Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κάρολος Παπούλιας, στο μήνυμά του για την αυριανή επέτειο της συμπλήρωσης 40 χρόνων από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας σημειώνει πως η κρίση έφερε υποχώρηση της δημοκρατίας και αυτή είναι ίσως η δραματικότερη παρενέργεια της οικονομικής περιπέτειας.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προτάσσει ως αναγκαία συνθήκη για την επούλωση των τραυμάτων της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και για τη βελτίωση του τρόπου λειτουργίας του πολιτεύματος, για την εμβάθυνση της δημοκρατίας, την ανάκτηση της οικονομικής αυτοδυναμίας.
Ιδιαίτερη αναφορά κάνει στις μεταρρυθμίσεις, επισημαίνοντας ότι «τη λύση θα τη βρούμε μόνοι μας και θα τη βρούμε μόνο μέσα από μεγάλες μεταρρυθμίσεις και ριζικές διαρθρωτικές αλλαγές, που θα βοηθήσουν να αρθούν οι αιτίες που προκάλεσαν τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό».
Σε αυτό το πλαίσιο, ειδική μνεία κάνει στην εμπέδωση κανόνων φορολογικής δικαιοσύνης, χαρακτηρίζοντας τη μεγαλύτερη και σημαντικότερη μεταρρύθμιση, ώστε, όπως διευκρινίζει, να σηκώνουν τα μεγάλα βάρη αυτοί που έχουν και όχι αυτοί που δεν μπορούν να ξεφύγουν.
Αναφερόμενος στην κριτική που δέχτηκε «για τις υπογραφές που έβαλα», εξηγεί ότι «το Σύνταγμα οριοθετεί σαφώς τις αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας και ήταν συνειδητή η απόφασή μου να σεβαστώ το Σύνταγμα, που έχει πολύ ταλαιπωρηθεί τα τελευταία χρόνια, και να μην παραβιάσω τη θεσμική τάξη, προκαλώντας πολιτικές εντυπώσεις ή και πολιτική κρίση, μόνο και μόνο για να αποφύγω το πολιτικό κόστος».
Αναλυτικά ο Προέδρος της Δημοκρατίας αναφέρει στο μήνυμά του:
«Η επέτειος αποκατάστασης της Δημοκρατίας στη χώρα μας είναι πάντα έναυσμα για σκέψεις που συνδέονται με το συλλογικό μας αυτοσεβασμό και με όσα παραδίδουμε στη νέα γενιά και στην επόμενη.
Έχουμε μια διαρκώς εκκρεμή οφειλή προς όσους αγωνίστηκαν για να πέσει η χούντα. Καμία τιμή δεν είναι αρκετή και δεν υπάρχουν λόγια που να μπορούν να εκφράσουν την αναγκαία ευγνωμοσύνη. Πιο πολύ αισθάνεται κανείς, αν αισθάνεται, παρά μιλάει για την προσφορά αυτών των ανθρώπων που πάλεψαν για τη δημοκρατία.
Το βλέμμα μας είναι στραμμένο στην Κύπρο που παραμένει διχοτομημένη μετά από σαράντα χρόνια και χτυπημένη σήμερα από μια άλλη κρίση, την οποία αντιμετωπίζει με αποφασιστικότητα και αποτελεσματικότητα και η οποία δεν αγγίζει ούτε πρόκειται να αγγίξει τη διαχείριση της εθνικής υπόθεσης.
Έχουν περάσει τέσσερις ολόκληρες δεκαετίες από τα γεγονότα του 1974 και η συγκυρία προσφέρεται ή και επιβάλλει προβληματισμούς που συνδέονται με τη λειτουργία του πολιτεύματος.
Η κρίση έφερε υποχώρηση της δημοκρατίας και αυτή είναι ίσως η δραματικότερη παρενέργεια της οικονομικής περιπέτειας. Η ποιότητα του κοινοβουλευτισμού, της αντιπαράθεσης μεταξύ κομμάτων, του πολιτικού διαλόγου, του τρόπου λήψης των αποφάσεων της εκτελεστικής εξουσίας τραυματίστηκε βαρύτατα. Και όλα αυτά, ενώ απέκτησε δυνάμεις, για πρώτη φορά στα ελληνικά χρονικά, ένα νεοναζιστικό μόρφωμα που κηρύττει το μίσος και τον αλληλοσπαραγμό. Μπορεί κανείς να επιχειρήσει πολλές ερμηνείες γι’ αυτό το φαινόμενο, που δεν μας τιμά ως χώρα και ως λαό, όμως η ουσία είναι ότι η δημοκρατία υπέστη πολλαπλά χτυπήματα.
Προσωπικά, δέχθηκα αρκετές φορές κριτική για τις υπογραφές που έβαλα. Το Σύνταγμα οριοθετεί σαφώς τις αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας και ήταν συνειδητή η απόφασή μου να σεβαστώ το Σύνταγμα, που έχει πολύ ταλαιπωρηθεί τα τελευταία χρόνια, και να μην παραβιάσω τη θεσμική τάξη, προκαλώντας πολιτικές εντυπώσεις ή και πολιτική κρίση, μόνο και μόνο για να αποφύγω το πολιτικό κόστος.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η ανάκτηση της οικονομικής αυτοδυναμίας είναι αναγκαία συνθήκη για την επούλωση των τραυμάτων της ελληνικής κοινωνίας αλλά και για τη βελτίωση του τρόπου λειτουργίας του πολιτεύματος, για την εμβάθυνση της δημοκρατίας. Τη λύση θα τη βρούμε μόνοι μας και θα τη βρούμε μόνο μέσα από μεγάλες μεταρρυθμίσεις και ριζικές διαρθρωτικές αλλαγές, που θα βοηθήσουν να αρθούν οι αιτίες που προκάλεσαν τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Η μεγαλύτερη και σημαντικότερη μεταρρύθμιση είναι η εμπέδωση κανόνων φορολογικής δικαιοσύνης, ώστε να σηκώνουν τα μεγάλα βάρη αυτοί που έχουν και όχι αυτοί που δεν μπορούν να ξεφύγουν.
Μεγάλη σημασία, ασφαλώς, έχει η συμφωνία για την απομείωση του χρέους, την οποία μας οφείλουν οι εταίροι μας, και για την οποία θα έχουμε ισχυρότερα διαπραγματευτικά πλεονεκτήματα εφόσον διαμορφωθεί μια κοινή εθνική θέση και επιχειρηματολογία.
Το τέλος της ελληνικής κρίσης θα επηρεαστεί από την ευρωπαϊκή και διεθνή συγκυρία αλλά κυρίως εξαρτάται από τις ελληνικές δυνάμεις και τον τρόπο που θα δουλέψει το πολιτικό σύστημα, η οικονομική ελίτ, ο κόσμος της εργασίας. Να πει κανείς πάλι για εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης είναι μια μονότονη επανάληψη, που χάνει την ουσία της όσο εξαγγέλλεται χωρίς να υλοποιείται.
Πρέπει να δημιουργηθεί προοπτική για τη νέα γενιά, να προστατευθεί η κοινωνική συνοχή, να περιοριστούν οι εκρηκτικές ανισότητες και να προκληθεί ένα μεταρρυθμιστικό σοκ που θα φέρει γρήγορα αλλαγές παντού – στο κράτος, στην οργάνωση της οικονομίας, στη λειτουργία των θεσμών.
Η πατρίδα μας πέρασε από τα σαράντα κύματα για να γίνει μια ευρωπαϊκή δημοκρατία. Να προστατεύσουμε τη δημοκρατία μας, να την κάνουμε καλύτερη, περισσότερη, βαθύτερη, δικαιότερη».