«Η εξέγερση των φοιτητών του Πολυτεχνείου, που αγκάλιασαν οι πολίτες της Αθήνας, μας έδειξε ότι ο δρόμος για τη δημοκρατία και την ελευθερία χαράσσεται από τους αγώνες του λαού» ανέφερε βουλευτής Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ και τομεάρχης Οικονομικών Έφη Αχτσιόγλου μιλώντας στον ραδιοσταθμό Maxfm 93,4 της Πάτρας.
«Οι αγώνες αυτοί και η ιστορική μνήμη θα πρέπει να απαντώνται στην κάθε ημέρα. Το νόημα του Πολυτεχνείου συνοψίζεται σήμερα στο αίτημα να νικήσει η ζωή. Να προστατεύσουμε τη δημόσια υγεία και την κοινωνία από τη φονική πανδημία και τις οικονομικές συνέπειές της», πρόσθεσε.
Η κ. Αχτσιόγλου υπογράμμισε ότι «η κατάσταση με την πανδημία είναι εντελώς εκτός ελέγχου και ο μόνος που τη βλέπει εντός ελέγχου είναι ο κ. Μητσοτάκης. Υπάρχει έκρηξη κρουσμάτων, διασωληνωμένων και θανάτων. Σε σχέση με πέρυσι η επιδείνωση είναι ραγδαία και συγκριτικά με την Ευρώπη η Ελλάδα βρίσκεται στην κορυφή σε θανάτους ανά εκατομμύριο πληθυσμού και στον πάτο στην εμβολιαστική κάλυψη. Πώς γίνεται η κυβέρνηση με αυτή την κατάσταση να λέει ότι έχει στηρίξει επαρκώς το δημόσιο σύστημα υγείας; Όταν καταγγέλλεται ότι άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους εκτός ΜΕΘ και ότι λειτουργούν “ψευτοΜΕΘ”».
«Η κυβέρνηση αρνείται να δει την πραγματικότητα»
Η κυβέρνηση, τόνισε, «αρνείται να δει την πραγματικότητα. Δεν έχει εξοπλίσει το δημόσιο σύστημα υγείας με επαρκείς ΜΕΘ. Δεν έχει κάνει μόνιμες προσλήψεις προσωπικού. Δεν επιτάσσει τις ιδιωτικές κλινικές σε μία τόσο κρίσιμη στιγμή. Αντί για σοβαρή καμπάνια ενημέρωσης και πειθούς των πολιτών για τον εμβολιασμό, έδωσε τα χρήματα μέσω των “λιστών Πέτσα”, με εντελώς αδιαφανή τρόπο, σε ΜΜΕ για να τη λιβανίζουν. Πρόκειται για εγκληματικές κυβερνητικές ευθύνες».
Για το κύμα ακρίβειας σημείωσε ότι «η κυβέρνηση δεν πήρε σοβαρά μέτρα για να προστατεύσει τα νοικοκυριά και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ανακοίνωσε μόνο ένα ανεπαρκές επίδομα, λειτουργεί με προχειρότητα και χωρίς σχέδιο». Επισήμανε, τέλος, ότι «η κοινωνία έχει σωρεύσει δυσαρέσκεια και θυμό απέναντι στην κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να μετατρέψει αυτή τη δυσαρέσκεια σε αίτημα για πολιτική αλλαγή, δίνοντας την ελπίδα και την προοπτική ότι τα πράγματα μπορούν να γίνουν διαφορετικά».