Την εκτίμηση ότι το κόστος για τους δανειστές αν δεν υπάρξει συμφωνία της Ελλάδας με τους εταίρους θα ανέλθει σε ένα τρισεκατομμύριο ευρώ, εκφράζει ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Δημήτρης Παπαδημούλης σε συνέντευξή του στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Όπως σημειώνει, «η συμφωνία είναι μονόδρομος όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για τους δανειστές, γιατί το κόστος μιας μη συμφωνίας και για την πλευρά των δανειστών θα είναι τουλάχιστον ένα τρισεκατομμύριο ευρώ και μια τεράστια αβεβαιότητα καθώς θα έβαζε όχι μόνο την Ευρωζώνη αλλά και την παγκόσμια οικονομία σε αχαρτογράφητα νερά. Οι αποστάσεις που χωρίζουν τις δυο πλευρές είναι για τα επόμενα χρόνια της τάξης του ενός ή των δυο δισεκατομμυρίων. Αν συγκρίνει κανείς αυτές τις αποστάσεις με το ένα τρισεκατομμύριο ευρώ καταλαβαίνει γιατί τελικά θα οδηγηθούμε σε συμφωνία».
«Το ζητούμενο όμως αυτή την ώρα είναι να στηριχθεί η προσπάθεια της κυβέρνησης και προσωπικά του πρωθυπουργού για μια συμφωνία που να εξασφαλίζει μια βιώσιμη αναπτυξιακή προοπτική για την ελληνική οικονομία και κοινωνία, να θάβει οριστικά βαθιά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας τα σενάρια περί GREXIT και να ανοίγει, να δίνει μια βιώσιμη λύση στο θέμα του ολοφάνερα μη βιώσιμου ελληνικού δημόσιου χρέους», προσθέτει ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ.
Αναφερόμενος στις θέσεις των δανειστών, ο κ. Παπαδημούλης χαρακτηρίζει «ακραίες» και «παράλογες» τις προτάσεις τους για αύξηση κατά 10 μονάδες του ΦΠΑ στο ηλεκτρικό ρεύμα, αλλά και την κατάργηση του ΕΚΑΣ. Σημειώνει ,πάντως, ότι από την πλευρά των θεσμών δεν έχει σταλεί κανένα τελεσίγραφο προς την ελληνική κυβέρνηση του τύπου «το παίρνεις ή φεύγεις» και ως εκ τούτου θεωρεί ότι «μπορούν να επιτευχθούν οι αναγκαίες συγκλίσεις που θα οδηγήσουν σε μια κοινά αποδεκτή συμφωνία».
«Αυτή τη στιγμή προέχει η επιτυχής έκβαση της σκληρής διαπραγμάτευσης που διεξάγει η ελληνική κυβέρνηση, και εκτιμώ ότι εάν υπάρξει συμφωνία με την υπογραφή Τσίπρα και θετική εισήγηση εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης, αυτή η συμφωνία θα στηριχθεί και από τον ΣΥΡΙΖΑ και από την υπάρχουσα κοινοβουλευτική πλειοψηφία» αναφέρει ο Δ. Παπαδημούλης, για να προσθέσει ότι «η εντολή της ελληνικής κυβέρνησης και από τον ελληνικό λαό είναι η επίτευξη της καλύτερης δυνατής λύσης εντός ευρωζώνης και όχι μια τυφλή ρήξη με επιστροφή στο εθνικό νόμισμα».
Ακολουθεί η συνέντευξη του Δ. Παπαδημούλη:
Μετά τα κείμενα της ελληνικής κυβέρνησης και το κείμενο των θεσμών που τελικά δόθηκαν στη δημοσιότητα, υπάρχει αγωνία τόσο σε Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη για το αν είμαστε κοντά ή μακριά από μια συμφωνία. Και όπως λένε οι πολιτικοί αναλυτές σήμερα δυο είναι τα ενδεχόμενα: ή οι δυο πλευρές θα εμείνουν στις θέσεις τους οπότε είναι ορατός ο κίνδυνος της ρήξης ή ότι τελικά θα υπάρξει μια προσέγγιση μεταξύ των δυο πλευρών στην κατεύθυνση ενός πολιτικού συμβιβασμού. Ποια είναι η άποψή σας;
Η ρήξη δεν συμφέρει κανέναν γιατί το κόστος της είναι τεράστιο, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για τους δανειστές. Όλες οι πλευρές επιθυμούν λύση και αυτήν την ώρα εντείνονται διεργασίες και προετοιμασία προκειμένου να υπάρξει αυτή η κοινά αποδεκτή λύση με συγκερασμό των απόψεων εκεί που παραμένουν οι διαφορές. Έχω την εντύπωση ότι καμία πλευρά δεν επιθυμεί τη ρήξη. Η ελληνική κυβέρνηση εξ όσων αντιλαμβάνομαι επιμένει και πολύ σωστά στη μη αποδοχή ακραίων και παράλογων προτάσεων, όπως η αύξηση του ΦΠΑ στο ηλεκτρικό ρεύμα ή η κατάργηση του ΕΚΑΣ, αλλά και από την πλευρά των δανειστών δεν έχει τεθεί κάποιο τελεσίγραφο του τύπου take it or living. Επομένως, εκτιμώ ότι έχοντας εξασφαλίσει μια σύγκλιση σε χαμηλά πρωτογενή πλεονάσματα για τα χρόνια 15 και 16 μπορούν να επιτευχθούν οι αναγκαίες συγκλίσεις που θα οδηγήσουν σε μια κοινά αποδεκτή συμφωνία με νοικοκυρεμένα δημόσια οικονομικά, αλλά και με μια στροφή της ελληνικής οικονομίας προς μια βιώσιμη ανάπτυξη. Το κρίσιμο θέμα είναι μέσα στις επόμενες μέρες οι δανειστές να ικανοποιήσουν το απολύτως λογικό αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης για μια δέσμευση για τη βιωσιμότητα του χρέους. Και είμαι αισιόδοξος ότι στο ανώτατο πολιτικό επίπεδο -ενόψει και της συνάντησης Τσίπρα, Μέρκελ, Ολάντ την Τετάρτη- θα μπορούμε να ελπίζουμε σε μια θετική εξέλιξη. Μέχρι τότε ήδη απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι όλες οι πλευρές ξαναγράφουν και ξαναβλέπουν τις προτάσεις τους έτσι ώστε να γεφυρωθούν οι αποστάσεις.
Είστε αισιόδοξος ότι τελικά θα έχουμε συμφωνία. Υπάρχουν κινήσεις βέβαια στο παρασκήνιο, αλλά επίσημα η απόσταση που χωρίζει τις δυο πλευρές με τις θέσεις που προβλήθηκαν και από πλευράς των θεσμών και από πλευράς της ελληνικής κυβέρνησης είναι τεράστια.
Στην κορύφωση των διαπραγματεύσεων, κ. Κανιάρη, είναι λογικό κάθε πλευρά να επιδιώκει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα γι’ αυτήν, και αναπτύσσεται και μια δημόσια ρητορική που εξυπηρετεί διαπραγματευτικές σκοπιμότητες. Για όσους, όμως, βλέπουν ψύχραιμα και ψυχρά τη δυναμική των πραγμάτων, η συμφωνία είναι μονόδρομος, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για τους δανειστές, γιατί το κόστος μιας μη συμφωνίας και για την πλευρά των δανειστών θα είναι τουλάχιστον ένα τρισ. ευρώ και μια τεράστια αβεβαιότητα, καθώς θα έβαζε όχι μόνο την Ευρωζώνη αλλά και την παγκόσμια οικονομία σε αχαρτογράφητα νερά. Οι αποστάσεις που χωρίζουν τις δυο πλευρές είναι για τα επόμενα χρόνια της τάξης του ενός ή των δυο δισεκατομμυρίων. Αν συγκρίνει κανείς αυτές τις αποστάσεις με το ένα τρισεκατομμυρίο καταλαβαίνει γιατί τελικά θα οδηγηθούμε σε συμφωνία. Το ζητούμενο όμως αυτή την ώρα είναι να στηριχθεί η προσπάθεια της κυβέρνησης και προσωπικά του πρωθυπουργού για μια συμφωνία που να εξασφαλίζει μια βιώσιμη αναπτυξιακή προοπτική για την ελληνική οικονομία και κοινωνία, να θάβει οριστικά βαθιά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας τα σενάρια περί GREXIT και να ανοίγει, να δίνει μια βιώσιμη λύση στο θέμα του ολοφάνερα μη βιώσιμου ελληνικού δημόσιου χρέους.
Και μια τελευταία ερώτηση. Υπάρχει μια αμφισβήτηση στο εσωτερικό της Ελλάδας και από βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ για τις προτάσεις στο ελληνικό σχέδιο. Ειδικότερα η κριτική επικεντρώνεται στις μετατάξεις μιας μεγάλης γκάμας τροφίμων στον υψηλό συντελεστή, τα βιομηχανοποιημένα τρόφιμα, και κατά δεύτερο στο θέμα του συνταξιοδοτικού, δηλαδή στο κομμάτι εκείνο που αφορά εκείνους οι οποίοι δεν έχουν συμπληρώσει τα 62 χρόνια και οι οποίοι θα βρεθούν προ εκπλήξεων. Από ορισμένες μάλιστα πλευρές λένε ότι το σχέδιο των θεσμών μπορεί να είναι πολύ κακό, αλλά και οι ελληνικές προτάσεις έχουνε βάρη για τον ελληνικό λαό. Ποια είναι η άποψή σας;
Η άποψή μου είναι ότι αυτή τη στιγμή προέχει η επιτυχής έκβαση της σκληρής διαπραγμάτευσης που διεξάγει η ελληνική κυβέρνηση και εκτιμώ ότι εάν υπάρξει συμφωνία με την υπογραφή Τσίπρα και θετική εισήγηση εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης, αυτή η συμφωνία θα στηριχθεί και από τον ΣΥΡΙΖΑ και από την υπάρχουσα κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Τώρα προέχει η επίτευξη της καλύτερης δυνατής συμφωνίας. Μετά θα έχουμε όλο τον καιρό να την αξιολογήσουμε, αλλά να αξιολογήσουμε και τις άλλες εναλλακτικές που θα διατυπωθούν. Υπενθυμίζω όμως ότι η εντολή της ελληνικής κυβέρνησης και από τον ελληνικό λαό είναι η επίτευξη της καλύτερης δυνατής λύσης εντός ευρωζώνης και όχι μια τυφλή ρήξη με επιστροφή στο εθνικό νόμισμα.