«Αυτή τη στιγμή, όπως είναι τα επιδημιολογικά δεδομένα, φαίνεται ότι ο αρχικός στόχος για άνοιγμα στις 30 Νοεμβρίου δεν είναι ρεαλιστικός», δήλωσε μιλώντας στον Ρ/Σ «STATUS FM» ο Στέλιος Πέτσας. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ανέφερε ότι υπάρχουν κάποια ενθαρρυντικά μηνύματα από την πτώση των κρουσμάτων τις τελευταίες τέσσερις ημέρες σε όλη τη χώρα, ιδίως στη Θεσσαλονίκη, αλλά περιμένουμε μεγαλύτερη πτώση τις επόμενες ημέρες.
«Γιατί, κακά τα ψέματα, την πρώτη εβδομάδα αυτού του δεύτερου lockdown, υπήρξε μια υπερβολική χαλαρότητα όλων μας, με περισσότερες μετακινήσεις, υψηλότερη κινητικότητα από ό,τι δικαιολογούσε η κατάσταση», συμπλήρωσε επαναλαμβάνοντας ότι ένας αριθμός κρουσμάτων 300-400 ημερησίως θα μας επιτρέψει να συμβιώσουμε χωρίς την επιθετική αύξηση κρουσμάτων που οδήγησε στην πίεση το Σύστημα Υγείας.
«Είμαστε μακριά ακόμη από αυτόν [τον αριθμό]. Σήμερα και αύριο θα είναι δύο κρίσιμες ημέρες. Θα δούμε τον αριθμό των κρουσμάτων, σε σχέση με τις αντίστοιχες ημέρες της προηγούμενης εβδομάδας», συνέχισε, ενώ, ειδικά για τα μητροπολιτικά κέντρα όπως είναι η Θεσσαλονίκη και η Αθήνα, είπε πως όταν υπάρχει εκεί διασπορά, είναι πιο εύκολο να επεκταθεί σε άλλες περιοχές και γι’ αυτό η κυβέρνηση πήρε αυτά τα μέτρα.
Αναφερόμενος στα σχολεία είπε ότι στην εισήγηση των επιδημιολόγων δεν έπαιξε ρόλο η μετάδοση εντός των αιθουσών που ήταν περιορισμένη, αλλά η επιβάρυνση στην κοινότητα από τη μεταφορά του ιού από το οικογενειακό περιβάλλον στο παιδί.
«Πέφτοντας το επιδημιολογικό φορτίο στην κοινότητα, γίνεται ακόμη πιο ασφαλές το σχολικό περιβάλλον. Πριν πάντως ανοίξουν τα σχολεία θα θέσουμε σε εφαρμογή ένα σχέδιο στοχευμένων ελέγχων στα παιδιά που είναι στις διάφορες βαθμίδες της εκπαίδευσής μας, προκειμένου να δούμε ποιο είναι το επιδημιολογικό φορτίο στα παιδιά σε σχέση με την κοινότητα. Και μετά θα προχωρήσουμε στο άνοιγμα. Πηγαίνουμε βήμα-βήμα, αλλά θα ανοίξουν τα σχολεία», συμπλήρωσε.
Παράλληλα είπε ότι αν χρειαστεί θα υπάρξει και επίταξη του ιδιωτικού τομέα για την ενίσχυση του Συστήματος Υγείας. «Αυτό που έχουμε ανάγκη είναι από ιδιώτες γιατρούς να συνδράμουν στο έργο του ΕΣΥ.
Και γι’ αυτό το λόγο έγινε πολλή συζήτηση τις προηγούμενες ημέρες για οικειοθελή διάθεση των ιδιωτικών γιατρών να συνδράμουν στο ΕΣΥ. Και αν αυτό δεν είναι ικανοποιητικό, όσον αφορά τον βαθμό και τον αριθμό αυτών που θα ανταποκριθούν, τότε υπάρχει και το ενδεχόμενο μέτρων, όπως η επίταξη κάποιων ειδικοτήτων.
