Από το βήμα της Κεντρικής Επιτροπής της ΔΗΜΑΡ, που συνεδριάζει για να καθορίσει τις διαδικασίες και τον χρόνο διεξαγωγής του Συνεδρίου του κόμματος, ο Φώτης Κουβέλης τοποθετήθηκε σχετικά με τα σενάρια περί υποψηφιότητας του για το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας. Μη αποκλείοντας κανένα ενδεχόμενο επανέλαβε τη θέση του ότι το θέμα δεν είναι του παρόντος και πώς θα πρέπει να αντιμετωπισθεί στον κατάλληλο χρόνο και σε συνάρτηση με την πολιτική συγκυρία που θα διαμορφωθεί και τις ασκούμενες πολιτικές ενώ ζήτησε να σταματήσει το μικροκομματικό παιχνίδι, όπως είπε, με τους θεσμούς.
«Πρώτον, κανένα παιχνίδι με τους θεσμούς δεν είναι αποδεκτό. Κανένα κομματικό μικροσυμφέρον δεν μπορεί να κατισχύσει των θεσμών. Η ελληνική δημοκρατία είναι μία ώριμη δημοκρατία που έχει σταδιακά κατακτήσει με το χρόνο το επίπεδο. Δεύτερον, το θέμα της εκλογής Προέδρου Δημοκρατίας είναι ζήτημα ευρύτερων συναινέσεων. Θα κριθεί στον κατάλληλο χρόνο και αυτός ο χρόνος δεν είναι τώρα.
Τρίτον, το ζήτημα του Προέδρου της Δημοκρατίας θα κριθεί σε συνάρτηση με τις πολιτικές που ασκούνται», υπογράμμισε ο κ. Κουβέλης.
Σχετικά με τις εσωκομματικές εξελίξεις στη ΔΗΜΑΡ και τη στρατηγική που επιθυμεί να ακολουθήσει ο Φώτης Κουβέλης τόνισε την ανάγκη αυτόνομης πορείας της ΔΗΜΑΡ και την σύναψη συμμαχιών για να επικρατήσουν προοδευτικές επιλογές για την χώρα ασκώντας κριτική τόσο στην τακτική του ΣΥΡΙΖΑ όσο και στην κυβερνητική πρακτική. Επανέλαβε τα δώδεκα σημεία που πρότεινε, στις αρχές του καλοκαιριού, για διάλογο, ως βάση για την προοδευτική διακυβέρνηση και διαβεβαίωσε ότι το συνέδριο του κόμματος θα είναι ανοικτό και χωρίς προειλημμένες αποφάσεις.
Όσον αφορά στις διαπραγματεύσεις με την τρόικα και την περαιτέρω πορεία ο κ. Κουβέλης ανέφερε ότι πρέπει να αλλάξει η πολιτική με έμφαση στην ανάπτυξη, τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, είναι αναγκαία συνθήκη για τον υπέρβαση της κρίσης με λύσεις όπως τα ευρωομόλογα, η αύξηση των πανευρωπαϊκών δημοσίων δαπανών, η λήψη μέτρων προσφοράς χρήματος, η μείωση της φορολογικής πίεσης προς τα νοικοκυριά χαμηλής και μεσαίας αγοραστικής δύναμης, αποτελούν αδήριτη ανάγκη. «Βασικός στόχος και συνάμα διεκδίκηση της ελληνικής κυβέρνησης οφείλει να είναι η κατοχύρωση της αυτονομίας της ελληνικής πολιτικής και η μετεξέλιξη της επιτήρησης της τρόικα σε έλεγχο αποτελεσμάτων», τόνισε προθέτοντας ότι εγκαίρως η Δημοκρατική Αριστερά είχε κάνει λόγο για την ανάγκη συντεταγμένης απεμπλοκής από το μνημόνιο στο θεσμικό επίπεδο. Και συμπλήρωσε : «Στόχος για εμάς αυτής της αυτονομίας δεν είναι να λυθούν τα χέρια του ελληνικού πολιτικού συστήματος για να ανοίξει τους κρουνούς των πελατειακών σχέσεων, των προσωποποιημένων και συλλογικών εκδουλεύσεων και της ικανοποίησης αιτημάτων διαφόρων ομάδων πίεσης και συμφερόντων. Αυτό θα ήταν καταστροφικό και θα διαιώνιζε τον φαύλο κύκλο της κρίσης. Στόχος είναι η αλλαγή του μίγματος οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής ώστε να υπάρξει δημοσιονομική προσαρμογή με αποδοτικό και δίκαιο τρόπο και να οδηγηθούμε στη δημοκρατική έξοδο από την κρίση.»
«Όσο λάθος είναι ένα “success story” με 30% ανεργία, άλλο τόσο λάθος είναι μια δογματική καταστροφολογία, που υποτιμά τις αλλαγές που χρειάζεται ο τόπος και κυριαρχείται από στερεότυπα του παρελθόντος. Οι μεταρρυθμίσεις που σήμερα προωθούνται πρέπει να αντικατασταθούν από δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις που θα ανακόψουν την καθοδική πορεία, θα αντιμετωπίσουν τις παθογένειες και θα οδηγήσουν σε ένα νέο μοντέλο κοινωνικοοικονομικής οργάνωσης», ανέφερε και επέμεινε στην πρωτοβουλία της ΔΗΜΑΡ για τη συγκρότηση μιας κεντροαριστερής συμπαράταξης η οποία όμως θα στηρίξει μόνο προοδευτικές πολιτικές που ενισχύουν την κοινωνική συνοχή.
Καταδίκασε ακόμη τις ομοφοβικές και ρατσιστικές επιθέσεις που λαμβάνουν χώρα, λέγοντας ότι: «…είναι ανησυχητικές ενδείξεις πως η κοινωνία συντηρητικοποιείται, πως ο μισαλλόδοξος λόγος βρίσκει ευήκοα ώτα. Η παρατηρούμενη έξαρση ρατσιστικών επιθέσεων δεν είναι άσχετη με την άνοδο του ναζιστικού μορφώματος που αποτελεί εχθρό της ανοιχτής, ελεύθερης, ανεκτικής και φιλικής προς όλες και όλους κοινωνίας. Θα είμαστε σταθερά απέναντί τους… Στο σημείο αυτό έχει θέση η σύγχρονη αντιρατσιστική νομοθεσία, η οποία, με την κατάλληλη ποινική μεταχείριση των εγκληματιών ρατσισμού, μπορεί και πρέπει να στείλει μήνυμα μηδενικής ανοχής στα εγκλήματα μίσους. Είχαμε επιμείνει και επιμένουμε στο ζήτημα του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου», υπογράμμισε χαρακτηριστικά ο Φώτης Κουβέλης.