«Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το αριστερό κόμμα που θα αποτελέσει τη ραχοκοκαλιά μίας μεγάλης προοδευτικής παράταξης που θα εκφράσει την πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας. Αυτό είναι η ψηφισμένη απόφαση της προγραμματικής συνδιάσκεψης με πλειοψηφία της τάξης του 98%», επισημαίνει η γραμματέας της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ Όλγα Γεροβασίλη μιλώντας στον ραδιοσταθμό Παραπολιτικά 90,1.
Σε ερώτηση των δημοσιογράφων για τα βήματα και τους στόχους του ΣΥΡΙΖΑ μετά την προγραμματική συνδιάσκεψη η βουλευτής σημείωσε πως «στη συνδιάσκεψη συζητήθηκε αναλυτικά η βάση του προγράμματός μας με όλο το εύρος των θεμάτων που αφορούν την εσωτερική και εξωτερική πολιτική, και βεβαίως την ανάγνωση του διεθνούς γίγνεσθαι, υπό το πρίσμα πανδημίας. Έγινε εκτεταμένη και εις βάθος συζήτηση για μικρά και μεγάλα ζητήματα. Θα προτάξουμε τις προγραμματικές μας θέσεις και θα καλέσουμε όλους τους πολίτες από την αριστερά έως το μεσαίο χώρο να συζητήσουμε. Επιθυμούμε να εκφραστούν όλοι/ες μέσα από το πρόγραμμά μας. Οι συγκλίσεις πραγματοποιούνται επί τη βάσει διαλόγου και προγράμματος στο οποίο οι πολίτες αναγνωρίζουν τον εαυτό τους, τις ανάγκες τους και τη ζωή τους».
Σημείωσε, δε, ότι «τα κόμματα οφείλουν να προσαρμόζονται στις ανάγκες της κάθε εποχής ώστε να διατηρούν το νήμα της σχέσης τους με την κοινωνία. Ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει ακριβώς αυτό μέσα από ευρείες διαδικασίες διαλόγου και δημοκρατίας».
Στην προτροπή των δημοσιογράφων να σχολιάσει λεγόμενα Μαραντζίδη περί εκλογής του προέδρου του κόμματος από τους πολίτες, η κ. Γεροβασίλη είπε πως «δεν έχει υπάρξει τέτοια συζήτηση, το έχω δει σε δημοσιεύματα. Βεβαίως ο ΣΥΡΙΖΑ έχει καταστατικό λειτουργίας. Ωστόσο επειδή επίκειται το συνέδριό μας το οποίο φιλοδοξούμε να ολοκληρώσουμε το φθινόπωρο οποιαδήποτε αλλαγή θα συζητηθεί τότε».
« Ο ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζετε ότι είναι ένας κομματικός σχηματισμός ο οποίος τηρεί ευρείες διαδικασίες διαλόγου και δημοκρατίας. Προσωπικά το ακούω υπό την έννοια ότι βρισκόμαστε σε μία περίοδο η οποία φέρνει πάρα πολλές αλλαγές στην κοινωνία (ιδιαίτερα μέσα από την υγειονομική κρίση που περνάμε, αλλά και κατόπιν της τεράστιας οικονομικής κρίσης που ξεπεράσαμε παλαιότερα αλλά δυστυχώς θα ξαναμπούμε) τα πράγματα στο πολιτικό σκηνικό αλλάζουν ραγδαία. Και βεβαίως τα κόμματα οφείλουν να προσαρμόζονται στις ανάγκες της εποχής ώστε να μπορέσουν να ξαναπιάσουν το νήμα της σύνδεσής τους την κοινωνία. Κατά συνέπεια οι συζητήσεις μπορούν και πρέπει να είναι πολλές», συνέχισε.
Απαντώντας, εξάλλου, στην αναφορά του πρωθυπουργού περί «υγειονομικού σαμποτάζ» από την Κουμουνδούρου, η βουλευτής είπε: «Μόνο ως θράσος εξέλαβα τα λεγόμενα Μητσοτάκη περί υγειονομικού σαμποτάζ από μέρους του ΣΥΡΙΖΑ. Ο ίδιος χωρίς να έχει τη λύση και έχοντας παραβιάσει επανειλημμένως τα υγειονομικά μέτρα πιστεύει ότι μπορεί ο ίδιος να έχει προνομιακή θέση έναντι των πολιτών».
Κατά την ίδια, «ο ΣΥΡΙΖΑ έβαλε εξ αρχής πλάτη στη διαχείριση της πανδημίας και συνεχίζει να βάζει. Αρέσει δεν αρέσει στον κ. Μητσοτάκη την κριτική από όλα τα κόμματα της Αντιπολίτευσης θα την υφίσταται. Αν κάτι δεν πάει καλά – που δεν πάει – το πρόβλημα βρίσκεται στη διαχείριση της πανδημίας από την κυβέρνηση.
Με βάση τις διακηρύξεις και προσωπικά του πρωθυπουργού όλοι/ες περιμέναμε τον Ιούνιο εμβολιασμό της τάξης του 70%. Αυτή τη στιγμή είμαστε στον Ιούλιο και το συνολικό ποσοστό του εμβολιασμού είναι κάτω από 40%.
Πότε αποφάσισε η κυβέρνηση να προβεί σε εμβολιασμούς σε απομακρυσμένες περιοχές και σε ανθρώπους με αδυναμία μετάβασης σε εμβολιαστικά κέντρα; Πριν λίγες μόλις ημέρες. Υπάρχει σχέδιο επ’ αυτού; Φυσικά και όχι.
Είπαν ποτέ γιατί γίνεται τώρα; Είμαστε εν μέσω 4ου κύματος και επέλασης της μετάλλαξης δέλτα, ενώ όλο τον Ιούνιο δόθηκε σήμα χαλάρωσης στους πολίτες.
Εν συντομία: Θα πρέπει η κυβέρνηση με υπευθυνότητα και σύνεση να μιλά επί του πραγματικού και να ασκήσει τη δύναμη της πειθούς. Μόνο η πειθώ θα μας φτάσει στα επιθυμητά αποτελέσματα, ούτε η τιμωρία, ούτε ο διχασμός. Πόσο μάλλον αυτή η διαπιστωμένη και ως φαίνεται εδραιωμένη πρακτική της κυβέρνησης να μεταθέτει τις ευθύνες αποκλειστικά σε άλλους. Εν προκειμένω στην αντιπολίτευση και στους ανεμβολίαστους πολίτες. Για να συζητήσουμε την αναγκαιότητα ενός μέτρου -του κάθε μέτρου οφείλουμε να γνωρίζουμε όλες τις παραμέτρους, το σε ποιον απευθύνεται και τι πρόβλημα έρχεται να λύσει. Αυτό ονομάζεται επιστημονική μεθοδολογία από την οποία η κυβέρνηση απέχει», κατέληξε η Όλγα Γεροβασίλη.