Είναι αλήθεια ότι οι σχέσεις Ελλάδας – Γερμανίας τα τελευταία χρόνια παρουσίαζαν τρία «αγκάθια»: το πάγιο ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων, την σκληρή στάση της Γερμανίας κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης και την πολιτική των «ίσων αποστάσεων» μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Αν και το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων παραμένει ανοιχτό, σήμερα η Γερμανική Κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι τα χρόνια των Μνημονίων απαιτήθηκαν μεγάλες και σκληρές θυσίες από τους Έλληνες πολίτες. Παράλληλα εκφράζει τον θαυμασμό της για το μεγάλο μεταρρυθμιστικό έργο της Κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη, δηλώνοντας πως αποτελεί «παράδειγμα προς μίμηση» ακόμη και για την Γερμανία.
Εκεί όμως που παρατηρείται στροφή «180 μοιρών» είναι στο ζήτημα της Τουρκίας, όπου η περίπου ουδέτερη στάση αντικαθίσταται με ξεκάθαρες τοποθετήσεις υπέρ της Ελλάδας.
Η αλλαγή στάσης ξεκίνησε μετά την ενημέρωση που παρείχε τον Μάιο ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στον ομόλογό του Όλαφ Σολτς, για την έξαρση των τουρκικών προκλήσεων και το περιεχόμενο του χάρτη της «Γαλάζιας Πατρίδας». Ακολούθησε ανακοίνωση της Καγκελαρίας που ζητούσε τον τερματισμό των παραβιάσεων του Ελληνικού Εναέριου Χώρου και δήλωνε πως δεν αποδέχεται «να αμφισβητείται η ακεραιότητα της Ελλάδας.»
Ακολούθησε η άμεση αντίδραση του Γερμανού Πρέσβη στην Αθήνα για τον «χάρτη Μπαχτσελί», ο οποίος χαρακτήρισε «απαράδεκτη» κάθε αμφισβήτηση της εδαφικής ακεραιότητας και κυριαρχίας της Ελλάδας.
Οι δε πρόσφατες δηλώσεις της Γερμανίδας Υπουργού Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ, αποτελούν – έως τώρα – την κορύφωση της νέας γερμανικής στάσης. Κατά την επίσκεψή της στην Αθήνα ξεκαθάρισε ότι «κανείς δεν έχει το δικαίωμα να αμφισβητήσει» ότι τα Ελληνικά νησιά είναι Ελληνικό έδαφος, ενώ υπογράμμισε ότι η Γερμανική Κυβέρνηση «δεν θα επιτρέψει να υπάρξει καμία αμφιβολία ότι στεκόμαστε αλληλέγγυοι στο πλευρό της Ελλάδας προς όφελος ολόκληρης της ευρωπαϊκής οικογένειας».
Συνεχίζοντας την επίσκεψή της στην Κωνσταντινούπολη υπεραμύνθηκε των δηλώσεών της υπέρ της Ελλάδας, όταν ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου εκτίμησε ότι το Βερολίνο έχει πέσει θύμα της Ελληνικής και Κυπριακής «προπαγάνδας και προβοκάτσιας».
Αυτή η στάση της Υπουργού έτυχε θερμής επιδοκιμασίας από τον Πρόεδρο της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων του Γερμανικού Κοινοβουλίου, Μίχαελ Ροτ, ο οποίος σε ανάρτησή του στα κοινωνικά δίκτυα αναρωτήθηκε, «ποιον άλλο θα μπορούσε να στηρίξει η Γερμανία, παρά τον Ευρωπαίο εταίρο της, την Ελλάδα».
Η εντυπωσιακή γερμανική «αλλαγή πλεύσης» βασίζεται σε δύο πυλώνες. Αποτελεί προφανώς αποτέλεσμα της διαρκούς ενημέρωσης και διεθνοποίησης της τουρκικής προκλητικότητας που πραγματοποιεί συγκροτημένα και επισταμένα η Ελληνική Κυβέρνηση. Αλλά και διότι στην ΕΕ, έχει καταστεί πλέον σαφές ότι η Τουρκία δεν σέβεται το Διεθνές Δίκαιο και τις Διεθνείς Συνθήκες, ότι δεν διστάζει να εργαλειοποιήσει πρόσφυγες και μετανάστες για να εκβιάσει την ΕΕ, ενώ όλοι βλέπουν ότι έχει υιοθετήσει τον «αναθεωρητισμό» ως επίσημη ρητορική!
Ακριβώς, οι κίνδυνοι και οι συνέπειες της αναθεωρητικής πολιτικής αποτελούν τον δεύτερο πυλώνα. Η Γερμανία βιώνει έντονα τις συνέπειες της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, αφού έχει μεγάλη εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο. Παράλληλα την περασμένη 20ετία οι δύο χώρες ανέπτυξαν ισχυρούς οικονομικούς δεσμούς, οι οποίοι πάγωσαν εξαιτίας των έξι πακέτων κυρώσεων που έχει επιβάλλει η ΕΕ στην Ρωσία.
Η Γερμανία συνειδητοποιεί σήμερα πόσο κρίσιμη είναι η προστασία της ΕΕ από αναθεωρητικές πρακτικές, σημείο στο οποίο ταυτίζεται απολύτως με την Ελλάδα. Το Βερολίνο δίνει πλέον έμφαση στην αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών – μελών της ΕΕ, στην προστασία των εξωτερικών της συνόρων, στην σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή και στην ενότητα τόσο εντός της ΕΕ όσο και του ΝΑΤΟ.
Μία στάση που διακαώς επιζητούσε η Ελλάδα εδώ και χρόνια, γίνεται πράξη.