«Αν εγκαταλείψω το σανίδι, θα σβήσω», εξομολογήθηκε πριν από είκοσι χρόνια ο μεγάλος Σταύρος Ξενίδης σε τοπική εφημερίδα, σε μια φράση που συμπύκνωνε την ισόβια αφοσίωσή του στο θέατρο. Ως ένας από τους κορυφαίους καρατερίστες του ελληνικού κινηματογράφου και θεάτρου, ο Ξενίδης έκανε τη δική του καριέρα πλάι στα ιερά τέρατα του πανιού, ως ένας από τους πιο ταλαντούχους αλλά και σεμνούς ηθοποιούς της γενιάς του. Δεν είναι εξάλλου καθόλου τυχαίος ο χαρακτηρισμός των συναδέλφων του ως «πρώτος τζέντλεμαν του ελληνικού θεάτρου», ο οποίος δίδαξε αξιοπρέπεια και ήθος στην εγχώρια showbiz. Ο Ξενίδης ήταν όμως και ένας άνθρωπος γεμάτος ενεργητικότητα, καλλιεργημένος και κατασταλαγμένος, που μπορεί να μην έγινε ποτέ μεγάλος πρωταγωνιστής στο πανί, ήταν ωστόσο πάντα πρωταγωνιστής της ζωής, με την ευγένεια, τη λεπτότητα, την αρχοντιά και τη σοβαρότητά του, χαρίσματα με τα οποία μπόλιασε εξάλλου τους πάμπολλους δεύτερους και τρίτους ρόλους του στο εμπορικό μας σινεμά. Η σπουδαία παρουσία του σε όλες αυτές τις ταινίες που έπαιξε, έστω κι αν επρόκειτο συχνά για σύντομα περάσματα, δίκαια τον κατέταξαν στους σημαντικότερους ηθοποιούς της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου. Λεγόταν παλιά ότι σε έναν ρόλο που τον υποδύεται ο προικισμένος υποκριτικά Ξενίδης θα αναδειχθούν όλες οι πτυχές του χωρίς τεχνάσματα και φανφάρες και στα σίγουρα είχαν δίκιο, καθώς ο περίφημος Αστυνόμος Μπέκας έλαμπε στη σκηνή και ακτινοβολούσε στο πανί με το περίσσιο ταλέντο αλλά και το εξίσου άπλετο ήθος του. Ο σεμνότατος και ακούραστος αυτός εργάτης της τέχνης έζησε μια ιδιαίτερη κινηματογραφική πορεία, περιχαρακωμένη από την τυποποίησή του σε ρόλους τυπίστα, τους οποίους φώτισε ωστόσο με τα υποκριτικά του χαρίσματα και μια ειλικρινή σεμνότητα που σπάνια θα ξαναδεί το ελληνικό σινεμά…
Πρώτα χρόνια
Ο Σταύρος Ξενίδης γεννιέται στην Κωνσταντινούπολη στις 8 Μαρτίου 1923 ως μοναχογιός ενός γιατρού από την Άγκυρα που είχε πάρει με τη σύζυγό του τον δρόμο της ξενιτιάς. Η οικογένεια ξεριζώνεται και εγκαθίσταται στην Αθήνα, βρίσκοντας τελικά το 1927 το νέο της σπίτι στον προσφυγικό καταυλισμό της Νέας Φιλαδέλφειας. Ο Σταύρος θα φοιτήσει στο Λεόντειο Λύκειο, αν και μετά την Κατοχή το σχολείο ήταν πια υποτυπώδες. Κάποια στιγμή θα θελήσει όμως να γίνει ηθοποιός, όταν και θα ξεκινούσαν οι οικογενειακές περιπέτειες. Οι γονείς του απογοητεύτηκαν πολύ από την απόφαση του Σταύρου να ακολουθήσει υποκριτική καριέρα. Παρά ταύτα, ο νεαρός πεισμώνει και γράφεται στη δραματική σχολή του Καρόλου Κουν: «Ο πατέρας έβαζε πάνω από όλα τη λογική και η λογική λέει ότι ένας ηθοποιός έχει πιθανότητες 50-50%, να πεινάσει. Γιατί ποτέ δεν ξέρει τι του ξημερώνει η επόμενη μέρα … Είναι ένα τσιγγάνικο επάγγελμα. Και καθώς πέθανε νωρίς, το 1947, δεν είχε την ευκαιρία ούτε να με δει να παίζω. Η μητέρα μου, με τα χρόνια, και αφού πρόλαβε την εξέλιξή μου στο επάγγελμα, κάπως συνήθισε στην ιδέα», θα πει σε συνέντευξή του σε τοπική εφημερίδα της Νέας Φιλαδέλφειας τον Σεπτέμβριο του 1988. Σπούδαζε λοιπόν υποκριτική δίπλα στον Κάρολο Κουν και το πρωί δούλευε ως εμποροϋπάλληλος, μέχρι να κάνει τουλάχιστον το ντεμπούτο του στο θέατρο το 1944. Αν και δεν θα προλάβει να παίξει πολύ, γιατί τον Απρίλιο του 1946 στρατεύεται και παραμένει στο χακί κοντά 4 χρόνια! «Γιατί όταν ησύχασαν τα πράγματα, απέλυαν σταδιακά τους στρατιώτες, για να μη δημιουργηθεί κοινωνικό πρόβλημα. Εγώ ήμουνα από τους τελευταίους, γιατί σαν αποθηκάριος έπρεπε να παραδώσω», θα πει ο Ξενίδης για τη δύσκολη αυτή περίοδο της ζωής του…
Υποκριτική καριέρα
Ο Ξενίδης ήταν πρωτίστως θεατρικός ηθοποιός και αυτή ήταν η διαχρονική του αγάπη. Ηθοποιός της σκηνής λοιπόν με πλούσιο ρεπερτόριο ρόλων στο ενεργητικό του, έπαιξε πρακτικά τα πάντα και συνεργάστηκε με όλους. Συνδέθηκε στενά με τον θεατράνθρωπο Κώστα Μουσούρη, στο θέατρο του οποίου εμφανίστηκε για 26 ολόκληρα χρόνια (ξεκινώντας από το 1950, όταν αποστρατεύτηκε, μέχρι και τον θάνατο του Μουσούρη το 1976!), έχοντας περάσει από τους θιάσους της Κατερίνας και του Αδαμάντιου Λεμού. Μετά το πέρας τέλος της μακροχρόνιας συνεργασίας του με τον Μουσούρη, ο Ξενίδης συνέχισε την αξιόλογη πορεία του πλάι σε καταξιωμένους πρωταγωνιστές, όπως οι Δημήτρης Χορν και Νίκος Κούρκουλος. Για τη στενή του συνεργασία με τον Μουσούρη, θυμόταν ο Ξενίδης: «Ήταν και η πιο ευτυχισμένη -θεατρικά- περίοδος της ζωής μου, η επαφή μου με τον Μουσούρη. Αισθανόμουν ότι πραγματικά λειτουργούσα, ότι προσέφερα κάτι ουσιαστικό στον κόσμο και ταυτόχρονα ότι έπαιρνα πολλά από την τέχνη μου. Με βοήθησε να ξεδιπλωθώ, σαν άνθρωπος και σαν ηθοποιός, να αναγνωρίσω τον εαυτό μου, τα καλά και τα κακά σημεία μου. Πράγματα ακαθόριστα μέσα μου πήραν μια συγκεκριμένη μορφή. Πιστεύω ότι έγινα καλύτερος σαν άνθρωπος αυτά τα χρόνια της δημιουργίας. Τα καλοκαίρια, που έπαιζα καμιά φορά σε άλλους θιάσους, γιατί ο δικός μας έκλεινε, αισθανόμουνα σαν το ψάρι έξω από το νερό. Στεναχωριόμουν βλέποντας την τσαπατσουλιά και την προχειρότητα και περίμενα σαν το διψασμένο που φτάνει στην όαση να έρθει ο Οκτώβρης και να ξαναδουλέψω με τον Μουσούρη». Η μακρά θεατρική του καριέρα σφραγίστηκε από την έμφυτη ευγένειά του και όπως λεγόταν πίσω από τους κουίντες, ο Ξενίδης δεν είχε τσακωθεί ποτέ με κανέναν. Μελετηρός ηθοποιός και ταγμένος στο σανίδι, κόμισε κάτι από τη σεμνότητα και την αρχοντιά του στους ρόλους που ερμήνευσε. Μεγάλες θεατρικές επιτυχίες έζησε και όψιμα, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, δίπλα στον Τάκη Χορν, αφήνοντας παρακαταθήκη ερμηνείες που λάτρεψε το θεατρόφιλο κοινό. Ο Ξενίδης βραβεύτηκε από το Θεατρικό Μουσείο για τη συνολική προσφορά του στο θέατρο με το έπαθλο «Αιμίλιος Βεάκης». Αλλά και στο σινεμά έκανε το ντεμπούτο του νωρίς, ήδη από το 1953, στην ταινία «Το τραγούδι του πόνου», γεννώντας ένα φαινόμενο στην κατηγορία του καρατερίστα ηθοποιού που θα ξεδιπλωθεί σε περισσότερα από 70 φιλμ. Αν πρέπει να ξεχωρίσουμε μια χούφτα από τις ερμηνείες του, θα μνημονεύαμε τους ρόλους τους στα «Ο Ηλίας του 16ου» (1959), «Περάστε την Πρώτη του Μηνός» (1965), «Το Κοροϊδάκι της Δεσποινίδος» (1960), «Ο Ρωμιός Έχει Φιλότιμο» (1968), «Χριστίνα» (1960), «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα» (1965), «Μοντέρνα Σταχτοπούτα» (1965), «Η Κόρη μου η Σοσιαλίστρια» (1966), «Ο Στρίγγλος Που Έγινε Αρνάκι» (1967) και τόσες ακόμα. Ο κλασικός αυτός ρολίστας, πέρα από τους καθιερωμένους ρόλους του, συνήθιζε να προλογίζει και ταινίες, καθώς η φωνή του παραήταν αναγνωρίσιμη. Ποιος μπορεί εξάλλου να τον ξεχάσει δίπλα στην αξέχαστη Γεωργία Βασιλειάδου στην «Ωραία των Αθηνών» (1954); Ο Ξενίδης συνεργάστηκε ιδιαίτερα με τον Θανάση Βέγγο, τόσο στους ξεκαρδιστικούς «Αστροναύτες για δέσιμο», όσο και στα «Ποιος Θανάσης» (1969) και «Θου Βου, Επιχείρησις Γης Μαδιάμ» (1969), δίνοντας άλλο ένα ρεσιτάλ ερμηνειών.
Αλλά και με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα έπαιξε πολύ («Γεροντοκόρος», «Πατέρα κάτσε φρόνιμα», «Ο στρίγκλος που έγινε αρνάκι» κ.ά.), όπως και με τον Χατζηχρήστο. Η υποκριτική του δεινότητα αποδείχτηκε και σε δραματικά έργα, μεταξύ των οποίων τα «Παπαφλέσσας», «Μαντώ Μαυρογένους», «Υποβρύχιο Παπανικολής» κ.ο.κ. Ο στρατιωτικός, συμβολαιογράφος, γείτονας ή φίλος των πρωταγωνιστών τυποποιήθηκε σε δεύτερους ρόλους, παραμένοντας πάντως χαρακτηριστικότατη φυσιογνωμία του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Και βέβαια έφτασε και στον πολυπόθητο πρωταγωνιστικό ρόλο δίπλα στη Ρένα Βλαχοπούλου: ο Ξενίδης είναι το πρώτο αντρικό όνομα στη «Βουλευτίνα» (1966), όπου ενσαρκώνει τον αιώνιο υποψήφιο βουλευτή που επιμένει να κατεβαίνει στις εκλογές παρά τις συνεχείς ήττες του!
Ο Ξενίδης ήταν από τους ηθοποιούς που πέρασε αρμονικά και στον νέο ελληνικό κινηματογράφο, αφήνοντας κι εκεί το στίγμα του. Η ερμηνεία του μάλιστα στο μοναδικό «Ταξίδι του μέλιτος» του Πανουσόπουλου τιμήθηκε με βραβείο Α΄ Ανδρικού Ρόλου. Πέρα από τον κινηματογράφο, ο Ξενίδης μέτρησε και μια ιδιαιτέρως έντονη τηλεοπτική δραστηριότητα. Και εδώ έχουμε τον ιδιαίτερο «Αστυνόμο Μπέκα» του Γιάννη Μαρή παρακαταθήκη! Το σίριαλ άρχισε να προβάλλεται στην ΕΡΤ το 1979 και έγραψε τη δική του χρυσή σελίδα στην ελληνική τηλεόραση, συστήνοντάς μας τον Ξενίδη ως έλληνα Σέρλοκ Χολμς που με το κοστούμι και τη ρεπούμπλικά του εξιχνίαζε απανωτά τα εγκλήματα με το σλόγκαν «Η ελευθερία της σκέψης είναι η ζωή της ψυχής. Είμαστε οι επιλογές μας».
Επιπλέον, έπαιξε σε πολλές ακόμα αξέχαστες επιτυχίες του τηλεοπτικού μας παρελθόντος, όπως «Ο συμβολαιογράφος» (1979), «Το μυστικό του Άρη Μπονσαλέντη» (1990-1991), το «Πάρκινγκ» κ.ά.
Στις τελευταίες του δουλειές περιλαμβάνονται οι ταινίες «Ο ασυμβίβαστος» (1979), το «Ελευθέριος Βενιζέλος: 1910-1927» (1989), «Ο χρόνος επιστρέφει» (1989) και «Γραφείο ιδεών» (1989), αλλά και η υπέροχη «Λούφα και Παραλλαγή» (1984), όπου υποδύθηκε τον θρυλικό συνταγματάρχη του στο έπος του Περάκη. Και βέβαια ο μεγάλος τυπίστας άφησε το στίγμα του και στο ελληνικό ραδιόφωνο, κυρίως μέσα από τη ραδιοφωνική εκπομπή του Πρετεντέρη «Ο θυρωρός».
Τελευταία χρόνια
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 ο Ξενίδης άρχισε να αποσύρεται σιγά σιγά από τη μεγάλη οθόνη, καθώς οι δουλειές του ήταν πια πιο επιλεκτικές. Τελευταία εμφάνισή του στο σανίδι ήταν με τον Νίκο Κούρκουλο το 1987. Ο Ξενίδης ήταν παντρεμένος με την επίσης ηθοποιό Μαργαρίτα Λαμπρινού, με την οποία έπαιξαν μαζί σε αρκετές δουλειές (όπως στο «Χαρούμενο ξεκίνημα» (1954) αλλά και στη «Λούφα και Παραλλαγή»). Οι δυο τους γνωρίστηκαν στο κρατικό ραδιόφωνο, αν και έκτοτε έζησαν τη δική τους ερωτική περιπέτεια. Όπως τη θυμόταν ο Ξενίδης: «Η ιστορία μας μοιάζει με παραμύθι. Με τη Μαργαρίτα παντρευτήκαμε το 1955 για πρώτη φορά, χωρίσαμε το 1956 και ξανασμίξαμε στο δεύτερο γάμο μας, το 1976, την εποχή που έφυγα από τη Φιλαδέλφεια και πήγα στο Φάληρο, που έμενε η γυναίκα μου». Στα τελευταία του χρόνια, το ζευγάρι αποσύρθηκε στο Γηροκομείο της Αθήνας, καθώς ο Ξενίδης είχε υποστεί εγκεφαλικά επεισόδια και υπέφερε πια από καρδιαγγειακά προβλήματα. Ο μεγάλος μας ηθοποιός άφησε την τελευταία του πνοή στις 2 Νοεμβρίου 2008…
«Εγώ είμαι στρατιωτικός και τα λέω τσεκουράτα», είναι ίσως η ατάκα του που θα θυμόμαστε για πάντα. Και ήταν μάλιστα και το σλόγκαν της ζωής του, καθώς ήταν άνθρωπος αληθινός που έλεγε πάντα τα πράγματα με το όνομά τους… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr