«Ο κορονοϊός δεν… τρόμαξε από τις προβλέψεις του κ. Μητσοτάκη για το οριστικό του τέλος στις αρχές του 2022. Η κυβέρνηση δείχνει πως δεν μπορεί ή δε θέλει να διδαχθεί από τα λάθη της. Εάν είχε εφαρμόσει έγκαιρα τις προτάσεις μας, ένα μέρος τουλάχιστον αυτής της τραγωδίας θα είχε αποφευχθεί» τονίζει η γραμματέας της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία Όλγα Γεροβασίλη με συνέντευξή της στην εφημερίδα «Δημοκρατική Φωνή» και προσθέτει πως «δεν μπορεί να περιμένει ούτε ώρα η εκκίνηση μιας σοβαρής πανελλαδικής εκστρατείας για πρώτη και τρίτη δόση εμβολίου με τη συνδρομή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των άλλων τοπικών φορέων.
Πρέπει άμεσα να προσληφθούν οι 800 και πλέον ιατροί που περιμένουν στις λίστες ένταξης στο ΕΣΥ. Οι δομές πρωτοβάθμιας φροντίδας πρέπει να ενεργοποιηθούν έστω και τώρα για την παροχή προνοσοκομειακής φροντίδας για να μη «γονατίζουν» τα νοσοκομεία. Απαιτείται, επιτέλους, η άμεση επίταξη ιδιωτικών κλινικών και στρατιωτικών νοσοκομείων. Δεν μπορεί να εξακολουθούμε να συζητούμε για το αν τα ράπιντ τεστ αφορούν εμβολιασμένους ή ανεμβολίαστους. Πρέπει άμεσα να καταστούν υποχρεωτικά για όλους με αποζημίωση από το Δημόσιο. Επιτέλους, τι περιμένουν για επιτρέψουν τη συνταγογράφηση των μοριακών τεστ; Για τη δε ασφάλεια της εκπαιδευτικής κοινότητας, πρέπει να υπάρξει άμεση αλλαγή του παράλογου πρωτοκόλλου των 50+1% νοσούντων μαθητών και να υπάρξει άμεση αραίωση των μαθητικών τμημάτων με πρόσληψη επιπλέον αναπληρωτών. Αυτά τα μέτρα πρέπει να συνοδεύονται από την άμεση επανεκκίνηση και εντατικοποίηση του εμβολιαστικού προγράμματος για τα παιδιά.
Ερωτηθείσα εάν το 2022 θα είναι έτος εθνικών εκλογών η κ. Γεροβασίλη απάντησε πως «η κοινωνία μετά από δύο και πλέον χρόνια, έχει διαμορφώσει άποψη για την κυβέρνηση της ΝΔ. Όπως και στη γνωστή ταινία «Μην κοιτάτε πάνω» που βρίσκεται στην επικαιρότητα, αρκεί να κοιτάξουμε τα στοιχεία για τα τραγικά αποτελέσματα που καταγράφει στη διαχείριση της πανδημίας, την αποχαλίνωση της κερδοσκοπίας και της ακρίβειας και την κλιμάκωση της εγκληματικότητας. Όσο η πολύπλευρη υγειονομική, οικονομική και κοινωνική κρίση οξύνεται και ο κ. Μητσοτάκης αρνείται κάθε επαφή με την πραγματικότητα, τόσο η πίεση για την αλλαγή για το νέο ξεκίνημα μεγαλώνει. Το διευρυνόμενο κενό μεταξύ των αναγκών της κοινωνίας και των δυνατοτήτων και της βούλησης της κυβέρνησης είναι ο πιο ασφαλής δείκτης για την πιθανότητα ύπαρξης πολιτικών αλλαγών».
Αναφορικά με το εάν η σημερινή δημοσκοπική διαφορά του ΣΥΡΙΖΑ από τη Νέα Δημοκρατία είναι επίπλαστη και το εάν τα μηνύματα του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης φθάνουν στην κοινωνία, επεσήμανε πως «η κοινωνία υποφέρει εξαιτίας των επιλογών του κ. Μητσοτάκη και του υβριδικού νεοφιλελεύθερου σχηματισμού του οποίου ηγείται. Ως υπεύθυνη αξιωματική αντιπολίτευση και μελλοντική κυβέρνηση, εκφράζουμε αυτή τη δυσφορία των πολιτών και παραθέτουμε συγκεκριμένες, τεκμηριωμένες, κοστολογημένες και το κυριότερο έγκαιρες προτάσεις για τη διέξοδο από την κρίση και την παραγωγική ανασυγκρότηση. Σε αυτή την προσπάθεια οφείλουμε να αξιοποιήσουμε κάθε δίαυλο επικοινωνίας. Καθώς αλλάζουμε, διαθέτουμε νέα, καινοτόμα εργαλεία που μας επιτρέπουν να αφουγκραζόμαστε τους πολίτες, να διαβουλευόμαστε με την κοινωνία και να γινόμαστε ακόμη πιο αποτελεσματικοί στην πολιτική μας δράση. Καθώς η κοινωνία δεν μπορεί να περιμένει, οφείλουμε να επιταχύνουμε το βηματισμό μας και να καταστήσουμε σαφές πως το νέο ξεκίνημα είναι όχι μόνο εφικτό, αλλά και απαραίτητο για τη δημοκρατική, προοδευτική στροφή που έχει ανάγκη ο τόπος μας.
Η κ. Γεροβασίλη επεσήμανε επίσης ότι «ανήκουμε σε ένα χώρο ευρύ, δυναμικό, ο οποίος διαθέτει γνώση και αντανακλαστικά και η «ψυχή» μας βρίσκεται εξ ορισμού στον κόσμο που πλήττεται. Όταν έννοιες ταυτοτικές για εμάς, όπως η επιστήμη, το ήθος, το δίκαιο, η αλληλεγγύη, η αριστεία, η λογική, κακοποιούνται βάναυσα από τον κ. Μητσοτάκη και εκείνους που ρίχνουν τη χώρα στα βράχια για δεύτερη φορά μέσα σε λίγα μόλις χρόνια, δεν κοιτάμε από την άλλη πλευρά. Η μεγάλη δημοκρατική παράταξη, η Αριστερά, καλείται να διαφυλάξει στη στρατηγική της, αλλά και στην καθημερινή πολιτική πρακτική της, τη σημασία και το περιεχόμενο αυτών των εννοιών που σήμερα ο κ. Μητσοτάκης διαστρέφει. Καθώς αυτές οι έννοιες δεν αποτελούν κτήμα ή προνόμιο καμιάς αυθεντίας, το εύρος και η απήχησή τους μπορούν να αποτελούν εφαλτήριο για τις μεγάλες προοδευτικές κοινωνικές συναινέσεις και συμμαχίες για το νέο ξεκίνημα της χώρας».
Τέλος, αναφερθείσα στην κατάσταση που επικρατεί στην Άρτα, που αποτελεί την εκλογική της περιφέρεια, αλλά και την Ήπειρο γενικότερα, αναφορικά με τα υποστελεχωμένα νοσοκομεία και την ανασφάλεια των τοπικών αγορών, υπογράμμισε πως «η αναβάθμιση του αεροδρομίου των Ιωαννίνων, η ενδυνάμωση του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων με νέες Σχολές και Τμήματα και η διασύνδεσή του με το τοπικό αγροτικό, μεταποιητικό και λοιπό παραγωγικό δυναμικό, η Ιόνια Οδός, ο άξονας Ιωαννίνων – Κακαβιάς, οι οδικοί άξονες του ορεινού όγκου της Ηπείρου που είτε ολοκληρώθηκαν είτε δρομολογήθηκαν, το γεφύρι της Πλάκας, το λιμάνι της Κόπραινας, και ένας μακρύς κατάλογος από άλλα μεγάλα και μικρότερα έργα της διακυβέρνησής μας, έδωσαν νέα ελπίδα στους συμπολίτες μας. Όμως, πολλά από τα έργα που δρομολογήσαμε και εκκινήσαμε, η ΝΔ τα συρρίκνωσε, τα υποβάθμισε ή τα ματαίωσε. Το αίσθημα της αγανάκτησης και της εγκατάλειψης που βιώνουν σήμερα οι Αρτινοί, οι Ηπειρώτες στο σύνολό τους, είναι απόλυτα δικαιολογημένο. Βλέπουν την αποεπένδυση στη δημόσια εκπαίδευση και υγεία και τη διάλυση των δομών του κοινωνικού κράτους στην Ήπειρο. Βλέπουν το μοναδικό Ηπειρώτικο περιβάλλον να απειλείται μετά την κατάργηση των Φορέων Διαχείρισης του Εθνικού Πάρκου Τζουμέρκων, Κοιλάδας Αχελώου, Αγράφων και Μετεώρων και του Εθνικού Πάρκου Βόρειας Πίνδου. Συγκρίνουν το παράδειγμά μας με αυτό της ΝΔ και κατανοούν το πόσο πίσω βρέθηκαν μέσα στην τελευταία διετία. Καταλαβαίνουν όμως και ποιοι διαθέτουν πραγματικό σχέδιο ανάπτυξης για τον τόπο και την πολιτική βούληση για να το υλοποιήσουν».