Έχει σημασία να πούμε καθαρά στον ελληνικό λαό ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας είναι η πολιτική αβεβαιότητα και θα εξακολουθήσει να είναι αν στις εκλογές δεν είναι ισχυρό το ΠΑΣΟΚ, ώστε να λειτουργήσει ως εγγυητής της αναγκαίας ευρύτερης συνεργασίας, τονίζει ο Ευάγγελος Βενιζέλος σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του.
«Ούτε άγαρμπος εκφοβισμός, ούτε κουτοπόνηρος εφησυχασμός, ο λαός πρέπει να ξέρει τα πραγματικά δεδομένα», επισημαίνει ο κ. Βενιζέλος ο οποίος κάνει λόγο για «μια στείρα, αδιέξοδη κι επικίνδυνη σύγκρουση ανάμεσα στον άγαρμπο εκφοβισμό της κοινής γνώμης, από τη μια μεριά και έναν αφελή εφησυχασμό, που αν δεν είναι αφελής είναι δυστυχώς κουτοπόνηρος, από την άλλη μεριά».
«Εμείς θα του πούμε (σ.σ. την αλήθεια) ακόμη και αν δεν είναι ώριμος πάντα να ψηφίζει και να δέχεται την αλήθεια αυτή. Γιατί τα ψέματα ηχούν πιο ευχάριστα και πιο γλυκά», σημειώνει, μεταξύ άλλων, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης.
«Δεν είναι απεριόριστη η δυνατότητα άντλησης ρευστότητας», προειδοποιεί και υπογραμμίζει πως «η προεκλογική περίοδος και η πολιτική αβεβαιότητα δημιουργεί πρόβλημα ταμειακό και στο δημόσιο και στα ασφαλιστικά Ταμεία και αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί επ’ άπειρον».
Διαβάστε αναλυτικά το άρθρο του Ευάγγελου Βενιζέλου:
«Ούτε άγαρμπος εκφοβισμός, ούτε κουτοπόνηρος εφησυχασμός – ο λαός πρέπει να ξέρει τα πραγματικά δεδομένα.
Είναι απολύτως λογικό και επιβεβλημένο παραμονές εκλογών να εντείνεται η συζήτηση για τις χρηματοοικονομικές αντοχές και τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας καθώς από τα ζητήματα αυτά εξαρτάται -πέραν από τα προβλήματα ρευστότητας που θα προκύψουν στο δημόσιο και στην οικονομία- η αξιοπιστία, η δυνατότητα εφαρμογής ή ο κίνδυνος από την εφαρμογή των προεκλογικών εξαγγελιών και προσδοκιών.
Πρόκειται για τη συζήτηση που διεξάγεται σε σχέση με:
– τις ταμειακές αντοχές και τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας
– τα έντοκα γραμμάτια του δημοσίου ως μέσο άντλησης χρημάτων για το δημόσιο ταμείο
– το μέχρι ποιο χρονικό σημείο η χώρα δεν έχει πρόβλημα και πότε αποκτά ενδεχομένως πρόβλημα
– τις τράπεζες, την καταθετική συμπεριφορά, τα περιθώρια συμμετοχής τους στην αγορά εντόκων γραμματειών, τις δυνατότητες παροχής ρευστότητας στην πραγματική οικονομία, τις σχέσεις των ελληνικών τραπεζών με την ΕΚΤ
– τις μη καταβληθείσες δόσεις του ευρωπαϊκού δανείου και του δανείου του ΔΝΤ
-τις υποχρεώσεις της χώρας ως προς την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους, αλλά και έναντι πιστωτών του δημοσίου στο εσωτερικό (π.χ. επιστροφή ΦΠΑ, δαπάνες νοσοκομείων).
Με άλλη διατύπωση, το κρίσιμο ερώτημα αφορά τα περιθώρια που έχουμε για να ολοκληρώσουμε τη διαπραγμάτευση, να ολοκληρώσουμε την ασφαλή έξοδο από το μνημόνιο, να περάσουμε σε άλλη σελίδα. Τη σελίδα που νομικά λέγεται προληπτική πιστωτική γραμμή, αλλά στην πραγματικότητα είναι η μετάβαση στην ομαλότητα, η επιστροφή της Ελλάδας σιγά-σιγά στη θέση του ουσιαστικά ισότιμου κράτους μέλους της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωση. Και αυτά έχουν τεράστια επίπτωση στην πραγματική οικονομία, στη ρευστότητα, στις επενδύσεις, στη δημιουργία θέσεων εργασίας.
Παρακολουθώ λοιπόν μια στείρα, αδιέξοδη κι επικίνδυνη σύγκρουση ανάμεσα στον άγαρμπο εκφοβισμό της κοινής γνώμης, από τη μια μεριά και έναν αφελή εφησυχασμό, που αν δεν είναι αφελής είναι δυστυχώς κουτοπόνηρος, από την άλλη μεριά.
