Στις εκλογές που θα πραγματοποιηθούν στις 21 Μαΐου, στο ενδεχόμενο διακυβέρνησης αλλά και στο μέλλον της χώρας εστίασε κατά τη διάρκεια συνέντευξής του την Τρίτη (25/4) ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία Αλέξης Τσίπρας.
«Δεν υπάρχει ο κίνδυνος της χρεοκοπίας των τραπεζών, υπάρχει ο κίνδυνος της χρεοκοπίας των νοικοκυριών» διαμήνυσε μιλώντας στον Alpha και την εκπομπή της Σταματίνας Τσιμτσιλή «Happy Day».
«Ο ΣΥΡΙΖΑ και ξέρει και μπορεί» είπε ο Αλέξης Τσίπρας απαντώντας έτσι στο ερώτημα γιατί ο κόσμος να εμπιστευτεί το κόμμα του. «Δεν αρκεί μόνο να είσαι άφθαρτος και διαφορετικός όταν θες να κυβερνήσεις τη χώρα και η εμπειρία είναι πολύ χρήσιμη, γιατί ο κόσμος θέλει αλλαγή και σιγουριά» σημείωσε.
Ο Αλέξης Τσίπρας, πρόσθεσε ότι έχει την εμπειρία διακυβέρνησης της χώρας «στις πιο δύσκολες στιγμές της ιστορίας της» και ότι κατάφερε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ να βγάλει τη χώρα απ’ τα μνημόνια και να ρυθμίσει το χρέος, όμως «ήρθε η κυβέρνηση Μητσοτάκη, υπήρξαν προσδοκίες ότι τα πράγματα θα πάνε καλύτερα δεν πήγαν όμως καλύτερα». Σημείωσε πως το συναίσθημα που συναντά όπου βρίσκεται είναι ότι υπάρχει μεγάλη δυσαρέσκεια, υπάρχει κόσμος που αισθάνεται ότι οι προσδοκίες του διαψεύστηκαν, όπως η μεσαία τάξη, και άλλοι που στοχοποιήθηκαν, όπως οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι».
Τσίπρας για Μητσοτάκη: Γιατί να μην έρθεις σε ανοικτό ουσιαστικό διάλογο; Τι φοβάται;
Ερωτηθείς γιατί επιμένει να γίνει ντιμπέιτ και μεταξύ του ίδιου με τον κ. Μητσοτάκη, είπε ότι «το δίλημμα της κάλπης ”Τσίπρας ή Μητσοτάκης” το έβαλε ο κ. Μητσοτάκης και όταν βάζεις αυτό το δίλημμα πρέπει να είσαι ανοικτός να συγκριθείς με αυτόν που θεωρείς ότι είναι ο βασικός σου αντίπαλος». Πρόσθεσε ότι ο ίδιος ως πρωθυπουργός είχε προτείνει ντιμπέιτ και τότε μόνο μεταξύ τους, με τον κ. Μεϊμαράκη και αυτό είχε ωφελήσει τον πολιτικό διάλογο. Γιατί, όπως πρόσθεσε, οι πολίτες θέλουν να δουν τις προτάσεις και τον πολιτικό λόγο.
Σχολίασε ότι και ο Μακρόν με την Λεπέν είχαν ανοικτό διάλογο, όχι στημένο ντιμπέτι, σημειώνοντας ότι «ο κ. Μητσοτάκης το αρνήθηκε το 2019 και το αρνείται και τώρα». «Προφανώς και να πάμε όλοι μαζί να κουβεντιάσουμε αλλά συνήθως, ειδικά με αυτούς τους αυστηρούς όρους αυτές οι συζητήσεις ειναι και λίγο ‘σούπα’ και δεν καταλαβαίνει κι ο κόσμος πολλά πράγματα», συνέχισε. «Γιατί να μην έρθεις σε ανοικτό ουσιαστικό διάλογο, όχι αντιπαράθεση με την έννοια της σύγκρουσης στα μαρμαρένια αλώνια, διάλογο να καταλάβει ο κόσμος τις θέσεις μας; Τι φοβάται;», είπε.
Ο Αλέξης Τσίπρας αναρωτήθηκε πως ο κ. Μητσοτάκης, «που θέλει να λέει ότι έχει ευρωπαϊκό προφίλ», δαιμονοποιεί τις κυβερνήσεις συνεργασίας, που γίνονται σε όλη την Ευρώπη.
Ερωτηθείς για τις θέσεις του ΜέΡΑ25 και του Γιάννη Βαρουφάκη κι αν αυτές επηρεάζουν ενδεχόμενη συνεργασία, ο κ. Τσίπρας είπε ότι δεν γνωρίζει ποιο είναι το πρόγραμμα και τι ακριβώς έχει πει ο κ. Βαρουφάκης.
Τόνισε ότι «οι κυβερνήσεις συνεργασίας γίνονται σε προγραμματική βάση συμφωνημένη, δεν μπορεί σε καμία κυβέρνηση συνεργασίας αυτός που θα έχει 3% ή 4% να είναι βάλει τους όρους του, είναι αστείο». Υπογράμμισε ότι «εμείς απευθύνουμε ανοικτό κάλεσμα σε όλες τις προοδευτικές δυνάμεις να δημιουργήσουμε μια κυβέρνηση μακράς πνοής, πλατιάς συνεργασίας και ισχυρής απήχησης στην κοινωνία στη βάση προγράμματος που θα έχει συμφωνηθεί». Ανέφερε ότι «δεν θέλω εκ των προτέρων να αποκλείσω κανέναν» και ότι «υπάρχουν πολλοί τρόποι να στηριχτεί μια κυβέρνηση είτε με τη συμμετοχή κάποιου σε αυτή είτε με την ανοχή του».
«Πριν από τέσσερις μέρες ήμουν με τον Καγκελάριο Σολτς, πιστεύετε ότι με δέχτηκε για να συζητήσουμε για την προοπτική μιας προοδευτικής κυβέρνησης στη χώρα αν νόμιζε ότι στόχος μας είναι να υιοθετήσουμε τέτοιες προτάσεις; Είναι νομίζω αστείο» επεσήμανε, όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
«Αντιδράσαμε ακαριαία για την υπόθεση Γεωργούλη
Ερωτηθείς για την υπόθεση Γεωργούλη, ο Αλέξης Τσίπρας είπε ότι ήταν πολύ δυσάρεστο γεγονός και πως «μόλις το πληροφορηθήκαμε αντιδράσαμε ακαριαία, σκληρά και σωστά, γιατί σε αυτές τις περιπτώσεις και ιδιαίτερα σε μια κοινωνία που τα φαινόμενα έμφυλης βίας είναι πολύ έντονα και είναι μια πατριαρχική κοινωνία, δεν μπορεί να κρατάμε ίσες αποστάσεις».
«Βεβαίως ο κ. Γεωργούλης και ο καθένας έχει το δικαίωμα να κριθεί από την δικαιοσύνη, αλλά δεν μπορούμε να κρατάμε ίσες αποστάσεις, γι’ αυτό και αποπέμφθηκε αμέσως, γι’ αυτό και βγήκα αμέσως να πω ότι είμαστε με το θύμα και όχι με τον θύτη» τόνισε και πρόσθεσε μεταξύ άλλων ότι «το θύμα, η καταγγέλλουσα είπε ότι δεν το ήξερε ούτε η οικογένειά της, είναι δυνατόν να μην το ήξερε η οικογένειά της, το κόμμα στο οποίο συμμετέχει και να το ξέραμε εμείς; Είναι αδιανόητο ακόμα και να το σκεφτεί κανείς αυτό, όπως είναι αδιανόητο να σκεφτεί ότι θα μπορούσε να ξέρεις κάτι τόσο βαρύ και να το κρατάς». Υπογράμμισε ότι «η κυρίαρχη αντίληψη -που δίνουμε μάχη να ξεπεράσουμε- είναι ότι μόλις βλέπουμε μία γυναίκα να καταγγέλλει λέμε “γιατί τώρα;”. Γιατί έτσι! Γιατί όποτε θέλει, αρκεί να την ενθαρρύνουμε να το κάνει».
Ερωτηθείς σχετικά με την απόφαση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ να εκπροσωπούνται οι γυναίκες στο 50% των ψηφοδελτίων του, τόνισε πως η λεγόμενη «ισόποση εκπροσώπηση του φύλου» είναι μια «καινοτομία» που πρώτη φορά στην Ελλάδα υιοθετεί ένα κόμμα, ενώ στο εξωτερικό το έχουν κάνει άλλα προοδευτικά κόμματα. «Νομίζω πως ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει η χώρα, όχι μόνο την επόμενη τετραετία, τις επόμενες δεκαετίες είναι το δημογραφικό, η γήρανση. Γερνάμε. Αν δεν στηρίξουμε λοιπόν τη γυναίκα, αν δεν αισθανθεί ασφάλεια η εργαζόμενη γυναίκα, αν δεν δώσουμε τη δυνατότητα στις γυναίκες να έχουν άδεια μητρότητας ακόμη κι αν είναι αυτοαπασχολούμενες ή στον ιδιωτικό τομέα και επίδομα μητρότητας, αν δεν αυξήσουμε το επίδομα τέκνου και δεν το μεταφέρουμε στη γυναίκα, όχι στο παιδί, μέχρι τα 24 για να αισθάνεται μια ασφάλεια, εάν δεν διαμορφώσουμε τις συνθήκες ώστε τα νέα ζευγάρια να έχουν τη στέγη τους και για τα παιδιά τους βρεφονηπιακούς σταθμούς, δε δημιουργήσουμε δηλαδή συνθήκες ασφάλειας για τη μητρότητα, για τη μητέρα, για τη γυναίκα, για την εργαζόμενη γυναίκα, νομίζω δε θα λύσουμε το δημογραφικό πρόβλημα», είπε χαρακτηριστικά, προσθέτοντας πως αυτό συνδέεται και με μια σειρά άλλων πολιτικών, όπως την ένταξη των μεταναστών που ζουν χρόνια στην Ελλάδα.