Το δίλημμα ανάμεσα στην αξίωση σφιχτών, αλλά σταθερών και πάγκοινων δημοσιονομικών αποτελεσμάτων και στη δυνατότητα μιας πιο ευέλικτης δημοσιονομικής πολιτικής προκειμένου να βγει η κάθε ευρωπαϊκή χώρα από τη δίνη της κρίσης, αναδείχθηκε ως κυρίαρχο στην επί της αρχής συζήτηση του σχεδίου νόμου για τις Αρχές Δημοσιονομικής Διαχείρισης και Εποπτείας – Δημόσιο Λογιστικό, στην Επιτροπή Οικονομικών της Βουλής.
Το υπό συζήτηση νομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών, ενσωματώνει στο εθνικό δίκαιο την Οδηγία 2011/85 της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά αναμορφώνει και το θεσμικό πλαίσιο για την παρακολούθηση των δημοσιονομικών στοιχείων της Γενικής Κυβέρνησης, με στόχο – όπως τόνισε ο εισηγητής της ΝΔ, Απόστολος Βεζυρόπουλος – «να μην υπάρχουν θύλακες που παράγουν ελλείμματα»: Ένας «διορθωτικός μηχανισμός στήριξης», αναλαμβάνει να εξασφαλίσει τους δημοσιονομικούς στόχους που έχουν τεθεί, υιοθετώντας διορθωτικές ενέργειες σε περίπτωση που διαπιστωθούν παρεκκλίσεις. Παράλληλα, συγκροτείται μια νέα Ανεξάρτητη Αρχή, το Εθνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο, αποτελούμενο από τεχνοκράτες προτεινόμενους απ’ το υπουργείο Οικονομικών, την Τράπεζα της Ελλάδος και το Ελεγκτικό Συνέδριο και επιλεγόμενους από την κυβέρνηση, προκειμένου να ελέγχουν την τήρηση των δημοσιονομικών στόχων και κανόνων και να αξιολογούν μακροοικονομικά τις προβλέψεις του Προϋπολογισμού και του κάθε μεσοπρόθεσμου σχεδίου.
«Εμείς έχουμε ως στόχο να παραμείνει η Ελλάδα μέρος της ευρωπαϊκής οικογένειας και να μην ξαναζήσει καμία γενιά την κρίση που αντιμετωπίσαμε την τελευταία τετραετία. Να οικοδομήσουμε ένα κράτος που δεν θα παράγει ελλείμματα, αλλά θα είναι αυτάρκες, οικονομικά αυτοδύναμο και δεν θα ασκεί πολιτικές με δανεικά, ευμετάβλητες και ευάλωτες σε κάθε στιγμή», τόνισε ο Απόστολος Βεζυρόπουλος.
Αντίστοιχα, για λογαριασμό του ΠΑΣΟΚ, ο Φίλιππος Σαχινίδης θεώρησε ως σοσιαλδημοκρατική προοπτική την «ομοσπονδιοποίηση των Προϋπολογισμών» στην ΕΕ και απέδωσε τη μεγάλη κρίση του 2008 στην «πλημμελή εποπτεία των χωρών της ευρωζώνης» και στη «μη έγκαιρη αντιμετώπιση των ανισορροπιών της». Με τις παρεμβάσεις που ενσωματώνει το νομοσχέδιο, επιχειρείται η ενίσχυση των κανόνων που «δεν εφαρμόστηκαν σωστά», αλλά και αλλαγές που «αν είχαν γίνει πριν από πολλά χρόνια, η χώρα μπορεί να μην έφτανε στην ανάγκη για μια απότομη δημοσιονομική προσαρμογή».
Ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ Ευκλείδης Τσακαλώτος απέρριψε πλήρως το σκεπτικό της πλειοψηφίας: Επικαλούμενος την άνοδο του ευρωσκεπτικισμού σε όλη την Ευρώπη κατά τις πρόσφατες ευρωεκλογές, αναρωτήθηκε αν η κυβέρνηση έλαβε το μήνυμα και αν θεωρεί πως οι δημοσιονομικοί κανόνες που ενισχύονται με το νομοσχέδιο, είναι άσχετοι με τα αποτελέσματα.
«Το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο δίνει προτεραιότητα στο κοινωνικό συμβόλαιο με τους πιστωτές (το χρέος) και αγνοεί όλα τα υπόλοιπα. Όταν εμείς λέμε πως το Μνημόνιο είναι καθεστώς, εννοούμε ακριβώς αυτό: Πως οι προτεραιότητες του Μνημονίου είναι οι προτεραιότητες όλης της ΕΕ – και δεν βλέπω το λόγο σε μια δημοκρατία, οι πολίτες να μην αμφισβητούν αυτές τις προτεραιότητες», ανέφερε ο κος Τσακαλώτος. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα καταψηφίσει το νομοσχέδιο, καθώς «ο βασικός κανόνας που θεσμοθετείται είναι η λιτότητα μέσω των χαμηλών ελλειμμάτων» και επειδή δημιουργείται μια ανεξάρτητη αρχή (το Εθνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο) χωρίς λαϊκή νομιμοποίηση.
«Η Κομισιόν επιχειρεί να υφαρπάξει τη δημοσιονομική πολιτική από τα κράτη-μέλη και να την ασκεί υπό τις διαταγές λιτότητας της γερμανικής ηγεμονίας», υποστήριξε η Ραχήλ Μακρή (ΑΝΕΛ). Με το άρθρο 36, «όταν το χρέος υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ, η κυβέρνηση θα πρέπει να βρει τρόπο να αυξήσει το ΑΕΠ ή να βρει χρήματα να μειώσει το χρέος. Το ΑΕΠ, όμως, δεν αυξάνεται με μέτρα λιτότητας, οπότε η μείωση του χρέους μπορεί να γίνει μονάχα με νέα μέτρα», σημείωσε η βουλευτής, δηλώνοντας πως οι Ανεξάρτητοι Έλληνες θα καταψηφίσουν το νομοσχέδιο.
Για το ίδιο άρθρο που θεσμοθετεί τον «κανόνα χρέους», ο ειδικός αγορητής της ΔΗΜΑΡ Θωμάς Ψύρρας, παρατήρησε πως «κάθε χρόνο θα πρέπει να αποπληρώνουμε το 1/20 του χρέους που υπερβαίνει το 60%, δηλαδή περίπου 6,5 δισ. ευρώ. Μόνο που για να πληρωθούν αυτά, πρέπει να έχουμε ταυτόχρονα ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς – και θα απαιτηθούν μοιραία μειώσεις δημοσίων δαπανών, διαφορετικά επιβάλλεται και πρόστιμο».
Ο κ. Ψύρρας εκτίμησε πως ένας αυστηρός έλεγχος στη δημοσιονομική διαχείριση είναι απαραίτητος – ωστόσο «το συγκεκριμένο πλαίσιο δεν είναι πρακτικά βιώσιμο, καθώς προσπαθεί να λύσει σύνθετα προβλήματα με άκαμπτα διατάγματα». Έτσι, επί της αρχής του νομοσχεδίου, η ΔΗΜΑΡ επιφυλάχθηκε να τοποθετηθεί σε μελλοντική συνεδρίαση.
«Διέξοδος προς όφελος του λαού εντός των τειχών της ΕΕ δεν υπάρχει», ανέφερε στην ομιλία του ο Νίκος Καραθανασόπουλος (ΚΚΕ).
«Οι προοπτικές που ανοίγονται μπροστά, δεν πρόκειται να συμβάλουν σε μια βελτίωση της θέσης της εργατικής τάξης και των πλατιών λαϊκών στρωμάτων. Αντίθετα, η ίδια η καπιταλιστική ανάκαμψη, είτε έρθει με τα μέτρα της δημοσιονομικής πειθαρχίας (κυβέρνηση), είτε με επεκτατική δημοσιονομική πολιτική και εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης (ΣΥΡΙΖΑ) έχει ως προϋπόθεση την συνεχή επιδείνωση της θέσης των εργαζομένων για ακόμη πιο φθηνούς εργαζόμενους, χωρίς συγκροτημένα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα», τόνισε ο ειδικός αγορητής του ΚΚΕ.
«Η Οδηγία ορίζει πως κάθε κράτος-μέλος, διαθέτει αριθμητικούς δημοσιονομικούς κανόνες που προωθούν τη συμμόρφωσή του με τη Συνθήκη για τη λειτουργία της ΕΕ. Πυρήνας είναι η Συνθήκη για τη λειτουργία της ΕΕ, για όσους σε αυτή την αίθουσα θέλουν να είμαστε μέλη της ΕΕ», απάντησε με υπαινιγμούς προς την αντιπολίτευση, ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας. «Η παρακολούθηση, ανάλυση και επίβλεψη των δημοσιονομικών κανόνων από ανεξάρτητους φορείς (Δημοσιονομικά Συμβούλια), έχει θεσπιστεί σε 20 χώρες της Ε.Ε. – και ήδη λειτουργεί σε 12 χώρες».
«Το νέο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης στην Ευρώπη, ισχύει για όλα τα κράτη-μέλη, εδράζεται σε ευρωπαϊκούς Κανονισμούς γενικής εφαρμογής, υποχρεωτικούς σε όλα τα στοιχεία τους και εφαρμόσιμους σε όλα τα μέλη τους. Αυτό κ. Τσακαλώτε, ισχύει για όλα τα κράτη-μέλη που θέλουν να ανήκουν στην Ευρωζώνη. Δεν επιβάλλεται, αλλά επιλέγεται – και εμείς έχουμε επιλέξει», ανέφερε, μεταξύ άλλων, ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών.