Στο «στόχαστρο» έκθεσης του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τις θρησκευτικές ελευθερίες βρίσκεται η Χρυσή Αυγή, καθώς μέλη και υποστηρικτές του κόμματος «συνέχισαν να ασπάζονται ανοικτά» τον αντισημιτισμό και τον ρατσισμό, όπως αναφέρεται στην επίμαχη έκθεση.
Στο κεφάλαιο για την Ελλάδα, τονίζεται ότι η κυβέρνηση καταδίκασε τις πράξεις βίας εναντίον των μεταναστών και οι συντάκτες της έκθεσης καταγράφουν μια σειρά από ενέργειες και μέτρα της κυβέρνησης κατά της Χρυσής Αυγής.
Στη συνοπτική περίληψη που αφορά την κατάσταση των θρησκευτικών ελευθεριών στην Ελλάδα για το 2013, υπογραμμίζεται ότι «το Σύνταγμα και άλλοι νόμοι και πολιτικές προστατεύουν τη θρησκευτική ελευθερία με κάποιους περιορισμούς. Γενικά, η κυβέρνηση σέβεται τη θρησκευτική ελευθερία, αλλά επέβαλε περιορισμούς που επηρεάζουν μέλη μη ελληνορθόδοξων θρησκευτικών ομάδων. Η κυβέρνηση χορήγησε προνόμια και νομικά προνόμια στην Ορθόδοξη Εκκλησία -ό,τι δεν παρέχει σε άλλες θρησκευτικές ομάδες- όπως η προνομιακή φορολογία και η θεσμοθετημένη σύνδεση με την κυβέρνηση».
Στη συνέχεια, τονίζεται ότι «μέλη και υποστηρικτές του αντιπολιτευόμενου πολιτικού κόμματος Χρυσή Αυγή συνέχισαν να ασπάζονται ανοιχτά τον αντισημιτισμό και τον ρατσισμό και συνδέονται με βίαιες επιθέσεις εναντίον ατόμων που θεωρήθηκαν ότι είναι μετανάστες και πρόσφυγες».
Επίσης, επισημαίνεται ότι «επειδή η θρησκεία και η εθνικότητα συχνά είναι άρρηκτα συνδεδεμένες, ήταν δύσκολο να ταξινομηθούν πολλά περιστατικά ως ειδικά εθνοτικής ή θρησκευτικής μισαλλοδοξίας» και ότι «ηγέτες και κυβέρνηση καταδίκασαν δημόσια τις αντισημιτικές και ρατσιστικές επιθέσεις».
Στην έκθεση γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένα γεγονότα, όπως «μετά το θανατηφόρο μαχαίρωμα ενός αντι-φασίστα μουσικού από έναν αυτοαποκαλούμενο υποστηρικτή της Χρυσής Αυγής, οι Αρχές ξεκίνησαν έρευνες και έλαβαν νομικά μέτρα εναντίον της Χρυσής Αυγής με την αιτιολογία ότι είναι εγκληματική οργάνωση» και ότι «τον Οκτώβριο, το κοινοβούλιο ήρε την ασυλία σε έξι από τους βουλευτές της Χρυσής Αυγής για να διωχθούν ποινικά και ανέστειλε την κρατική χρηματοδότηση στο κόμμα τον Δεκέμβριο».
Επίσης, αναφέρεται ότι «τον Ιανουάριο, η κυβέρνηση τροποποίησε το νόμο για να προσληφθούν 240 θρησκευτικοί ισλαμιστές εκπαιδευτικοί για να διδάξουν το Κοράνι στα ελληνικά δημόσια σχολεία της Θράκης, ως εναλλακτική λύση για την ελληνική ορθόδοξη διδασκαλία» και «τον Αύγουστο, η κυβέρνηση ψήφισε ένα νόμο που προβλέπει εξαιρέσεις για τα παράνομα κτίρια, συμπεριλαμβανομένων των οίκων προσευχής και λατρείας στη Θράκη, που στερούνται τίτλους ιδιοκτησίας και δεν είναι σύμφωνα με τους κανονισμούς, επιτρέποντας έτσι την έκδοση των αδειών για την ανακαίνιση και την ανοικοδόμηση» και «συνεχίστηκε ο σχεδιασμός» για το τζαμί στην Αθήνα.
Μεταξύ άλλων, σημειώνεται ότι «υπήρξαν αναφορές για κοινωνικές καταχρήσεις ή διακρίσεις με βάση το θρήσκευμα και τις πεποιθήσεις», προσθέτοντας ότι «η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία ασκεί σημαντική κοινωνική, πολιτική και οικονομική επιρροή, που συχνά έχει ως αποτέλεσμα την υποτίμηση των άλλων θρησκειών» και ότι «ορισμένοι μη ορθόδοξοι πολίτες εξέφρασαν παράπονα ότι αντιμετωπίζονται με καχυποψία ή πως δεν ήταν γνήσιοι Έλληνες όταν αποκάλυψαν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις σε άλλους έλληνες πολίτες» και «μέλη μη ορθόδοξων θρησκευτικών ομάδων ανέφεραν περιστατικά κοινωνικών διακρίσεων». Επίσης, υποστηρίζεται ότι «υπήρξαν αναφορές για παρενόχληση και για όλο πιο βίαιες σωματικές επιθέσεις εναντίον ατόμων που εκλαμβάνονταν ως μετανάστες και πρόσφυγες, η πλειοψηφία των οποίων ήταν μουσουλμάνοι».
Στην έκθεση γίνεται αναφορά και σε συνάντηση που είχε ο αμερικανός πρέσβης και ο γενικός πρόξενος των ΗΠΑ στη Θεσσαλονίκη με κυβερνητικούς και θρησκευτικούς ηγέτες «για την προώθηση της θρησκευτικής ανοχής, την ενθάρρυνση του διαθρησκευτικού διαλόγου και τη διερεύνηση καταγγελιών για διακρίσεις».