Για συνειδητή επιλογή υποβάθμισης της επιθεώρησης εργασίας κατηγόρησε την κυβέρνηση ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας, καθώς και για τη συνολική πολιτική της, αλλά και την αντίληψη που, όπως την κατηγορεί, έρχεται να παγιώσει στην αγορά εργασίας, υπογραμμίζοντας ότι από την αρχή της διακυβέρνησής της η ΝΔ έδειξε τις προθέσεις της.
Κατά τη συνάντησή του με εργαζόμενους του υπουργείου Εργασίας και επιθεωρητές του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ εξέφρασε την έντονη ανησυχία του για τις προθέσεις της κυβέρνησης σε σχέση με το νέο εργασιακό νομοσχέδιο.
Ειδικότερα, όπως μεταδίδει το ΑΜΠΕ, ο κ. Τσίπρας είπε ότι το νομοσχέδιο της κυβέρνησης «δεν είναι μόνο ότι καταργεί το 8ωρο, ότι θεσμοθετεί 10ωρο εργασίας, ότι απελευθερώνει τις υπερωρίες και μάλιστα θεσμοθετεί τη δυνατότητα να είναι απλήρωτες αυτές οι υπερωρίες, αλλά είναι συνολικά μια αντίληψη που έρχεται να παγιώσει στην αγορά εργασίας σε σχέση με τα δικαιώματα των εργαζομένων και τον έλεγχο των θεσμοθετημένων δικαιωμάτων των εργαζόμενων».
Ο κ. Τσίπρας εξήρε τη δουλειά που, όπως είπε, είχε γίνει στο ΣΕΠΕ τα χρόνια που ήταν κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ «γιατί αποδείξαμε ότι δεν είναι ζήτημα ανεπάρκειας των κρατικών δομών, αλλά πολιτικής βούλησης ώστε να υπάρξει η δυνατότητα να ασκηθεί έλεγχος και να δοθεί η δυνατότητα να κερδίσουν οι εργαζόμενοι από αυτόν τον έλεγχο, να κερδίσουν δηλαδή την εφαρμογή του νόμου και των δικαιωμάτων τους». Είπε ότι επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ μειώθηκε η ανεργία κατά 10%, αυξήθηκε ο κατώτατος μισθός κατά 11%, καταργήθηκε ο υποκατώτατος, επανήλθαν συλλογικές συμβάσεις και μειώθηκε και η αδήλωτη εργασία στο 8,9%, «επίτευγμα που καταφέραμε χάρη στο ΣΕΠΕ, όπως και το γεγονός ότι δηλώθηκαν για πρώτη φορά 6 εκατ. αδήλωτες ώρες υπερεργασίας μέσα από την ηλεκτρονική προαναγγελία της υπερεργασίας και των υπερωριών και καταβλήθηκαν δεδουλευμένα 51 εκατ. στους εργαζόμενους μέσω των εργατικών διαφορών του ΣΕΠΕ».
Τόνισε ότι όμως «η νέα κυβέρνηση από την πρώτη μέρα που ανέλαβε έδειξε τις προθέσεις της και σε ό,τι αφορά την εργασιακή νομοθεσία, με τις νομοθετικές παρεμβάσεις της τελευταίας στιγμής στη Βουλή για την κατάργηση μιας σημαντικής παρέμβασης που είχαμε κάνει για τη βάσιμη αιτία απόλυσης και άλλων νομοθετικών παρεμβάσεων που είχαν γίνει μετά την έξοδο από την επιτροπεία και τα μνημόνια». Ο κ. Τσίπρας είπε ότι κυρίως όμως η κυβέρνηση έδειξε τις προθέσεις της και απέναντι στο ΣΕΠΕ «μέσα από την κατάργηση της ειδικής γραμματείας και την επαναφορά ως γενική διεύθυνση -και σήμερα έρχεται να προτείνει τη μετατροπή του σε ανεξάρτητη αρχή.
Υπογράμμισε πως έχει «πολλά ερωτηματικά ως προς το στόχο αυτής της παρέμβασης», καθώς όπως είπε «το ΣΕΠΕ δεν είναι εισπρακτικός μηχανισμός όπως η ΑΑΔΕ, με την οποία συγκρίνεται. Πρόσθεσε πως διατηρεί επιφυλάξεις για τη μετατροπή της σε Ανεξάρτητη Αρχή, καθώς «η χώρα έχει υπερπληθώρα που σε πολλές περιπτώσεις δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στο σκοπό για τον οποίον δημιουργήθηκαν» και πως «το κρίσιμο είναι να αποφασίσουμε ποια θα είναι η πολιτική μας βούληση και ποιος ο ρόλος του ΣΕΠΕ». Τόνισε ότι η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ είναι «η μετατροπή του ΣΕΠΕ ξανά σε γενική γραμματεία με οικονομική και διοικητική επιχειρησιακή αυτοτέλεια, που θα εποπτεύεται από δημόσιο φορέα, που θα εκπονεί το επιχειρησιακό έργο μέσω της κοινωνικής λογοδοσίας και σε συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους». Σχολίασε ότι όλοι κρίνονται από τα αποτελέσματα, τα οποία πολλές φορές αποκαλύπτουν και τις προθέσεις, όπως είπε. «Η ίδια η ζωή έχει αποδείξει τα τελευταία δύο χρόνια ότι το ΣΕΠΕ δυστυχώς δεν βρίσκεται δίπλα στους εργαζόμενους στο βαθμό που βρισκόταν τα προηγούμενα χρόνια», εκτιμώντας ότι «αυτό είναι μια συνειδητή επιλογή».
«Πλήρως αντεργατικό», χαρακτήρισε το νομοσχέδιο Χατζηδάκη ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Συλλόγων Υπουργείου Εργασίας (ΟΣΥΠΕ), Ηλίας Κιούλος, υποστηρίζοντας ότι είναι «αφελής όποιος νομίζει ότι η παρέμβαση στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας γίνεται επειδή είναι υποβαθμισμένο ή επειδή δεν λειτουργούσε καλά». «Όταν αποδιαρθρώνεις το εργατικό δίκαιο, δεν θέλεις να έχεις την πολιτική ευθύνη της επίβλεψής του διότι εκείνο που δίνει δύναμη στην επιθεώρηση εργασίας είναι το εργατικό δίκαιο και η προστατευτικότητά του», τόνισε. Μίλησε για νεοφιλελεύθερη αντίληψη της ΝΔ, «που έχει τόσο ο πρωθυπουργός, που δεν είναι άμοιρος ευθυνών, όσο και ο υπουργός Εργασίας, [που] θέλουν μια άλλου είδους δημόσια διοίκηση». «Θέλουμε να καταδείξουμε την πλήρη αντίθεσή μας με το νομοσχέδιο που έχει υποβάλει η κυβέρνηση της ΝΔ και ο κ. Χατζηδάκης στη διαβούλευση, όχι μόνο για την κατάργηση του ΣΕΠΕ αλλά και με τα ζητήματα που αφορούν την περαιτέρω απορρύθμιση του εργατικού δικαίου», τόνισε.
Είπε ότι «καταργεί το 8ωρο, αυξάνει τις υπερωρίες, αλλά το κυριότερο είναι ότι μετά από πολλές δεκαετίες -εδώ είναι βαθιά ιδεολογικό το ζήτημα- προτάσσεται το ατομικό εργατικό δίκαιο έναντι του συλλογικού, οι ατομικές συμβάσεις, και μάλιστα προτάσσεται σε ένα αγγλοσαξονικό μοντέλο που δεν θα κρίνονται τα πάντα σε μια ατομική σύμβαση εργασίας από το εργατικό δίκαιο αλλά από το αστικό δίκαιο και αυτό είναι ό,τι χειρότερο γιατί ξέρουμε ότι ο εργαζόμενος είναι πάντα ο πιο αδύναμος σε μια ατομική σύμβαση εργασίας». Ο κ. Κιούλος είπε ότι η μη υποχρεωτική επαναπρόσληψη ενός απολυμένου που δικαιώνεται στα δικαστήρια θα σημάνει και το τέλος ενός συνδικαλιστικού κινήματος. Προσέθεσε τέλος ότι το νομοσχέδιο καταργεί το τεκμήριο της απεργίας.