Το ΠΑΣΟΚ, η Δημοκρατική Παράταξη, καταγγέλλει απερίφραστα και τον εκφοβισμό και τον εφησυχασμό, την όποια παραποίηση των δεδομένων, οποιαδήποτε αλλοίωση της πραγματικής εικόνας.
Και επειδή κάποιοι πρέπει να λένε την αλήθεια στον ελληνικό λαό ο οποίος αγωνιά να την ακούσει, εμείς θα του την πούμε ακόμη και αν δεν είναι ώριμος πάντα να ψηφίζει και να δέχεται την αλήθεια αυτή. Γιατί τα ψέματα ηχούν πιο ευχάριστα και πιο γλυκά.
Η χώρα αυτή τη στιγμή έχει να λαμβάνει από τους εταίρους και δανειστές της συνολικά περίπου 10,7 δισ. ευρώ που έχουν καθυστερήσει και δε μας έχουν δοθεί ως δόσεις το 2014. Τα 1,8 δισ. ευρώ προέρχονται από το ευρωπαϊκό δάνειο, περίπου 2 δισ. ευρώ από τα κέρδη που μεταφέρουν στην Ελλάδα η ΕΚΤ και οι Κεντρικές Τράπεζες των Κρατών Μελών, ενώ 7 περίπου δισ. ευρώ από το ΔΝΤ. Θέλει πολλή δουλειά, μεγάλη εμπειρία, πολλούς λεπτούς χειρισμούς για να μπορείς να καλύψεις προσωρινά το κενό στην καταβολή των δόσεων και στην κάλυψη των ταμειακών αναγκών του δημοσίου. Μια επίσκεψη των αρχηγών των κομμάτων στον ΟΔΔΗΧ, θα τους έκανε ίσως σοφότερους.
Ήταν πολύ σημαντικό γεγονός η επιστροφή μας στις αγορές ομολόγων -όχι απλώς εντόκων γραμματίων από τις οποίες δεν φύγαμε ποτέ τα τελευταία πέντε χρόνια- λίγο πριν τις ευρωεκλογές. Και αν δεν υπήρχαν, αρχικά, η ξαφνική κρίση στην Πορτογαλία σε μια από τις μεγαλύτερες τράπεζες που είχε αρνητικές επιπτώσεις σε όλη την Ευρώπη, και στη συνέχεια τ’ αποτελέσματα των ευρωεκλογών που δημιούργησαν την εντύπωση ότι αλλάζει ο συσχετισμός δυνάμεων και άρα η κυβέρνηση έχει μικρό ορίζοντα, εάν δεν υπήρχε η άρνηση της αντιπολίτευσης να συναινέσει στην εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, και αν δεν ήταν υποχρεωτική από το Σύνταγμα η διάλυση της Βουλής, δεν θα είχε ανέβει ο πήχης της διαπραγμάτευσης. Δεν θα μας είχαν αρνηθεί τη νομιμοποίηση να διαπραγματευόμαστε και να δεσμευόμαστε εκ μέρους της χώρας και δεν θα είχαμε τα σημερινά προβλήματα δανεισμού στην αγορά ομολόγων.
Αυτό μας το αρνήθηκε η αντιπολίτευση, αλλά από ένα σημείο και μετά μας κοιτούσαν περίεργα και οι ξένοι εταίροι και συνομιλητές μας. Η χώρα πορεύεται όμως, στέκεται όρθια.
Δεν υπάρχει πρόβλημα με το τραπεζικό σύστημα. Και η αλήθεια είναι ότι η συμπεριφορά του καταθετικού κοινού είναι μια συμπεριφορά πιο ώριμη και αυτό φαίνεται στις καθημερινές κινήσεις που καταγράφει το τραπεζικό σύστημα που καμία σχέση δεν έχουν με τα τεκταινόμενα τον Ιούνιο του 2012 .
Αλλά βεβαίως είναι επίσης δεδομένο ότι από την αρχή της κρίσης μέχρι ένα σημείο -και το σημείο αυτό είναι στην πραγματικότητα η έναρξη του δεύτερου Προγράμματος και το κούρεμα στο χρέος που επιβάλλαμε το Φεβρουάριο-Μάρτιο του 2012 – είχαμε μια εκροή που ξεπερνά τα 80 δισ. ευρώ, αλλά εκεί μείναμε.
Κι έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία να υπάρχουν οι καταθέσεις, γιατί αυτό σημαίνει πίστη και στο μέλλον της χώρας. Αυτό χρηματοδοτεί επιχειρήσεις, θέσεις απασχόλησης, δίνει απάντηση στους ανέργους, αλλά δίνει και απάντηση στην αγωνία του εργαζόμενου στον ιδιωτικό τομέα για το αν είναι ασφαλής ή όχι η δική του θέση εργασίας.
Άρα, οι τράπεζες δεν έχουν πρόβλημα – πέρασαν άλλωστε πρόσφατα με επιτυχία τις δοκιμασίες αντοχής των ευρωπαϊκών συστημικών τραπεζών – γιατί ανακεφαλαιοποιήθηκαν ισχυρά με τη βοήθεια του κράτους και τη συμμετοχή του διεθνούς ιδιωτικού τομέα. Αλλά κυρίως με τη βοήθεια του κράτους, γιατί καταφέραμε μέσα από το μεγάλο κούρεμα του χρέους και το νέο δάνειο, να έχουμε 50 δισ. ευρώ στη διάθεσή μας για την προστασία των καταθέσεων και όχι των τραπεζιτών. Και περίσσεψαν 11 δισ. ευρώ με τα οποία θα στηρίξουμε την προληπτική πιστωτική γραμμή τώρα, διαγράφοντας παράλληλα από το χρέος τα ποσά αυτά, δηλαδή μειώνοντας το χρέος κατά άλλο ένα 6% του ΑΕΠ. Αξίζει ίσως να σημειωθεί πως όλα αυτά τα χρήματα, για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, την επαναγορά ομολόγων που έγινε στο τέλος του 2012, αλλά ακόμα και για την προληπτική γραμμή πίστωσης που διαπραγματευόμαστε, ήταν μέρος του πρόσθετου πακέτου των 172 δισ. ευρώ που συμφωνήθηκε οριστικά τον Φεβρουάριο / Μάρτιο του 2012.
Όμως το μυστικό είναι πάντα η σχέση με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία δίνει φθηνή ρευστότητα και η φθηνή ρευστότητα είναι που ρίχνει τα επιτόκια και επιτρέπει να κινηθεί η αγορά, να γίνουν επενδύσεις. Επιτρέπει να γεφυρωθεί, σε σημαντικό βαθμό, το χάσμα ανάμεσα στο κόστος του χρήματος που πληρώνει ο Έλληνας μικρομεσαίος επιχειρηματίας, σε σχέση με τον Γερμανό, που πληρώνει μηδαμινά επιτόκια, και έχει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα κλειδωμένο υπέρ του. Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα του ευρώ και της Ευρωζώνης.
Εάν δεν ολοκληρωθεί η διαπραγμάτευση μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου 2015 προκύπτει ζήτημα με τη νομική προϋπόθεση υπό την οποία γίνονται δεκτοί για την ρευστότητα που αντλούν από την ΕΚΤ οι ελληνικές τράπεζες, τίτλοι χαμηλότερης χρηματοπιστωτικής ποιότητας . Η προϋπόθεση αυτή είναι η χώρα να βρίσκεται μέσα στο πλαίσιο είτε προγράμματος προσαρμογής (δανείου και μνημονίου) είτε στο πλαίσιο μιας προληπτικής πιστωτικής γραμμής (ECCL).
Αν συνεπώς μέχρι τη λήξη της δίμηνης παράστασης του προγράμματος (δηλαδή του μνημονίου χωρίς όμως επιπλέον δάνειο ), δεν έχει ολοκληρωθεί η διαπραγμάτευση και η μετάβαση στη νέα φάση της προληπτικής πιστωτικής γραμμής, το λιγότερο που έχουμε να αντιμετωπίσουμε είναι να φύγουμε από τα φτηνά επιτόκια της ΕΚΤ και να βρίσκουμε χρήμα, στο μέτρο που αυτό θα επιτρέπεται (δηλαδή δεν το αρνηθεί η ΕΚΤ), μέσα από την Τράπεζα της Ελλάδος, το περιβόητο ELA, με πολύ ακριβότερο επιτόκιο. Ακόμη όμως και στην περίπτωση αυτή, δεν είναι απεριόριστη η δυνατότητα άντλησης ρευστότητας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Με αλλά λόγια, ο φόβος είναι πως πολιτικές εκκρεμότητες σε σχέση με τη διαπραγμάτευση να καταλήξουν σε μειωμένη και ακριβότερη ρευστότητα από τις τράπεζες. Αυτό είναι κακό για τις επιχειρήσεις, κακό για την αγορά εργασίας, κακό για τον άνεργο.
Από την άλλη μεριά, αυτό που είπαμε για τους καταθέτες δεν ισχύει για τους οφειλέτες του δημοσίου και των ασφαλιστικών ταμείων. Είναι προφανές ότι η προεκλογική περίοδος και η πολιτική αβεβαιότητα δημιουργεί πρόβλημα ταμειακό και στο δημόσιο και στα ασφαλιστικά Ταμεία και αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί επ’ άπειρον.
Δεν υπάρχει απεριόριστος χρόνος προκειμένου εμείς να λύνουμε διάφορα πολιτικά προβλήματα, ερήμην της πραγματικότητας που είναι ότι πρέπει τα Ταμεία να έχουν λεφτά για συντάξεις και το δημόσιο να έχει λεφτά για τις υποχρεώσεις του.
Προφανώς αν δεν λύσουμε όλα τα θέματα που είναι εκκρεμή με τους εταίρους μας, δεν θα έρθουν και τα 10,7 δισ. ευρώ των καθυστερημένων δόσεων του 2014, ούτε αυτά που προβλέπονται για το 2015 . Και αυτό θα σφίγγει περαιτέρω τη ρευστότητα στην αγορά.
Η σκέψη ότι όλα αυτά τα λύνουμε με έντοκα γραμμάτια του δημοσίου είναι μια σκέψη ερασιτεχνική και ανακριβής.
Τον Μάρτιο θα πρέπει να αναχρηματοδοτήσουμε περίπου 4 δισ. ευρώ εντόκων γραμματίων, από αυτά που ήδη κυκλοφορούν και ανακυκλώνονται . Αυτά τα έντοκα γραμμάτια τα αγοράζουν οι ελληνικές τράπεζες πρακτικά, άρα αφαιρείται ρευστότητα από την αγορά . Αλλά εάν θέλουμε να εκπληρώσουμε και τις πρόσθετες υποχρεώσεις του δημοσίου στο πλαίσιο της εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους (καταβολή τόκων και χρεολυσίων ) που προβλέπονται για το Μάρτιο, τα 4 δισ. ευρώ γίνονται περίπου 8 δισ. ευρώ.
Το πλαφόν που έχουμε για έντοκα γραμμάτια είναι 15 δισ. ευρώ. Αν χρειαστούμε και άλλα 4 τουλάχιστον, πάμε ήδη στα 19 δις. Γιατί υπάρχει το πλαφόν 15 δισ. ευρώ; Γιατί αν δεν υπήρχε αυτό το πλαφόν, τότε δεν θα είχε μείνει καθόλου ρευστότητα στην αγορά για τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας, ακόμη και για την απλή αναχρηματοδότηση δανείων που έχουν ανάγκη οι επιχειρήσεις για τα κεφάλαια κίνησής τους, για τη χρηματοδότηση των εξαγωγών τους.
Άρα έχει πολύ μεγάλη σημασία να ξέρουμε που βρισκόμαστε. Τι σημαίνει αυτό;
Αυτό σημαίνει ότι μέσα στο χρονικό πλαίσιο της δίμηνης παράτασης πρέπει να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση και η μετάβαση από το μνημόνιο στη προληπτική πιστωτική γραμμή ως Θώρακας προστασίας για την σταδιακή επάνοδο στις αγορές . Η διευθέτηση της σχέσης με την ευρωζώνη, θα μας επιτρέψει να διευθετήσουμε και τη σχέση μας με το ΔΝΤ ώστε να επιλέγουμε μεταξύ αγορών και εταίρων τα πιο φιλικά επιτόκια.
Άλλωστε, μόνο το κλείσιμο αυτής της φάσης της διαπραγμάτευσης θα μας επιτρέψει να προχωρήσουμε στις περαιτέρω επεμβάσεις στο χρέος στο πλαίσιο των ήδη ανειλημμένων (από το Φεβρουάριο του 2012) δεσμεύσεων του Εurogroup.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι, όπως έχω πει κατ’ επανάληψη – και το λέω και σήμερα και το λέω και σε αυτούς που προσπαθούν να εκφοβίσουν τον ελληνικό λαό και σε αυτούς που πάνε να αποκοιμίσουν τον ελληνικό λαό καθώς και οι δύο συγκροτούν την τεχνητή, μυωπική και τυφλή πόλωση μεσαίου επιπέδου – ότι το πρόβλημα είναι πρωτίστως πολιτικό.
Αλλά και πρόβλημα γνώσης και διαχείρισης, εμπειρίας και ικανότητας. Γιατί μπορεί να χάσεις το παιχνίδι, ακόμη κι αν θες να κάνεις τη στροφή και τη μεταστροφή και τη λεγόμενη κωλοτούμπα, αλλά να μην μπορείς, γιατί δεν ξέρεις να την κάνεις και δεν προλαβαίνεις.
Γι’ αυτό έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία να πούμε καθαρά στον ελληνικό λαό ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας είναι η πολιτική αβεβαιότητα και θα εξακολουθήσει να είναι η πολιτική αβεβαιότητα, αν στις εκλογές δεν είναι ισχυρό το ΠΑΣΟΚ, η Δημοκρατική Παράταξη, ώστε να λειτουργήσει ως εγγυητής της αναγκαίας ευρύτερης συνεργασίας και της μόνης ασφαλούς και εφικτής εθνικής στρατηγικής.»