Στο ενδεχόμενο «πρόωρων βουλευτικών εκλογών» στην Ελλάδα, στα «σχέδια διάσωσης» και στις «αντιδράσεις των αγορών», αλλά και στη γενικότερη κατάσταση στην ευρωζώνη, με τη «γερμανικής έμπνευσης λιτότητα» αναφέρονται αμερικανικά ΜΜΕ.
Η Γουόλ Στριτ Τζέρναλ, σε κύριο άρθρο της, αναφέρει ότι «πτώση παρουσιάστηκε στα χρηματιστήρια την προηγούμενη εβδομάδα, καθώς η εξαγγελία για επίσπευση των προεδρικών εκλογών δημιούργησε φόβους για τη συνέχιση του προγράμματος μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα», προσθέτοντας ότι «αυτός ο πανικός σε σχέση με την Ελλάδα είναι διδακτικός».
Στο άρθρο τής εφημερίδας επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, ότι «η ψηφοφορία για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας έχει καταστεί ψήφος εμπιστοσύνης για τον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά, ενώ εάν δεν κατορθώσει να συγκεντρώσει τις 180 ψήφους στο Κοινοβούλιο, στον τρίτο γύρο, θα αναγκασθεί να προκηρύξει πρόωρες εκλογές. Χρειάζεται 25 (βουλευτές) για να καλύψει το όριο και δεν είναι σίγουρο ότι τις διαθέτει. Εάν αποτύχει, τότε θα προκηρυχθούν εκλογές και θα σχηματισθεί νέα κυβέρνηση στα τέλη Ιανουαρίου».
Στη συνέχεια, διατυπώνεται η άποψη ότι «η απόφαση του κ. Σαμαρά να επισπεύσει την εκλογή ΠτΔ, που απειλεί την κυβέρνησή του, μοιάζει να είναι ένας ελιγμός για να εξουδετερώσει το ολοένα πιο δημοφιλές αριστερό κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο υπόσχεται να ακυρώσει τις οδυνηρές μεταρρυθμίσεις και να αναγκάσει τους επενδυτές σε μεγαλύτερο κούρεμα του ελληνικού χρέους. Με τις διαπραγματεύσεις για έξοδο της Ελλάδας από το σχέδιο διάσωσης να συνεχίζονται, ο κ. Σαμαράς μοιάζει να ελπίζει ότι οι ψηφοφόροι θα ξαναψηφίσουν την αντιδημοφιλή σήμερα κυβέρνηση, αντί να ρισκάρουν ένα μεγαλύτερο χάος με την έλευση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία».
Όπως σημειώνεται, «η εν λόγω στρατηγική είναι ενδεικτική των ευρύτερων πολιτικών αδυναμιών που οδήγησαν την Ελλάδα σε αυτή τη συγκυρία. Η Αθήνα από το 2010 έχει μειώσει τις συντάξεις και επέβαλε περικοπές στις υπηρεσίες υγείας και στις θέσεις εργασίας στο Δημόσιο, ενώ ως αποτέλεσμα, το κόστος δανεισμού μειώθηκε και η οικονομία έδειξε εκ νέου σημάδια ανάπτυξης». «Κανείς, όμως, πολιτικός, ούτε και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, δεν δοκίμασε να πείσει τους ψηφοφόρους για τα προτερήματα των υλοποιούμενων οδυνηρών, σήμερα, μεταρρυθμίσεων που θα δημιουργήσουν πιο γρήγορα βιώσιμη ανάπτυξη αύριο. Αντίθετα, ο κ. Σαμαράς επιχείρησε να αναστείλει κάποιες μεταρρυθμίσεις για να δείξει προφανώς την ανεξαρτησία του από την τρόικα», υποστηρίζεται στο άρθρο, κάνοντας αναφορά «σε φορολογικές ελαφρύνσεις που επιχειρήθηκαν από την κυβέρνηση και στη μη προώθηση μέτρων σχετικά με τη μείωση των υπαλλήλων στο Δημόσιο».
Τέλος, αναφέρεται ότι «η διαφοροποίηση, ωστόσο, της κυβέρνησης από τις απαιτήσεις της τρόικας δεν επέτρεψε τη διαμόρφωση συναίνεσης για τις μεταρρυθμίσεις, ενώ αντίθετα επέτρεψε στον ΣΥΡΙΖΑ να ενισχυθεί, υποστηρίζοντας ότι οι μεταρρυθμίσεις είναι ολοκληρωτικά περιττές» και προστίθεται: «Ο ίδιος ο κ. Σαμαράς είχε ταχθεί κατά του σχεδίου διάσωσης και των μεταρρυθμίσεων που το συνόδευαν το 2010, πριν αναλάβει την εξουσία το 2012. Σήμερα, η στρατηγική του είναι να εκφοβίσει τους ψηφοφόρους, παρά να τους πείσει (για την αναγκαιότητα των μεταρρυθμίσεων)».
Καταλήγοντας, υπογραμμίζεται «η σημασία που έχει σε μια δημοκρατία να πείσεις για την αναγκαιότητα μιας πολιτικής, παρά να επιχειρείς να επιβάλεις μια πολιτική».
Αχίλλειος πτέρνα η Ελλάδα
Στο περιοδικό Forbes, σε δημοσίευμα-άρθρο γνώμης, υποστηρίζεται ότι «η Ελλάδα μετατρέπεται εκ νέου σε αχίλλειο πτέρνα της ευρωζώνης, με αφορμή κυρίως την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας και του ενδεχόμενου προκήρυξης πρόωρων εκλογών, που σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις αναμένεται να κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ».
Όπως επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, «ο πρωθυπουργός, Αντώνης Σαμαράς, επιχείρησε την έξοδο από το σχέδιο διάσωσης, γεγονός που θα του επέτρεπε να διευρύνει την στήριξη της κυβέρνησης στο Κοινοβούλιο, εκλέγοντας Πρόεδρο της Δημοκρατίας και αποφεύγοντας τις εκλογές, που θα έδιναν ενδεχομένως τη νίκη στον ΣΥΡΙΖΑ. Η απόφαση, ωστόσο, αυτή μετατράπηκε σε τραγωδία για τον πρωθυπουργό, καθώς δεν είχαν επιτευχθεί οι απαιτούμενοι στόχοι των δημοσιονομικών μέτρων και κατά συνέπεια οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης αποφάσισαν δίμηνη παράταση του τρέχοντος σχεδίου διάσωσης».
«Όλοι όσοι βρίσκονται εκτός ευρωζώνης διερωτώνται εκ νέου πώς ένα κράτος που δεν έπρεπε να ενταχθεί στο ευρώ και που θα έπρεπε να φύγει από το ευρώ το 2010 ανταμείβεται εκ νέου με την απόδοση περισσότερου χρόνου, μολονότι απέτυχε να εκπληρώσει τη συμβολή του στο πρόγραμμα», προστίθεται στο δημοσίευμα.
Στη συνέχεια, γίνεται αναφορά «στο ισχυρό ενδεχόμενο κατάληψης της εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ, εάν προκηρυχθούν πρόωρες εκλογές», σημειώνοντας ότι «εάν κατόρθωνε να διασφαλίσει στις βουλευτικές εκλογές προβάδισμα 6% θα απείχε μόλις δέκα έδρες από τη διασφάλιση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας».
Γίνεται, επίσης, αναφορά στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, «που περιλαμβάνει και τη θέσπιση υψηλής φορολογίας για τα μεγάλα εισοδήματα, ενώ παραμένει ανοιχτό το θέμα της διαπραγμάτευσης για το κούρεμα του ελληνικού χρέους».
Τέλος, όπως επισημαίνεται, «αναμένεται να συνεχιστούν οι αναταράξεις στο ελληνικό χρηματιστήριο, λόγω της ανησυχίας των επενδυτών έναντι των πολιτικών εξελίξεων».
Η γερμανικής έμπνευσης λιτότητα
Ο Μάικλ Ιβάνοβιτς, πρόεδρος της MSI Global (οικονομική εταιρεία ερευνών, με έδρα τη Νέα Υόρκη), σε άρθρο του στην ιστοσελίδα του αμερικανικού τηλεοπτικού δικτύου CNBC, υποστηρίζει ότι «δεν υπάρχει απάνεμο λιμάνι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και η ίδια η Γερμανία κατευθύνεται στο μάτι του κυκλώνα», κάνοντας στη συνέχεια μνεία «στο μεταβαλλόμενο πολιτικό σκηνικό στο εσωτερικό της Γερμανίας, όπως τη συνεργασία των Σοσιαλδημοκρατών με το Die Linke και τους Πράσινους στο κρατίδιο της Θουριγγίας».
Όπως αναφέρει, «η γερμανική κυβέρνηση είναι επίσης αποδέκτης αντιδράσεων σε σχέση με την οικονομική πολιτική της ευρωζώνης και τις οικονομικές επιπτώσεις εξαιτίας των κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Σε γενικότερο επίπεδο φαίνεται ότι η εχθρική στάση της καγκελαρίου, Άγκελα Μέρκελ, έναντι της Ρωσίας, έχει δημιουργήσει επικίνδυνες διαφωνίες σε θέματα που σχετίζονται με την ευρωπαϊκή ασφάλεια».
Στη συνέχεια, ο αρθρογράφος κάνει αναφορά «στις συγκρουσιακές σχέσεις των χωρών του ευρωπαϊκού νότου με τη Γερμανία, που ολοένα επιδεινώνονται» και «κυρίως, στην διάρρηξη των σχέσεων με τη Γαλλία, που αποτελούσε την ατμομηχανή της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης». «Ο Γάλλος πρωθυπουργός Μανουέλ Βαλς, για παράδειγμα, δήλωσε, απαντώντας στις επαναλαμβανόμενες κριτικές της κ. Μέρκελ για την αποτυχία της Γαλλίας να επιτύχει τους δημοσιονομικούς της στόχους και να εφαρμόσει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ότι η Γαλλία προωθεί τις μεταρρυθμίσεις για να καλύψει δικές της ανάγκες και όχι για να γίνει αρεστή σε ξένες κυβερνήσεις. Με λίγα λόγια, δήλωσε ότι αυτό που κάνει ή δεν κάνει η Γαλλία είναι δικός της λογαριασμός και όχι της Γερμανίας», σημειώνει ο αρθρογράφος, συμπληρώνοντας ότι «η γερμανική ηγεμονία έχει οδηγήσει στην ενίσχυση ακραίων αριστερών και δεξιών κομμάτων στη Γαλλία, όπως το Εθνικό Μέτωπο».
Επίσης, αναφέρεται στις «τεταμένες σχέσεις» Γερμανίας-Ιταλίας και στο «ενισχυμένο αριστερό κίνημα Podemos στην Ισπανία, εξαιτίας κυρίως της γερμανικής έμπνευσης λιτότητας».
Όσον αφορά την Ελλάδα, υποστηρίζει ότι «το ριζοσπαστικό αριστερό κόμμα ΣΥΡΙΖΑ, με ποσοστό 25,5% στις δημοσκοπήσεις, προηγείται ελαφρά έναντι του κυβερνώντος κεντροδεξιού κόμματος της Νέας Δημοκρατίας. Εάν, όπως φαίνεται πιθανό, δεν εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας, στις τρεις ψηφοφορίες που ξεκινούν την Τετάρτη, τότε ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς θα προτιμήσει να προκηρύξει πρόωρες εκλογές, παρά να συνταχθεί με τον ΣΥΡΙΖΑ».
Στη συνέχεια, επισημαίνει ότι «όπως, όμως, και εάν εξελιχθούν τα πράγματα, ο ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει αρκετή πολιτική ισχύ για να δυσχεράνει την οδυνηρή οικονομική προσαρμογή, συνεχίζοντας να τάσσεται κατά της λιτότητας».
Σύμφωνα με τον αρθρογράφο, «η γερμανικής έμπνευσης λιτότητα πλησιάζει στο τέλος της, καθώς πολλές ευρωπαϊκές χώρες ανακτούν μέρος της δημοσιονομικής κυριαρχίας που απερίσκεπτα είχαν εκχωρήσει και θέτουν τώρα τα δικά τους βιώσιμα προγράμματα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Η Γαλλία, για παράδειγμα, προβαίνει σε μία συνετή ισορροπία ανάπτυξης, δημοσιονομικής προσαρμογής και μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας και το κράτος πρόνοιας, ενώ το παράδειγμά της θα ακολουθήσουν και άλλα κράτη».