Σκληρή ανακοίνωση εξέδωσε η Χρυσή Αυγή με αφορμή το πόρισμα των ανακριτριών με το οποίο στοιχειοθετείται η κατηγορία της «εγκληματικής οργάνωσης» για το Λαϊκό Σύνδεσμο, κάνοντας λόγο «συνταγματική εκτροπή» και «πολιτικές σκοπιμότητες».
Όποιος διαβάσει το πόρισμα των ανακριτριών Κλάπα – Δημητροπούλου με το οποίο δήθεν στοιχειοθετείται η “εγκληματική οργάνωση” της Χρυσής Αυγής θα αντιληφθεί την σκευωρία και τις πολιτικές σκοπιμότητες που κρύβονται πίσω από τις παράνομες διώξεις κατά του Εθνικιστικού Κινήματος σε σημείο που να οδηγούν σε Συνταγματική εκτροπή.
Προκαλούμε κάθε αντικειμενικό δημοσιογράφο και κάθε εχέφρονα πολίτη να διαβάσει το πόρισμα των ανακριτριών από το τέλος προς την αρχή. Το λέμε αυτό, διότι το μοναδικό σημείο του-έκτασης 192 σελίδων-εγγράφου στο οποίο αναφέρονται οι 9 Βουλευτές του κόμματός μας οι οποίοι διώκονται για πρώτη φορά (Ελένη Ζαρούλια, Νικόλαος Κούζηλος, Μιχαήλ Αρβανίτης, Αντώνιος Γρέγος, Πολύβιος Ζησιμόπουλος, Αρτέμης Ματθαιόπουλος, Κωνσταντίνος Μπαρμπαρούσης, Δημήτρης Κουκούτσης, Χρυσοβαλάντης Αλεξόπουλος), είναι στις τελευταίες σελίδες όπου διατυπώνεται το αίτημα άρσης της ασυλίας τους.
Σε όλο το υπόλοιπο «πόρισμα» δεν γίνεται επίκληση ούτε ενός αποδεικτικού στοιχείου που να αφορά εμπλοκή των παραπάνω προσώπων στο αδίκημα του άρθρου 187 ΠΚ. Δικαιώνεται συνεπώς η θέση που είχαμε εκφράσει από την πρώτη στιγμή, δηλαδή οι διώξεις σε βάρος του Αρχηγού και των Βουλευτών του Λαϊκού Συνδέσμου-Χρυσή Αυγή είναι αμιγώς πολιτικές.
Τονίζουμε ότι στη σελ. 186 (στο συμπέρασμα) του πορίσματος γίνεται αναφορά στους Βουλευτές της Χρυσής Αυγής συνολικά [«Στα παραπάνω εκτιθέμενα αποδεικτικά στοιχεία (ένορκες καταθέσεις μαρτύρων, κατασχεθέντα πειστήρια κλπ.) οι Βουλευτές της Χρυσής Αυγής φέρονται…]. Προκύπτει επομένως, ότι οι ανακρίτριες προέβησαν σε συλλογική αξιολόγηση των προσώπων αυτών και μάλιστα όχι με βάση πράξεις τους, αλλά ex officio, δηλαδή μόνο με βάση την ιδιότητά τους ως Βουλευτών της Χρυσής Αυγής.
Κυριολεκτικά το ανωτέρω «πόνημα» που υπογράφεται από τις Ειδικές-Εφέτες Ανακρίτριες Ιωάννα Κλάπα και Μαρία Δημητροπούλου, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως τρικυμία εν κρανίω!
Από την απλή ανάγνωσή του γίνεται ξεκάθαρο ότι οι δύο ανακρίτριες δεν ενδιαφέρονται για την αναζήτηση της αλήθειας, αλλά για την «πάση θυσία» απόδειξη του κατηγορητηρίου με βασικό εργαλείο την μεροληπτική αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού. Τα πάντα ερμηνεύονται κατά τρόπο που να εξυπηρετεί το ζητούμενο, δηλαδή να συνταχθεί κατηγορητήριο που θα λέει ότι η Χρυσή Αυγή είναι “εγκληματική οργάνωση”.
Καταρχάς να διευκρινίσουμε ότι εγκληματική οργάνωση μπορεί να χαρακτηριστεί μία ομάδα ανθρώπων και όχι ένα νομικό πρόσωπο. Ο Λαϊκός Σύνδεσμος-Χρυσή Αυγή αποτελεί κόμμα συσταθέν νομίμως, διαθέτει νομική προσωπικότητα και κατά συνέπεια αποτελεί υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Η εγκληματική οργάνωση δεν μπορεί να λαμβάνεται ως νομικό πρόσωπο που διαθέτει νομική προσωπικότητα. Ως εκ τούτου, εγκληματική οργάνωση χαρακτηρίζεται η ομάδα των ανθρώπων και όχι το νομικό πρόσωπο, το οποίο δεν μπορεί να τελέσει πράξεις και ως εκ τούτου να υπαχθεί στις διατάξεις του ποινικού κώδικα και να τιμωρηθεί βάσει αυτών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, στην απόφασή του με την οποία απέρριψε την αίτηση εξαίρεσης που υπέβαλε ο Βουλευτής Αττικής Ηλίας Κασιδιάρης, ισχυρίστηκε ότι οι Ανακρίτριες διαχωρίζουν το κόμμα Λαϊκός Σύνδεσμος-Χρυσή Αυγή από την εγκληματική οργάνωση «Χρυσή Αυγή» (για το λόγο αυτό άλλωστε και χρησιμοποιούν εισαγωγικά) και συνεπώς δεν πρόκειται για το ίδιο πράγμα. Στο πόρισμά τους όμως που ήρθε στη Βουλή, οι Ανακρίτριες μιλάνε για Βουλευτές της «Χρυσής Αυγής» , αποδεικνύοντας ότι ταυτίζουν το κόμμα με την υποτιθέμενη εγκληματική οργάνωση. Μάλιστα, προχωρούν ένα βήμα παρακάτω, ισχυριζόμενες ότι η λειτουργία του κόμματος δεν είναι νόμιμη, από τη στιγμή που αποτελεί εγκληματική οργάνωση!
Οι Ανακρίτριες ισχυρίζονται (και ορθώς το πράττουν) ότι η διάταξη του άρθρου 187 ΠΚ έχει θεσπιστεί προκειμένου να προστατεύσει το έννομο αγαθό της δημόσιας τάξης. Αμέσως μετά όμως αναφέρουν ότι η συμμετοχή κάποιου στην εγκληματική οργάνωση μπορεί να προκύπτει με βάση τη συμμετοχή του σε εορταστικές συναθροίσεις ή με ομιλίες στα πλαίσια αυτών των εκδηλώσεων! Αναρωτιέται επομένως κανείς, πώς μπορεί να διαταράσσει κάποιος τη δημόσια τάξη συμμετέχοντας σε εορταστικές εκδηλώσεις ή κάνοντας ομιλίες! Μάλλον οι ανακρίτριες εννοούν ότι οι πολιτικές μας ομιλίες δεν είναι αρεστές στους πολιτικούς μας αντιπάλους και γι’ αυτό πρέπει να πάμε φυλακή!
Επιπλέον, οι ανακρίτριες γράφουν ότι ο δόλος του κατηγορουμένου σχετικά με την ένταξή του στην εγκληματική οργάνωση, δηλαδή η γνώση εκ μέρους του των εγκληματικών δραστηριοτήτων της οργάνωσης, μπορεί να τεκμαίρεται από «τη μη αποκήρυξη της βίας»!!! Δηλαδή θεσπίζουν υποχρέωση κάθε προσώπου που εντάσσεται σε κάποιο κόμμα να προβεί σε ρητή και πανηγυρική αποκήρυξη της βίας, γιατί διαφορετικά θα θεωρηθεί συνυπεύθυνος για ό, τι πράξουν εν αγνοία του άλλα μέλη ή οπαδοί του ιδίου κόμματος. Μιλάμε για απόψεις παράλογες όσο και πρωτοφανείς στα νομικά χρονικά! Ούτε ο Κώδικας του Χαμουραμπί δεν προέβλεπε τέτοια αδικήματα!
