Η Μεγάλη Ύφεση των ΗΠΑ της δεκαετίας του 1930 άφησε βαθιά το στίγμα της στην οικονομική και κοινωνική ζωή του Σικάγο. Αυτό βέβαια δεν εμπόδισε έναν φιλόδοξο διαφημιστή να βάλει υποθήκη το σπίτι του και να εξαργυρώσει την ασφάλεια ζωής του για να βάλει στο χέρι 25.000 δολάρια, παρά το γεγονός ότι είχε γυναίκα και παιδιά να θρέψει. Επόμενη κίνηση, να βάλει ένα μπολ με λαχταριστά κατακόκκινα μήλα στον προθάλαμο της διαφημιστικής του, οχτώ νοματαίοι όλοι κι όλοι, ώστε να καλωσορίζει όποιον πελάτη ανέβαινε μέχρι την εταιρία που όλοι οι παράγοντες της αγοράς στοιχημάτιζαν πως δεν θα ζούσε ως το τέλος της χρονιάς! Κι όμως, τρεις πελάτες έμελλε να περάσουν το κατώφλι του και να παραμείνουν πελάτες του για περισσότερο από μια δεκαετία, καθώς πίστεψαν στο όραμά του: να φτιάξει διαφημίσεις που «να μιλούν με ειλικρίνεια στην πλειονότητα των Αμερικανών». Χρόνια αργότερα, ο άλλος μεγάλος πιονέρος της διαφήμισης, Ντέιβιντ Ότζιλβι, θα έξυνε το κεφάλι του: «Αναρωτιέμαι αν είχε καταλάβει ότι αυτός ο τρόπος διαφήμισης θα μιλούσε επίσης με ειλικρίνεια στην πλειονότητα των ανθρώπων σε κάθε άλλη χώρα!». Έτσι κάπως ξεκίνησε η σύγχρονη διαφήμιση να δείχνει τα δόντια της στον πλανήτη, απλά, λιτά και χωρίς τυμπανοκρουσίες. Και ήταν μέσω αυτών των πρωτεργατών, ανθρώπων σαν τον Μπαρνέτ δηλαδή, που θα εγκαθιδρυόταν η διαφήμιση σαν αυθύπαρκτος κλάδος, πριν αρχίσει να αλλάζει την αγορά, το μάρκετινγκ και τον κόσμο όλο τελικά. Η ιστορία της επιτυχίας του Μπαρνέτ θα άφηνε κληρονομιά έναν διαφημιστικό κολοσσό που κατατάσσεται ακόμα και σήμερα στους ογκόλιθους του χώρου. Το σλόγκαν του Λίο ήταν βέβαια κομματάκι διαφορετικό, θέλοντας να ρίξει το βάρος στη δημιουργικότητα: «Το μυστικό των δημιουργικών ανθρώπων είναι η περιέργεια για τη ζωή, σε όλες τις εκφάνσεις της», συμβούλευε τους συνεργάτες του όσο άνοιγε πανιά για την κατάκτηση της αμερικανικής αγοράς. Πτυχιούχος δημοσιογραφίας και αστυνομικός συντάκτης κατόπιν, οι περιστάσεις το έφεραν να γράφει διαφημισούλες για κάνα-δυο αυτοκινητοβιομηχανίες και μερικές διαφημιστικές κατόπιν, πριν ανοιχτεί αγέρωχα το 1935 στην επιχειρηματική περιπέτεια που έφερε πια τη σφραγίδα του αλλά και το όνομά του στη μαρκίζα. Μέχρι το 1948, διαχειριζόταν διαφημιστικούς λογαριασμούς της τάξης των 10 εκατ. δολαρίων, ποσό που θα έφτανε στα 90 εκατ. δέκα χρόνια αργότερα! Ιθύνων νους της λεγόμενης «διαφημιστικής σχολής του Σικάγο», ο στόχος του ήταν να δώσει έμφαση στις εγγενείς ποιότητες του προϊόντος παρά στην εξαπάτηση του κοινού με δαιμόνιες καμπάνιες και πανέξυπνα κλισέ. Ο Μπαρνέτ απεχθανόταν τις επιτηδευμένες (και επιτήδειες) διαφημίσεις που έβγαιναν από τα γραφεία της Νέας Υόρκης εξίσου με τις παραπλανητικές (οπορτουνιστικές τις έλεγε) ρεκλάμες της αμερικανικής Δυτικής Ακτής. Όταν μάλιστα ένιωθε πως οι υπάλληλοί του έλεγαν ψεματάκια στο κοινό, ήταν πάντα έτοιμος να πετάξει την εκστρατεία στα σκουπίδια, ακόμα και αν τον εκλιπαρούσε στα γόνατα ο πελάτης. Εκείνος χρησιμοποιούσε εξάλλου στις διαφημίσεις του ανθρώπους της διπλανής πόρτας, κοινούς θνητούς δηλαδή και όχι αστέρες του κινηματογράφου. Μια προσέγγιση που θα τον οδηγούσε το 1954 σε μια από τις γνωστότερες καμπάνιες του, τον καουμπόι της Marlboro, που έφτιαξε για έναν πελάτη που έπινε νερό στο όνομά του, τη Philip Morris. Ήταν αυτή η διαφήμιση που μετέτρεψε τη μικρή Marlboro με την απήχηση στις γυναίκες στο πιο «αντρικό» τσιγάρο όλων των εποχών, μια τρανή απόδειξη του τι μπορούσε να κάνει η διαφήμιση αν το ήθελε. Κι αυτό δεν ήταν παρά η αρχή…
Πρώτα χρόνια
Ο Λίο Μπαρνέτ βρυχάται
Ο μεγαλύτερός του ίσως διαφημιστικός θρίαμβος ήταν με τη Philip Morris, η οποία έφτασε στο γραφείο του Μπαρνέτ το 1954 για τη μικρή Marlboro της, ένα τσιγάρο με το μικρότερο μερίδιο της αγοράς το οποίο προωθούνταν μέχρι τότε ως «γυναικείο τσιγάρο». Ο Μπαρνέτ ήταν αυτός που άλλαξε εντελώς τη θέση του τσιγάρου στην αγορά, σκαρώνοντας μια προωθητική στρατηγική που θα αποδεικνυόταν ακαταμάχητη. Στη δεκαετία του 1960, για να πείσει τους άντρες πως το Marlboro ήταν το πιο σκληροτράχηλο τσιγάρο, χρησιμοποιούσε στις διαφημίσεις του τη μουσική από το γουέστερν «Και οι εφτά ήταν υπέροχοι»! Ο αντίκτυπος αυτής της καμπάνιας θα ήταν τέτοιος που μέχρι το τέλος της δεκαετίας τα Marlboro είχαν ανέλθει στην πρώτη θέση της αμερικανικής αγοράς τσιγάρων. Και όλες οι εκστρατείες τους έκτοτε, ακόμα και σήμερα, συνεχίζουν στην ίδια πεπατημένη που χάραξε ο Μπαρνέτ προσωπικά.
Εκείνος εξάλλου έπεισε τα στελέχη της Philip Morris να κάνουν τη Marlboro ένα συνολικό προϊόν, με ρούχα ένδυσης και καουμπόικα αναμνηστικά και αναπτήρες και όλων των λογιών τα καλούδια. Τα υπόλοιπα είναι Ιστορία. Τον Δεκέμβριο του 1967, ο 76χρονος Λίο Μπαρνέτ εκφώνησε έναν περίφημο λόγο στους υπαλλήλους του, νιώθοντας πως το τέλος της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας κοντοζύγωνε. Η ομιλία είχε τίτλο «Πότε να βγάλετε το όνομά μου από την πόρτα», αν και κανείς δεν θα σκεφτόταν να κάνει κάτι τέτοιο.
Στις 7 Ιουνίου 1971, ο 80χρονος Μπαρνέτ ζήτησε από τους συναδέλφους του να του επιτρέψουν να πηγαίνει στο γραφείο μόνο τρεις μέρες τη βδομάδα(!), καθώς αντιμετώπιζε κάποια προβλήματα υγείας. Εκείνοι του είπαν πως ίσως ήταν ώρα να ξεκουραστεί, εκείνος πάντως δεν ήθελε να ακούσει κουβέντα. Τρεις μέρες τώρα και όταν γινόταν καλά, θα επέστρεφε στο πλήρες ωράριό του! Εκείνο το βράδυ όμως θα πάθαινε την ανακοπή που θα τέλειωνε αιφνιδίως όχι μόνο την καριέρα του, αλλά και τη ζωή του. Έφυγε από τον κόσμο ήρεμα στην οικογενειακή του φάρμα έξω από το Σικάγο. Τα 85 γραφεία της Leo Burnett σε 49 χώρες του κόσμου και οι 9.000 εργαζόμενοί της συνεχίζουν σήμερα την κληρονομιά του ιδρυτή τους. Το 1999 το έγκριτο περιοδικό «Time» τον περιέλαβε στη λίστα με τις 100 σημαντικότερες προσωπικότητες του 20ού αιώνα… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr