Ένας βαθύτατα κοινωνικός συγγραφέας που παρέμεινε ρομαντικός και γεμάτος πίστη στους ανθρώπους παρά τις πολιτικές περιπέτειες της δικής του ζωής, ο Λουντέμης διαψεύστηκε από την πραγματικότητα και οργίστηκε από την κοινωνική αδικία, αν και δεν έχασε ποτέ την πληθωρικότητα της γραφής του. Γεμάτο αυτοβιογραφικές αναφορές και όνειρα, το πλούσιο συγγραφικό του έργο των 48 βιβλίων καλύπτει όλα σχεδόν τα είδη του γραπτού λόγου (πεζογραφία, ποίηση, δοκίμιο, θέατρο, παιδική λογοτεχνία, μετάφραση κ.ά.), κάνοντάς τον έναν από τους πλέον παραγωγικούς αλλά και διαβασμένους έλληνες λογοτέχνες. Η αμεσότητα της πένας του, ο λυρισμός, ο ρεαλισμός και η δύναμη της περιγραφής του θα λειτουργήσουν ως καταφύγιο για τα νιάτα των δεκαετιών του 1950, του 1960 και του 1970, την ίδια ώρα που τα βιβλία του μεταφράζονται σε πάμπολλες γλώσσες και αποσπούν βραβεία στις χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ. Ο επονομαζόμενος και Μαξίμ Γκόργκι της Ελλάδας (αλλά και Έλληναw Κνουτ Χάμσουν), που μας χάρισε αθάνατα μυθιστορήματα όπως τα «Συννεφιάζει», «Οι κερασιές θα ανθίσουν φέτος» και το μπεστ-σέλερ του «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα», ήταν ένας φτωχός και ταλαιπωρημένος νέος, κατά κόσμον Δημήτρης Βαλασιάδης, που είχε έρθει από τη Μικρά Ασία στην Ελλάδα με την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1922 και ζούσε έπειτα από περιπέτειες στην περιοχή της Έδεσσας επιβιώνοντας με όποια δουλειά του τύχαινε: λούστρος, σερβιτόρος, υπάλληλος δικηγορικού γραφείου. Ο νεαρός γράφει παράλληλα και γράφει πολύ. Όταν θα δημοσιευτεί σε λογοτεχνικό περιοδικό το πρώτο του διήγημα «Μια νύχτα με πολλά φώτα κάτω από μια πόλη με πολλά αστέρια», η ζωή του Λουντέμη αλλάζει μονομιάς: βρίσκει δουλειά βιβλιοθηκάριου στην Αθηναϊκή Λέσχη και λίγο αργότερα, το 1938, τυπώνεται το πρώτο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Τα πλοία δεν άραξαν». Με το βιβλίο αυτό ο 27χρονος Λουντέμης μοιράζεται το Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας κατά την πρώτη απονομή στην ιστορία του θεσμού και καθιερώνεται στον χώρο. Αν και οι αναποδιές καραδοκούν στη γωνιά. Την ώρα που γράφει τα περίφημα διηγήματά του «Περιμένοντας το ουράνιο τόξο» (1940) και «Γλυκοχάραμα» (1944), αλλά και το μυθιστόρημα «Έκσταση» (1943), οργανώνεται στην Αντίσταση με το ΕΑΜ κατά τη διάρκεια του πολέμου και της Κατοχής και γίνεται παθιασμένος αγωνιστής, αν και η ένταξή του στο ΚΚΕ τού κοστίζει μετά τον Εμφύλιο μια μακρόχρονη εξορία στη Μακρόνησο και τον Άη Στράτη (πλάι στον Γιάννη Ρίτσο και τον Μίκη Θεοδωράκη). Ο Λουντέμης συνεχίζει να γράφει τα πάντα: «Αυτοί που φέρανε την καταχνιά» (1946), «Καληνύχτα ζωή» (1946), «Συννεφιάζει» (1948), «Βουρκωμένες μέρες» (1953), «Οι κερασιές θ’ ανθίσουν και φέτος» (1956), «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα» (1956), «Τότε που κυνηγούσα τους ανέμους» (1956), η φαρμακερή του πένα θα του φέρει όμως κι άλλες περιπέτειες. Το 1956 δικάζεται για τα διηγήματα της συλλογής «Βουρκωμένες μέρες» με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας! Καταδικάζεται και απαγορεύεται η κυκλοφορία των βιβλίων του. Φεύγει για το Βουκουρέστι και το 1967, ενώ βρίσκεται σε ταξίδι στην Άπω Ανατολή, του αφαιρείται η ελληνική ιθαγένεια βάσει παλιού εμφυλιοπολεμικού ψηφίσματος. Πλέον ζει εκπατρισμένος στη Ρουμανία, αν και η εξορία του χαρακτηρίζεται «χρυσή»: έχει χρήματα, ζει άνετα, παίρνει τιμές, αν και εκείνος θέλει να γυρίσει στην Ελλάδα. Επιστρέφει τελικά τον Μάρτιο του 1976 και δίνει σειρά συνεντεύξεων για τα βιβλία του, τη ζωή του, την πολιτική, αν και δεν προλαβαίνει να χαρεί το γεγονός ότι ξαναπάτησε τα ελληνικά χώματα, καθώς πεθαίνει αιφνιδίως στις 22 Ιανουαρίου 1977 από καρδιακή προσβολή την ώρα που οδηγεί το αυτοκίνητό του. Η σορός του εκτίθεται σε λαϊκό προσκύνημα στη Μητρόπολη Αθηνών και η νεκρώσιμος ακολουθία μετατρέπεται σε κραυγή ελευθερίας: «Αθάνατος» φωνάζει στην κηδεία του ο Ρίτσος και το πλήθος επαναλαμβάνει! Ο άνθρωπος που έζησε δύσκολα παιδικά χρόνια, αγωνίστηκε στην Αντίσταση κατά των κατακτητών, πέρασε από εξορία για τα πολιτικά του φρονήματα και έζησε στη Ρουμανία ως πολιτικός πρόσφυγας ήταν φυσικό να μετατραπεί σε έναν οξύ κοινωνικό αναλυτή που έγραψε για τον φτωχό και καταφρονεμένο: «Κατηγορούμαι ότι έγραψα για τους απλούς ανθρώπους, για τους ανθρώπους του μόχθου, για τους φτωχούς. Μα για ποιους έπρεπε να γράψω; Εγώ αυτούς γνώρισα, αυτούς αγάπησα, μαζί τους μοιράστηκα και τις χαρές και τις πίκρες μου. Δίπλα τους γεύτηκα κι εγώ την πίκρα της εκμετάλλευσης και της κοινωνικής αδικίας και ήταν οι μόνοι που μου συμπαραστάθηκαν. Γι’ αυτό και αισθάνομαι φταίχτης που δεν έγραψα όσα έπρεπε να γράψω γι’ αυτούς». Ο Βασίλης Βασιλικός εκτίμησε ότι ο Λουντέμης είναι ο πιο πολυδιαβασμένος έλληνας συγγραφέας μετά τον Νίκο Καζαντζάκη ως ένας ογκόλιθος της λογοτεχνίας του Μεσοπολέμου αλλά και ο κυριότερος εκπρόσωπος του κοινωνικού ρεαλισμού. Η ίδια του η ζωή εξάλλου παρέχει άφθονο υλικό για ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα, καθώς συγκεφαλαιώνει τη μετεμφυλιακή περιπέτεια της αριστερής διανόησης αλλά και τα μίση που δεν έλεγαν να καταλαγιάσουν…
Πρώτα χρόνια
Προσωπικές περιπέτειες και συγγραφική καριέρα
Τελευταία χρόνια