«Αποτέλεσμα διευθετήσεων του παρελθόντος» χαρακτηρίζει ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γιάννης Δραγασάκης το πρόβλημα ρευστότητας επισημαίνοντας πως η χώρα δεν έχει λάβει χρήματα από τον Απρίλιο του 2014, με εξαίρεση 1 δισ. ευρώ, και το πρόβλημα επιτείνεται «από τα περιοριστικά μέτρα της ΕΚΤ και την εισαγόμενη αβεβαιότητα».
«Εφαρμόζεται σκόπιμα μια τακτική οικονομικού στραγγαλισμού επειδή το αποτέλεσμα των εκλογών και οι επιλογές του ελληνικού λαού δεν ήταν αρεστές σε εγχώρια και ξένα συμφέροντα», σημειώνει, ενώ υπογραμμίζει πως εάν δεν αντιμετωπιστεί το θέμα από κοινού με τους θεσμούς «η ομαλή εξυπηρέτηση των εξωτερικών υποχρεώσεων της χώρας θα έρχεται σε ολοένα και μεγαλύτερη αντίθεση με τις ανάγκες επιβίωσης και τη δυνατότητα ικανοποίησης βασικών αναγκών του ελληνικού λαού».
Αν δεν αντιμετωπιστεί το πρόβλημα ρευστότητας, τονίζει ο κ. Δραγασάκης σε συνέντευξή του στην «Αυγή», «μπορεί να υποχρεωθούμε να πάρουμε από μόνοι μας μέτρα που τώρα προσπαθούμε να αποφύγουμε».
Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης επισημαίνει πως «δεν εξυπηρετεί κανέναν η παράταση της αβεβαιότητας» και πως πρέπει να εργαστούμε με βάση το πνεύμα της συμφωνίας της 20ης Φεβρουαρίου. Επισημαίνει πως υπάρχει σαφής δυνατότητα αλλά και επιτακτική ανάγκη να ολοκληρωθεί η μεταβατική συμφωνία με τους εταίρους τις πρώτες ημέρες του Μαΐου, αν όχι και εντός του Απριλίου και αναφέρει χαρακτηριστικά: «Δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω στην 5η αξιολόγηση, ας ασχοληθούμε με το μέλλον αντί να μένουμε παγιδευμένοι στο παρελθόν». Το ζητούμενο δεν είναι νέο Μνημόνιο, εξηγεί, αλλά μια ρύθμιση του χρέους που θα το καταστήσει και βιώσιμο και εξυπηρετήσιμο και ο σχεδιασμός μιας οικονομικής πολιτικής χωρίς εξωπραγματικά πλεονάσματα.
Προσθέτει πως η έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους έδειχνε ότι η νέα κυβέρνηση παρέλαβε ταμειακό έλλειμμα, δηλαδή από τα τέλη Φεβρουαρίου «το ελληνικό κράτος δεν ήταν σε θέση να πληρώσει κανονικά τους μισθούς».
Αναφερόμενος στην Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου για τα ταμειακά διαθέσιμα, είπε πως οι αντιδράσεις εξηγούνται και είναι μάλλον δικαιολογημένες λόγω του ότι η κυβέρνηση δεν ενημέρωσε έγκαιρα για τις διαστάσεις του προβλήματος, αλλά και επειδή οι εμπειρίες από το κούρεμα των αποθεματικών με το PSI είναι ακόμη νωπές.
Τέλος κατέληξε πως οι πιο σκληρές αντιδράσεις για τη νέα οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, ίσως να μην έρθουν από την Ευρώπη, αλλά από μέσα, από μια οικονομική ελίτ που την χαρακτήρισε τα «κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας»