«Επιθυμία του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού ήταν να γίνει το ταχύτερο δυνατόν μία μελέτη τρωτότητας για τον αρχαιολογικό χώρο της Ακρόπολης. Θέλαμε να γίνει από τον πιο αξιόπιστο δημόσιο φορέα. Ο φορέας αυτός είναι το Κέντρο Μελετών Ασφαλείας. Ζητήσαμε να συνεργαστούν με τις δικές μας υπηρεσίες, προκειμένου να αποτυπώσουν την υπάρχουσα κατάσταση, κυρίως όμως, να προχωρήσουν σε προτάσεις και να μας προτείνουν λύσεις για τη βελτιστοποίηση των διαδικασιών, ώστε η ασφάλεια του αρχαιολογικού χώρου της Ακρόπολης να γίνει ακόμη πιο ισχυρή απ’ ό,τι είναι σήμερα.
Από σήμερα, που μας παραδίδεται επισήμως το πόνημα του ΚΕΜΕΑ, μελετάμε τις προτάσεις, σχεδιάζουμε τα έργα, τα οποία πρέπει να γίνουν άμεσα και τα θέτομε σε τροχιά υλοποίησης».
Τα παραπάνω δήλωσε η υπουργός Πολιτισμού παραλαμβάνοντας σήμερα από τον υφυπουργό Προστασίας του Πολίτη Λευτέρη Οικονόμου τη μελέτη τρωτότητας και ασφάλειας των μνημείων της Ακρόπολης και της ευρύτερης περιοχής της. Παραβρέθηκαν ο πρόεδρος του Δ.Σ. και διοικητής του ΚΕΜΕΑ Θεόδωρος Δραβίλλας, ο προϊστάμενος της Διεύθυνσης Μελετών και Εκτέλεσης Έργων Μουσείων και Πολιτιστικών Κτιρίων, Κωνσταντίνος Φρισήρας και η προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Αθηνών, Ελένη Μπάνου.
«Η μελέτη εντάσσεται στο ευρύτερο πρόγραμμα αναβάθμισης υπηρεσιών στον αρχαιολογικό χώρο της Ακρόπολης και αφορά σε ζητήματα προστασίας, σε σχέδια διαφύλαξης και διαχείρισης κινδύνων» αναφέρει η σχετική ανακοίνωση του υπουργείου Πολιτισμού.
«Η απόρρητη μελέτη, έκτασης 600 σελίδων, αναλύει σε βάθος τους παράγοντες τρωτότητας, μελετά τους όρους επικινδυνότητας για τον χώρο και καταλήγει σε ένα σύνολο προτάσεων, οι οποίες πρέπει να εφαρμοστούν άμεσα ή σύμφωνα με εκτίμηση των αρμόδιων υπηρεσιών μεσομακροπρόθεσμα. Σύμφωνα με τη μελέτη, εκτιμώνται οι πιθανοί κίνδυνοι σε ένα μεγάλο εύρος, το οποίο περιλαμβάνει, και φυσικά φαινόμενα και ανθρωπογενείς παράγοντες. Πραγματοποιήθηκε τρισδιάστατη γεωγραφική αποτύπωση της ευρύτερης περιοχής του αρχαιολογικού χώρου της Ακρόπολης, η οποία εκτείνεται από το Κουκάκι έως την οδό Πατησίων».
Η υπουργός Πολιτισμού αναφερόμενη στο χρονικό της συνεργασίας με το ΚΕΜΕΑ είπε ότι «η πρώτη συνάντηση ήταν τον Ιανουάριο του 2020, στις 25 Φεβρουαρίου του 2020, ο διοικητής με τα στελέχη του ΚΕΜΕΑ κατέθεσαν στο ΥΠΠΟ συγκεκριμένες προτάσεις για την εκπόνηση της μελέτης.
Μεσολάβησε ο κορονοϊός με τα γνωστά προβλήματα και στις 11 Ιουνίου υπεγράφη η σύμβαση ανάμεσα στο ΚΕΜΕΑ και στο Ίδρυμα Ωνάση, τον χορηγό της μελέτης. Όπως είναι γνωστό το Ίδρυμα Ωνάση συνδράμει το υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, συνεργάζεται με το ΥΠΠΟΑ και χρηματοδοτεί την αναβάθμιση των έργων που αφορούν στην αναβάθμιση των παρεχομένων υπηρεσιών στην Ακρόπολη.
Ήδη έχει παραδοθεί ο φωτισμός. Στις 3 Δεκεμβρίου παραδίδεται ο ανελκυστήρας πλαγιάς και πριν από λίγες εβδομάδες ολοκληρώθηκε η μελέτη, την οποία χρηματοδότησε το Ίδρυμα και σήμερα μας παραδίδει το αρμόδιο Υπουργείο».
«Όταν λέμε Ακρόπολη, και αυτό ήταν κάτι που συζητήσαμε από την αρχή με τον κ. Διοικητή» συνέχισε η κ. Μενδώνη «δεν περιοριζόμαστε στον Ιερό Βράχο και στα μνημεία του. Επεκταθήκαμε στο Ηρώδειο και στον πεζόδρομο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, στον ‘Αρειο Πάγο και στους δυτικούς λόφους, δηλαδή τον λόφο των Μουσών, τον λόφο των Νυμφών και την Πνύκα, στην Αρχαία Αγορά, στη Ρωμαϊκή Αγορά, στη Βιβλιοθήκη του Αδριανού.
Όταν έχει κανείς την ευθύνη της προστασίας και της διαχείρισης του μείζονος, του εμβληματικού μνημείου του δυτικού κόσμου, έχει ένα τεράστιο βάρος. Αυτό το φέρει η Αρχαιολογική Υπηρεσία, το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού και η εκάστοτε πολιτική ηγεσία του. Οφείλουμε λοιπόν, να αντιμετωπίσουμε τη μοναδική πολιτιστική αξία της Ακρόπολης μέσα στο πλαίσιο της βιώσιμης ανάπτυξης.
Οφείλουμε να την παραδώσουμε, τουλάχιστον στην κατάσταση που την παραλάβαμε. Αυτό προφανώς δεν αρκεί. Γι’ αυτό μας ενδιαφέρει στον μέγιστο βαθμό η ασφάλεια των αρχαιολογικών χώρων, ιδιαιτέρως η ασφάλεια της Ακρόπολης και της γύρω περιοχής της.
Έχουμε έναν χώρο με πάρα πολύ μεγάλη επισκεψιμότητα, άρα τα θέματα ασφαλείας δεν απασχολούν μόνο την Ελλάδα, αλλά απασχολούν διεθνώς. Η εικόνα της Ακρόπολης είναι η εικόνα της χώρας. Αυτό εκπέμπουμε προς τα έξω. Εάν στην Ακρόπολη δεν παρέχεται η μέγιστη δυνατή ασφάλεια, αντιλαμβάνεται κανείς ότι οποιοδήποτε αρνητικό γεγονός έχει επίπτωση στην εικόνα της χώρας. Εδώ η ευθύνη μας είναι πολύ μεγαλύτερη.
Μια ενδεχόμενη ζημιά σε όλες τις αρχαιότητες, ιδιαίτερα στην Ακρόπολη, είναι μη αναστρέψιμη. ‘Αρα, οφείλομε να την περιορίσομε στο ανθρωπίνως δυνατόν. Μια ενδεχόμενη ζημιά στην Ακρόπολη -έστω και μικρή- είναι δυσφήμιση για τη χώρα, έχει οι μείζονες οικονομικές συνέπειες για την Αθήνα αλλά και για την Ελλάδα, καθώς θα δημιουργούσε μία γενικευμένη ανησυχία και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.
Το 2013 είχε γίνει μία μελέτη από τη ΓΑΔΑ. Ακολουθήθηκαν από το Υπουργείο Πολιτισμού αρκετά από τη μελέτη εκείνη, έπρεπε όμως να επικαιροποιηθεί. Αυτό έγινε σε εξαντλητικό βαθμό από το ΚΕΜΕΑ. Αυτό προκύπτει από την πολύ στενή συνεργασία με τις υπηρεσίες μας. Ως Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού θέλουμε να επεκτείνουμε τη συνεργασία μας αυτή με το ΚΕΜΕΑ σε μια πιο σταθερή και μονιμότερη βάση, ενδεχομένως μέσα από ένα Μνημόνιο Συνεργασίας, ώστε να καλύψουμε και άλλους αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία της χώρας. Ξεκινώντας βεβαίως από τα μεγάλα μουσεία και από τους χώρους που είναι ενταγμένοι στον κατάλογο Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO».
Σύμφωνα με τον υφυπουργό Προστασίας του Πολίτη Λευτέρη Οικονόμου συνεχίζει η ανακοίνωση του ΥΠΠΟ «περιποιεί τιμή για εμάς ότι το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού επέλεξε έναν δημόσιο φορέα και μάλιστα το Κέντρο Μελετών Ασφάλειας της Ελληνικής Αστυνομίας να επωμιστεί την υλοποίηση του έργου αυτού, η σημασία του οποίου, τόσο η πολιτισμική, όσο και από πλευράς ασφαλείας, είναι υψίστης σημασίας, διότι έχει να κάνει με το ιερότερο πολιτιστικό μνημείο το οποίο διαθέτει η χώρα μας και αποτελεί ένα στοιχείο υψηλής πολιτιστικής κληρονομιάς, παγκόσμιας εμβέλειας.
Για εμάς η πρόκληση ήταν μεγάλη, συναισθανόμενοι το μέγεθος της ευθύνης, ούτως ώστε να μπορέσουμε να καταρτίσουμε ένα σχέδιο ασφαλείας, το οποίο να μπορεί να ανταποκρίνεται στις παρούσες και μελλοντικές και δυνατόν προβλεπόμενες απειλές. Διότι, η εποχή η οποία διανύουμε είναι εποχή πρωτόγνωρων απειλών. Αυτό που ίσχυε στο παρελθόν, ότι τα μνημεία είναι ουσιαστικά ασφαλή, λόγω του συμβολισμού και της σημασίας την οποία έχουν και είναι σεβαστά απ’ όλους, δυστυχώς στις ημέρες μας δεν ισχύει.
Κατά συνέπεια, υπάρχουν νέου είδους απειλές για τα αρχαιολογικά μνημεία και τα μουσεία και αυτό επιβάλλει πλέον να υπάρξει ένας συνολικότερος σχεδιασμός που να μπορεί να ανταποκρίνεται σε αυτές τις σύγχρονες και πρωτόγνωρες απειλές.
Είμαστε εδώ, έχουμε τη διάθεση και την ιερή υποχρέωση να ανταποκριθούμε σε αυτή την ιστορική πρόκληση και μέσα από ένα Μνημόνιο Συνεργασίας, το οποίο πολύ σύντομα θα είμαστε σε θέση να υπογράψουμε, θα ξεκινήσουμε αυτή τη συνεργασία, ώστε μέσα από μια διαδικασία αξιολόγησης προτεραιοτήτων να προχωρήσουμε στην εκπόνηση των σχεδίων ασφαλείας για τα μουσεία και τους άλλους αρχαιολογικούς χώρους, όπου αυτό επιβάλλεται».
Από την πλευρά του, ο Διοικητής του ΚΕΜΕΑ Θεόδωρος Δραβίλλας σημείωσε ότι «θα είμαστε εδώ με τα στελέχη μας προκειμένου να δώσουμε όπου απαιτηθεί, σε οποιαδήποτε γωνιά της Ελλάδας, σε οποιοδήποτε μουσείο, αρχαιολογικό χώρο, περιεχόμενο σε ό,τι αφορά ασφάλεια, μελέτη επικινδυνότητας, τρωτότητας και λήψη κατάλληλων μέτρων».