Εάν δεν υπάρξει ικανοποιητική ανταπόκριση, εξετάζεται ακόμη και αυτό. Γιατί είμαστε, όπως έχουμε πει πολλές φορές, σε έναν πόλεμο. Και σε αυτόν τον πόλεμο πρέπει όλοι να βοηθήσουμε με τις δυνάμεις μας», πρόσθεσε σημειώνοντας ότι μετά τη σχετική επιστολή του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου φαίνεται ότι υπάρχει μεγαλύτερη διάθεση συνδρομής των ιδιωτών γιατρών.
«Υπάρχει ένας σχεδιασμός από το υπουργείο Υγείας, ώστε η χώρα να λειτουργεί ως μια υγειονομική Περιφέρεια. Κάνει την κατανομή των πόρων του Συστήματος με τέτοιο τρόπο, ώστε να κερδίσει τον πόλεμο», υπογράμμισε.
Υπενθύμισε επίσης ότι οι ΜΕΘ από τις 557 που παρέλαβε η κυβέρνηση, σήμερα είναι 1.242 και το προσωπικό του ΕΣΥ που ήταν 88.690 πριν από την πανδημία, σήμερα έχει πάνω από 100.000 άτομα ενώ αυξήθηκε ο προϋπολογισμός 1 δισ. ευρώ.
Αναφερόμενος στην Τράπεζα Πειραιώς δήλωσε πως εφόσον υπάρχει η δυνατότητα να προχωρήσουμε σε αυτή τη στρατηγική ώστε στο τέλος του 2021, πραγματικά να έχει αντιμετωπιστεί το βασικό πρόβλημα που είναι τα «κόκκινα» δάνεια και η δυσπραγία στην οικονομική δραστηριότητα, «τότε η Τράπεζα Πειραιώς θα είναι ξανά, όπως και όλο το τραπεζικό σύστημα, σε θέση να προσφέρει αυτά που χρειάζεται η ελληνική οικονομία και να απεμπλακεί από την υψηλή συμμετοχή του το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και φυσικά το ελληνικό Δημόσιο».
Και τόνισε: «Λέμε όχι στον φθηνό λαϊκισμό. Το θέμα δεν είναι να “ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα”. Όλοι οι τομείς της οικονομίας χρειάζονται στήριξη. Η Aegean είναι εθνικός, στην ουσία, αερομεταφορέας.
Δεν υπάρχει άλλος σε αυτή την έκταση, που να μπορεί να φέρνει το μεταφορικό αποτέλεσμα που χρειαζόμαστε. Επίσης, είναι τα “φτερά” της χώρας μας για τον τουρισμό. Μεταφέρει εκατομμύρια τουρίστες. Χρειάζεται στήριξη στις αερομεταφορές, όπως έγινε παντού στην Ευρώπη. Τα χρήματα που δίνουμε -σε σχέση με τα περίπου 32 δισεκατομμύρια που δίνονται στην Ευρώπη για στήριξη αντίστοιχων εταιρειών- είναι σχετικά περιορισμένα.
Θα υπάρξει συμμετοχή και των ιδιωτών μετόχων. Για κάθε ένα ευρώ που βάζει το Δημόσιο, θα βάζει 50 λεπτά και ο ιδιώτης μέτοχος. Και το ελληνικό Δημόσιο δεν δίνει τα λεφτά χάρισμα. Τα λεφτά δεν τα δίνουμε χάρισμα.
Παίρνουμε warrants, δηλαδή δικαιώματα προαίρεσης και εφόσον ανέβει η μετοχή της εταιρείας, το ελληνικό Δημόσιο θα βγάλει πολλαπλάσια από αυτά που έβαλε. Σε καιρούς κρίσης παρεμβαίνει το κράτος για να φέρει την ισορροπία που χρειάζεται στην οικονομία, αλλά μετά αποσύρεται. Δεν είναι εκεί για να κρατικοποιήσει τα πάντα, ούτε είμαστε σοβιετία».