρη, που δεν θέλει τα εύκολα χρήματα που βρίσκει σε μια χαμένη τσάντα (πενήντα εκατομμύρια δραχμές είναι αυτά, όχι παίξε-γέλασε), κάτι που θα του φέρει την καταστροφή. Ω ναι, η τιμιότητά του γίνεται ο όλεθρός του! Μόνο που όλα αυτά δεν ήταν ο Νίκος Παπαναστασίου, ούτε τα καραμπινάτα ψεύτικα μούσια του «Παπα-Σούζα» του. Ήταν αντιθέτως ένας καλός ηθοποιός, σπουδαγμένος στο Θέατρο Τέχνης, που έπαιξε θέατρο δίπλα στον δάσκαλο Θανάση Βέγγο, περνώντας ταυτοχρόνως και από τα μπουντρούμια της Χούντας των Συνταγματαρχών. Αυτή είναι η ιστορία της ζωής του…
Πρώτα χρόνια
Ο Νίκος Παπαναστασίου γεννιέται το 1936 στην Αθήνα. Πριν καλά καλά το καταλάβει, περνά τις εισαγωγικές εξετάσεις στη σπουδαία Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης, όπου θα μάθει τα μυστικά της υποκριτικής τέχνης. Το χαρτί του ηθοποιού θα το πάρει τελικά από τη Δραματική Σχολή του Μιχαηλίδη, αν και λίγη σημασία έχουν όλα αυτά για την καριέρα του. Η οποία θα ξεδιπλωθεί σύντομα στο θέατρο, παίζοντας δίπλα στον μεγάλο Θανάση Βέγγο και τα άλλα ιερά τέρατα του σανιδιού. Πριν τον ανακαλύψει νωρίς νωρίς και ο ελληνικός κινηματογράφος…
Καριέρα στο σελιλόιντ και τη μαγνητοταινία
Το κινηματογραφικό ντεμπούτο του Παπαναστασίου στον ελληνικό κινηματογράφο θα έρθει το 1960, στα «Ερωτικά παιχνίδια», όταν θα βρει τη θέση του δίπλα στον Κωνσταντάρα, τον Γκιωνάκη και τον Βέγγο. Ο νεαρότατος ηθοποιός θα παίξει κατόπιν το 1964 στον σπαρταριστό «Λαγοπόδαρο», δίπλα στον Σταυρίδη και τον Γκιωνάκη, στα αξέχαστα «Κορίτσια για φίλημα» (1965) του Δαλιανίδη, στο «Ραντεβού στον αέρα» (1966), στο «Τέντι-μπόι αγάπη μου» (1966), στις «Θαλασσιές τις χάντρες» (1967) και σε καμιά εικασαριά ταινίες μέχρι το 1980! Τον απολαύσαμε στους «Πόθους του καταραμένου βάλτου» (1966), τον λατρέψαμε στο «Με φόβο και πάθος» (1972), στον «Άνθρωπο της καρπαζιάς» (1969), στο «Ο δασκαλάκος ήταν λεβεντιά» (1970), στον «Νάνο και τις εφτά Χιονάτες» (1970), στους «Φουκαράδες και λεφτάδες» (1970), στον «Έναν υπέροχο άνθρωπο» (1971), στην «Κρεβατομουρμούρα» (1971) και πολλές ακόμα εμπορικές και καλλιτεχνικές επιτυχίες του ελληνικού σινεμά. Με αυτή τη φόρα μπήκε στην από κάθε άποψη ιδιαίτερη δεκαετία του 1980, όταν με την αναγνωρισιμότητα και τη φούρια του θα πάρει μέρος στους «Υποψήφιους βουλευτές και βουλευτίνες» (1980), δίπλα στον Βάσο Αδριανό και την Άννα Φόνσου, στο «Τώρα θέλω, τώρα» (1980), με τον Βασίλη Τσιβιλίκα και τη Σπεράντζα Βρανά, στον «Ποδόγυρο» (1980), με τον Γιώργο Σίσκο και τη Μάρω Κοντού, και σε πολλά ακόμα φιλμ που μοιάζουν αισθητικά με βιντεοκασέτες μεν, βγήκαν ωστόσο στη σκοτεινή αίθουσα. Στο «Καθένας με την τρέλα του» (1980) θα παίξει πλάι στον Διονύση Παπαγιαννόπουλο και στο ανεκδιήγητο «Το μεγάλο ρουθούνι» (1981) θα πλαισιώσει ιδανικό τον Σωτήρη Μουστάκα στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Και σε μια πρώιμη ριπή της ξενομανίας των ’80s, θα πάρει μέρος στο «Ξένο είναι πιο γλυκό» (1981), μια επικαιροποιημένη εκδοχή του «Ούτε γάτα, ούτε ζημιά» των Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου που βγήκε στους σινεμάδες με τον κατατοπιστικό υπότιτλο «Εισαγόμενος πολυτελείας»! Αφού πρωταγωνιστήσει και στους σπαρταριστούς «Κομάντος και μανούλια» (1982), σειρά έχει η πρώτη μεγάλη προσωπική του επιτυχία. Ο «Παπα-Σούζας» γεννιέται το 1983 για να μας συστήσει τον μηχανόβιο Παπα-Ησύχιο που κάνει κόντρες με τα πιτσιρίκια στους δρόμους για να τα φέρει στον δρόμο του Θεού! Γυρισμένος σε φιλμ, ο «Παπα-Σούζας» έκοψε λίγο λιγότερο από 100.000 εισιτήρια και κατατάχθηκε 14η εμπορικότερη ταινία της σεζόν από τις 48 που βγήκαν στον κινηματογράφο.
Η επιτυχία του φιλμ θα πυροδοτήσει όπως ήταν φυσικό και το sequel «Παπα-Σούζας φαντομάς» (1983), όταν ο Παπα-Ησύχιος μετατρέπεται σε τιμωρό της νύχτας και ξαλαφρώνει από τα τιμαλφή τους θαμώνες των μπουζουκιών. Το φιλμ έκοψε τα διόλου ευκαταφρόνητα 65.000 εισιτήρια, ερχόμενο 16ο στο box office της σεζόν (μεταξύ 33 ταινιών).
Σε μια εποχή που η ελληνίδα νοικοκυρά επέστρεφε κεφάτη από το σουπερμάρκετ και το νόστιμο ξύδι για το φαγητό χόρευε ξέφρενα πάνω στο τραπέζι, ένα άλλο σλόγκαν θα έκλεβε την παράσταση βγαίνοντας αβίαστα από το στόμα ποιου άλλου, του Νίκου Παπαναστασίου. Ποιος να ξεχάσει τον αντίχειρα με την ελληνική σημαία στην εκστρατεία «Επιμένων Ελληνικά»; «Και ο πρώτος, ε; Παπούτσι; Εισαγωγής, 11 χιλιάρικα. Σκίζει. Πουκάμισο; Μπουφανάκι; Εισαγωγής. Τσιγάρο; Εισαγόμενο. Παφ και τάλιρο. Ποιος είμαι, εισαγόμενος;». Ήταν 1983 όταν ο Παπαναστασίου θρονιάστηκε στο σαλόνι μας ως το κεντρικό πρόσωπο της καμπάνιας για την τόνωση της ντόπιας αγοράς με το χαρακτηριστικό μήνυμα: «Αγοράζοντας εισαγόμενα την πληρώνουμε όλοι».
Μοντελάκι ο δικός σου, πράγματι! Ο Λαλάκης ο εισαγόμενος είχε γεννηθεί πριν τον κάνει ταινία ο Παπαναστασίου. Και ο ίδιος είχε βαλθεί να δώσει το φιλί της ζωής στην ελληνική αγορά πριν καν δημιουργηθεί ο Σύνδεσμος Προώθησης Ελληνικών Προϊόντων (ιδρύθηκε τελικά το 1985)! Το 1984 λοιπόν ο Παπαναστασίου θα φέρει ξανά στη σκοτεινή αίθουσα τον «Λαλάκη τον εισαγόμενό» του, την ταινία-θρύλο που θα του χαρίσει την πλατιά αναγνώριση. Εκεί βέβαια δεν επιμένει ελληνικά, αλλά έχει κόλλημα με τα εισαγόμενα και είναι διατεθειμένος να κάνει τα πάντα για να τα βάλει στο χέρι. Και παρά τις περιπέτειές του, πλουτίζει τελικά από κάτι εισαγόμενα καλλυντικά. Η ταινία προβλήθηκε το 1984 και έκοψε κοντά στα 200.000 εισιτήρια! Ήταν η τέταρτη εμπορικότερη ταινία της χρονιάς (από τα 38 φιλμ που βγήκαν στο σινεμά).
Χρόνια αργότερα, μιλώντας στο newsbeast.gr για την ξενομανία της εποχής, ο Παπαναστασίου παραδέχθηκε πως «τώρα ο Έλληνας θα πάρει τη μάρκα όπως και να έχει». Η αμίμητη τριλογία των χαρακτήρων του θα κλείσει το 1985 με τον χαζοχαρούμενο «Αγκαλίτσα» του (1985), με τον εύγλωττο υπότιτλο «Ένα εξαγόμενο κορόιδο».
Ο «Αγκαλίτσας» θα είναι το τελευταίο φιλμ που θα κάνει, καθώς πλέον οι επόμενες δουλειές του θα βγουν αποκλειστικά στο βίντεο. Από τις 15 περίπου βιντεοκασέτες που θα κάνει από τα μέσα μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας ξεχωρίζουν ο «Ένας εισαγόμενος μπεμπές» (1986), ο «Αδέσποτος καβαλάρης» (1988), το «Αλτ, ψηλά τα πόδια (1988), «Ένας αξιοπρεπής κερατάς» (1989), «Μια μπόμπα στο κρεβάτι μου» (1987) και ο ιδιαίτερος «Μυαλοπώλης» (1989) του…
Μέσα σε όλα, μακρά ήταν και η τηλεοπτική του καριέρα, αρχής γενομένης από τη «Γειτονιά μας» (1972 – ΥΕΝΕΔ), τον «Ονειροπαρμένο» (1973 – ΥΕΝΕΔ), τον «Γιούγκερμαν» (1976 – ΥΕΝΕΔ) και τις «Ιστορίες χωρίς δάκρυα» (1977 – ΕΡΤ), μέχρι τον «Συνταγματάρχη Λιάπκιν» (1979 – ΥΕΝΕΔ), τους «Ανθρώπους και ανθρωπάκια» (1982 – ΥΕΝΕΔ) και το «Ουράνιο Τόξο» (1983 – ΕΡΤ). Αν και στις αρχές της νέας δεκαετίας θα τέλειωναν όλα…
Προσωπική ζωή και τελευταία χρόνια
H καριέρα του δεν ακολούθησε το ίδιο μοτίβο όταν τα ’80s έδωσαν τη θέση τους στα ’90s. Θέατρο έκανε βέβαια μια στο τόσο, το κοινό που τον λάτρευε δεν είχε ωστόσο τη δυνατότητα να τον απολαμβάνει πια με την ίδια συχνότητα. Όπως αποκάλυψε χρόνια αργότερα, ο Νίκος Παπαναστασίου είχε φυλακιστεί και βασανιστεί επί Χούντας, πριν περάσει στη σχετική αφάνεια εκεί όπου άλλοτε ήταν μεγάλος πρωταγωνιστής. «Ήταν ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ζωής μου το ότι έκανα φυλακή, ότι βγήκα στο δρόμο και φώναξα για τη Δημοκρατία και φώναξα ‘‘κάτω η Χούντα’’. Είχα δικαστεί τρία χρόνια, αλλά με βγάλανε στα δυόμισι. Ήταν σκληρά χρόνια, αλλά εγώ ήμουν χαρούμενος και ευτυχισμένος. Ήμουν μικρός, αλλά με άγγιξαν πάρα πολύ. Στη διάρκεια της ζωής μου, παρόλο που δεν το δεχόμουν και δεν το δέχομαι, μου άφησαν στίγματα. Ήταν στιγμές ανεξίτηλες. Δεν ξεχνιούνται με τίποτα. Ήμουν ευτυχισμένος. Με έδερναν κι εγώ δεν καταλάβαινα τίποτα», θυμάται ο ίδιος. Για χάρη του βιοπορισμού άφησε μάλιστα την τέχνη, μια τέχνη ιδιαίτερη, γέννημα-θρέμμα της εποχής της. Μια εποχή στην οποία έκλεισε πονηρά το μάτι το 2010, όταν επέστρεψε στην αναβίωση της «Ρόδας, τσάντας και κοπάνας» υποδυόμενος τον «Παπα-Σούζα» του! Όπως μάθαμε, κινδύνευσε μάλιστα να καεί στα γυρίσματα όταν το ράσο που φορούσε έπιασε φωτιά.
Πλέον έχει παροπλιστεί εδώ και καιρό. Το θέατρο πάντως δεν έχει βγει από μέσα του και θέλει να επιστρέψει για έναν ανατρεπτικό ρόλο αφού, όπως είχε επισημάνει σε παλιότερη συνέντευξή του στο newsbeast.gr, οι ηθοποιοί έχουν απωθημένα. Ο Νίκος Παπαναστασίου απασχόλησε το 2011 για άλλη μια φορά το ελληνικό κοινό, αν και με τρόπο που όλοι θα απεύχονταν. Εκείνη τη χρονιά έχασε την 22χρονη κόρη του Εύα, η οποία αυτοκτόνησε. «Είναι κάποια πράγματα στη ζωή μας που είναι ανεξίτηλα, δεν μπορούμε να ξεφύγουμε. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, ό,τι κι αν γίνει, όσα έργα κι αν έχω παίξει, είναι κάποιες στιγμές που δεν μπορώ να αποχωριστώ, προσπαθώ αλλά δεν μπορώ, δεν γίνεται», είχε πει σε τηλεοπτική του συνέντευξη. Διαζευγμένος από τη σύζυγό του, είχε πια τον γιο του για αποκούμπι. Στον ελεύθερό του χρόνο παίζει τένις και διαβάζει. Διαβάζει και παρακολουθεί τις εξελίξεις, ώστε να είναι ενημερωμένος για καθετί που συμβαίνει. Γιατί μπορεί να μη ζούμε πια στην εποχή της ξενομανίας και των θαλασσοδανείων, η χώρα μας περνά όμως καινούριες περιπέτειες και δεν έχει πια έναν Λαλάκη να της βάλει νου και γνώση… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr