«Η κυβέρνηση ούτε μπορεί ούτε θέλει να λάβει τα κρίσιμα μέτρα που θα προστατεύσουν τους εργαζόμενους, τα νοικοκυριά, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Η κοινωνική αναγκαιότητα επιβάλλει το αίτημα της πολιτική αλλαγής», δήλωσε η Έφη Αχτσιόγλου μιλώντας στην ΕΡΤ1.
«Το πρόβλημα της ακρίβειας είναι μείζον, ο εναρμονισμένος δείκτης πληθωρισμού φτάνει στο 10,7% σύμφωνα με τη Eurostat-αρκετά πιο πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης- και ο εθνικός δείκτης αναμένεται ψηλότερα», πρόσθεσε, σημειώνοντας ότι «η κυβέρνηση έχει μεγάλη ευθύνη για τον τρόπο διαχείρισης της κατάστασης, διότι επί 9 μήνες δείχνει σοβαρή αδράνεια, χωρίς κρίσιμες ρυθμιστικές παρεμβάσεις στον πυρήνα του προβλήματος και χωρίς φορολογικές παρεμβάσεις για την ελάφρυνση των πολιτών» επεσήμανε.
Η κ. Αχτσιόγλου τόνισε επίσης ότι «επιμένουμε στην ανάγκη να επιβληθεί πλαφόν στη χονδρική και λιανική τιμή του ρεύματος και πλαφόν στα κέρδη των εταιρειών ενέργειας, που σωρεύουν υπερκέρδη όλη αυτή την περίοδο.Μία παρέμβαση που δεν έχει δημοσιονομικό βάρος και η κυβέρνηση δεν την κάνει», επίσης, «χρειάζονται δημοσιονομικές παρεμβάσεις, με μείωση του ΕΦΚ στα καύσιμα και του ΦΠΑ στα τρόφιμα, που θα βοηθούσαν ουσιωδώς την καθημερινότητα της πλειονότητας των πολιτών», όμως «η κυβέρνηση κάνει επιλογές διάθεσης δημοσιονομικού χώρου που ευνοούν ελάχιστους».
Υπογράμμισε, παράλληλα, πως «αρχικά η κυβέρνηση υποτίμησε την έκταση του προβλήματος και εν συνεχεία προσέτρεχε στην Ευρώπη για να ζητήσει την παρέμβασή της. Το κάθε κράτος πρέπει πρώτα να λαμβάνει μέτρα προστασίας στο εσωτερικό του και οι αποφάσεις της ΕΕ έρχονται επικουρικά».
Για την πολιτική της κυβέρνησης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ανέφερε ότι «είναι στρατηγική επιλογή της ΝΔ η υποβάθμιση του δημόσιου πανεπιστημίου» και «το τελευταίο διάστημα έχει επιλέξει την όξυνση και την επιβολή βίας στο εσωτερικό του πανεπιστημίου, για ζητήματα που θα έπρεπε να διευθετεί η πανεπιστημιακή κοινότητα με ελευθερία και δημοκρατία στο εσωτερικό της», μάλιστα «νομιμοποίησε τον σοβαρό τραυματισμό ενός φοιτητή από αστυνομικό και θέτει ψεύτικα διλήμματα, προσπαθώντας να τροφοδοτήσει ένα συντηρητικό ακροατήριο και οδηγώντας τα πράγματα σε πολύ επικίνδυνες ατραπούς».
Καταλήγοντας, η κ. Αχτσιόγλου επισήμανε ότι «διαφωνούμε με την αποστολή πολεμικού υλικού που εμπλέκει τη χώρα στην πρώτη γραμμή του πολέμου στην Ουκρανία» και σημείωσε πως «η κυβέρνηση δεν έχει μία συγκροτημένη εξωτερική πολιτική, η οποία θα μας επιτρέπει να έχουμε επαφές σε διάφορα επίπεδα και όχι πρόσδεση και απόλυτη αφοσίωση στο άρμα των ΗΠΑ, όπου τους εκχωρούμε σχεδόν τα πάντα χωρίς να λαμβάνουμε απ’ ό,τι φαίνεται τίποτα με όρους απτών αποτελεσμάτων».