Αυτό όμως που προκαλεί την μεγαλύτερη εντύπωση είναι ότι προκειμένου να ενισχύσουν την ως άνω άποψή τους (δηλαδή περί του ότι μπορεί να προκύψουν ενδείξεις συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση με βάση την παρουσία κάποιου σε εορταστικές εκδηλώσεις ), οι ανακρίτριες επικαλούνται και παραπέμπουν στην υπ’ αριθ. 1040/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου. Με μια πρόχειρη έρευνα στο διαδίκτυο εντούτοις, προκύπτει ότι η συγκεκριμένη απόφαση αφορά υπόθεση μη υποβολής φορολογικής δήλωσης και φυσικά δεν αναφέρει τίποτε σχετικό με εγκληματικές οργανώσεις και συμμετοχή σε εορταστικές εκδηλώσεις αυτών!!! Αμέλεια; Ανικανότητα; Σκοπιμότητα; Σίγουρα πάντως: «το γαρ πολύ της θλίψεως γεννά παραφροσύνη…»
Ακολούθως, οι ανακρίτριες ισχυρίζονται ότι η λειτουργία της Χρυσής Αυγής ως κόμματος δεν είναι νόμιμη, διότι η δράση της έρχεται σε αντίθεση με τις ρυθμίσεις του άρθρου 29 παρ. 1 του Συντάγματος. Το πρώτο ζήτημα που ανακύπτει εδώ είναι βέβαια ποιος τους παρέχει τη δικαιοδοσία να αποφανθούν κατά πόσο ένα κόμμα τηρεί ή όχι το άρθρο 29 του Συντάγματος, ήτοι κατά πόσον η δράση του εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Οι εν λόγω κυρίες διεξάγουν ανακριτικό έργο και είναι υποχρεωμένες να περιορίζονται στη διερεύνηση αξιόποινων πράξεων συγκεκριμένων ατόμων. Δεν αποτελούν Συνταγματικό Δικαστήριο, ούτε τους έχει ανατεθεί η πολιτική αξιολόγηση του κόμματος της Χρυσής Αυγής. Συμπεριέλαβαν όμως την ως άνω αυθαίρετη άποψή τους για εξυπηρετήσουν πολιτικές σκοπιμότητες, αποδεικνύοντας με αυτό τον τρόπο ότι δεν είναι αμερόληπτες, αλλά κρίνουν με βάση την εμπάθεια που τρέφουν για το Εθνικιστικό Κίνημα.
Εκτός αυτού, προκειμένου να αποδείξουν την βασιμότητα της απόψεώς τους, επικαλούνται μία μελέτη του Χρήστου Σατλάνη (τέως Καθηγητή στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου χωρίς καμία ειδίκευση στο Συνταγματικό Δίκαιο), Καθηγητή του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου (!!!), η οποία μάλιστα συντάχθηκε «φωτογραφικά» για να χρησιμοποιηθεί κατά της Χρυσής Αυγής, γεγονός που προκύπτει από το ότι δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ποινική Δικαιοσύνη» λίγες εβδομάδες αφότου ξεκίνησαν οι διώξεις σε βάρος των Βουλευτών μας και ολόκληρο το περιεχόμενό της κατατείνει στο να χαρακτηριστεί η Χρυσή Αυγή εγκληματική οργάνωση.
Τη στιγμή που το σύνολο των Συνταγματολόγων έχει αποφανθεί ότι το Σύνταγμα της Ελλάδος δεν επιτρέπει την απαγόρευση λειτουργίας κόμματος ή καθόδου του στις εκλογές, οι ανακρίτριες χρησιμοποιούν τη μοναδική μελέτη που (συντάχθηκε κατά παραγγελία και) ταιριάζει με το συμπέρασμα στο οποίο εκ των προτέρων θέλουν να καταλήξουν για τη Χρυσή Αυγή.
Σχετικά με την απολύτως κρατούσα άποψη στους κύκλους των Συνταγματολόγων, θα περιοριστούμε να παραθέσουμε απόσπασμα από το σύγγραμμα του Συνταγματολόγου Δημήτρη Τσάτσου (Συνταγματικό Δίκαιο Τόμος Β΄, σελ. 82-83, εκδόσεις Σάκκουλα στο κεφάλαιο υπό τον τίτλο «Δημοκρατία και εχθροί του πολιτεύματος»), που αναφέρεται στην ορθή ερμηνεία του άρθρου 29 παρ. 1 του Συντάγματος: «…β) «Η ελευθερία που αξίζει»- σημειώνει εύστοχα ο Α. ΜΑΝΕΣΗΣ-«δεν είναι τόσο η ελευθερία των ομοφωνούντων αλλά μάλλον η ελευθερία των διαφωνούντων» (βλ. το πρόβλημα της ασφαλείας…, σ. 393). Το Σύνταγμα, σύμφωνα με τη δική μας προερμηνευτική επιλογή (βλ. τ. Α, Θεωρητικό Θεμέλιο, παρ. 12 V, 6 επ.) κυριαρχείται και από την αρχή in dubio pro libertate. Αυτή ακριβώς η αρχή είναι αποτρεπτική της ερμηνευτικής συναγωγής κυρώσεων κατά εκείνων που η πολιτεία θεωρεί εκάστοτε ως «εχθρούς». Γι’ αυτό, οι διατάξεις που θεσπίζουν θετική προς το πολίτευμα στάση, χωρίς παράλληλα να προβλέπουν κυρώσεις για την περίπτωση μη τήρησής τους, δεν μπορούν να συμπληρώνονται με κυρωτικό κανόνα κατά την ερμηνεία τους.
γ) Ο συνταγματικός νομοθέτης, έχοντας επίγνωση της εγγενούς ρευστότητας των ρητρών περί υποχρέωσης εξυπηρέτησης ή στήριξης «της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος» μόνο κατ’ εξαίρεση τις συνόδευσε με κυρώσεις (π.χ. άρθρο 14 παρ. 3). Τέτοιες αρχές (βλ. παραπάνω 4, α-στ), σημαντικές για την εφαρμογή και την ερμηνεία του Συντάγματος αλλά και για την αξιολόγηση θεσμικών συμπεριφορών, λειτουργούν από τη φύση τους περισσότερο ιστορικά και λιγότερο ως κανόνες που προβλέπουν συγκεκριμένες νομικές κυρώσεις.
δ) Η άποψη, πως από τη δημοκρατική αρχή προκύπτει γενική δυνατότητα της πολιτείας-πέρα από τις ρητές κυρώσεις που μόνο ως προς ορισμένα θέματα προβλέπει το Σύνταγμα-να εξαιρεί από την προστατευτική της λειτουργία όσους χρησιμοποιούν τους θεσμούς της για να πείσουν ότι είναι ακατάλληλοι και ότι πρέπει να ανατραπούν, προϋποθέτει πως οι πολίτες πρέπει να πληροφορούνται μόνο «ακίνδυνα» γεγονότα και «ακίνδυνες» ιδέες, έτσι ώστε να αποτρέπεται μια ανεπιθύμητη πολιτική βούληση του λαού.
Η σχετικοποίηση της έννοιας της λαϊκής κυριαρχίας, που συντελείται με την απαγόρευση ιδεών και τη συγκάλυψη γεγονότων δημιουργεί, ερμηνευτικά, τις προϋποθέσεις της σταδιακής αναίρεσης της λαϊκής κυριαρχίας. Η διαφωνία με το ισχύον συνταγματικό καθεστώς είναι κατ’ αρχήν στάση νόμιμη, εκτός από τις περιπτώσεις όπου το Σύνταγμα προβλέπει την προληπτική (π.χ. άρθρο 11 παρ. 2 εδ. β) ή την κατασταλτική (π.χ. άρθρο 14 παρ. 3) παρέμβαση της δημόσιας εξουσίας».]»
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι ενώ οι ανακρίτριες δέχονται πως η Χρυσή Αυγή διαθέτει δεκάδες γραφεία και τοπικές οργανώσεις σε όλη την Ελλάδα, αξιολογεί τον τρόπο λειτουργίας μόνο μίας τοπικής οργάνωσης, αυτής της Νίκαιας Αττικής και με βάση αυτήν εξάγει συμπεράσματα συνολικά για τη Χρυσή Αυγή.
Επίσης, θεωρεί ως επιβαρυντικό στοιχείο φερόμενο έγγραφο του Αρχηγού της Χρυσής Αυγής το οποίο αναφέρει ότι ο τρόπος ζωής των μελών της Χρυσής Αυγής πρέπει να βασίζεται στην Τιμή, το Ήθος και την Αρετή και ότι η κατάκτηση της Αρετής πρέπει να είναι ο υπέρτατος στόχος κάθε Έλληνα! Είναι σαφές πως δεν θα μπορούσε να υπάρξει πιο ωμή παραδοχή πως διωκόμαστε για τις Ιδέες μας και επειδή ονειρευόμαστε μια Ελλάδα θεμελιωμένη σε υψηλές ηθικές αξίες.
Οι ανακρίτριες αφιερώνουν 50 σελίδες (20-70) στην προσπάθεια στοιχειοθέτησης του ισχυρισμού ότι «η δράση της Χρυσής Αυγής εκφεύγει του ορίου της νομιμότητας». Σε αυτές τις σελίδες όμως δεν περιέχονται ούτε αποδείξεις για μαύρο χρήμα ή στρατόπεδα και αποθήκες οπλισμού ούτε οι καταθέσεις των περίφημων ανώνυμων μαρτύρων βάσει των οποίων συντάχθηκε το πόρισμα Βουρλιώτη. Περιλαμβάνονται μόνο καταθέσεις πολιτικών αντιπάλων μας (κυρίως Βουλευτών) που λένε ότι κατά τη γνώμη τους (όχι δηλαδή με βάση συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά) η Χρυσή Αυγή είναι εγκληματική οργάνωση!
Επίσης, περιλαμβάνονται σκοπίμως επιλεγμένα από τις ανακρίτριες αποσπάσματα ομιλιών προκειμένου να δημιουργηθεί συγκεκριμένη εντύπωση στον αναγνώστη του εγγράφου. Εσκεμμένα όμως αγνοούν το προφανές, δηλαδή ότι ο πολιτικός λόγος δεν μπορεί να κρίνεται αποσπασματικά και ότι κατά πάγια συνήθεια περιλαμβάνονται σε αυτόν ρητορικές φράσεις και σχήματα λόγου. Δεν είναι δυνατόν κάποιος να ισχυρίζεται ότι από τις επιλεγμένες περικοπές πολιτικών ομιλιών μπορεί να συναχθεί ένα από τα πιο κρίσιμα στοιχεία του άρθρου 187 ΠΚ, ήτοι η επιδίωξη τέλεσης περισσότερων κακουργημάτων από τα αναφερόμενα στο άρθρο αυτό.
Στις σελίδες 70-120, παρατίθενται διάφορα περιστατικά στα οποία-κατά δήλωση των ανακριτριών-φέρονται να εμπλέκονται μέλη, στελέχη ή και Βουλευτές της Χρυσής Αυγής. Από τα περιστατικά αυτά, πολλά δεν είναι καν αξιόποινα, π.χ. φθορά μικροφώνου για την οποία δεν έχει υποβληθεί έγκληση. Επίσης, στη συντριπτική πλειοψηφία τους δεν αφορούν αδικήματα από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 187ΠΚ και στοιχειοθετούν την ύπαρξη εγκληματικής οργάνωσης.
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι για κανένα από αυτά τα περιστατικά δεν υπάρχει το παραμικρό στοιχείο ότι αποτελούν μέρος ενός οργανωμένου εγκληματικού σχεδίου και ότι η ηγεσία της Χρυσής Αυγής με τους Βουλευτές της σχεδίασε αυτά τα περιστατικά και φέρει συνολική ευθύνη. Δεν είναι δυνατόν εκ των υστέρων να γίνεται συλλογή τυχαίων και άσχετων μεταξύ τους περιστατικών που φέρεται να έχουν διαπραχθεί από ετερόκλητα ή άσχετα μεταξύ τους πρόσωπα και να προσπαθεί να γίνει άθροιση και ενιαία αξιολόγηση αυτών. Επίσης, δεν προβλέπεται στη νομοθεσία μας και δεν είναι νοητό, ένα πολιτικό κόμμα να ευθύνεται στο σύνολό του ποινικά για οτιδήποτε πράττει κάποιος οπαδός ή μέλος αυτού.
Τονίζουμε ότι εις ό, τι αφορά τόσο τα ανωτέρω περιστατικά, όσο και τις φερόμενες εγκληματικές ενέργειες που αναφέρονται στις επόμενες 50 σελίδες (120-170), δεν εκκρεμεί ποινική δίωξη για κανένα εκ των Βουλευτών μας για φυσική ή έστω ηθική αυτουργία σε κάποιο/α εξ αυτών. Συνεπώς, από ποιο στοιχείο εξάγεται η σοβαρότατη κατά τον ποινικό κώδικα και με σαφείς όσο και περιοριστικές προϋποθέσεις κατηγορία περί ένταξης και διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης στο σύνολο της Κοινοβουλευτικής Ομάδας ενός κόμματος;
Η προσπάθεια να παρουσιαστούν οι αθλοπαιδιές, η εκγύμναση ή οι θερινές κατασκηνώσεις ολίγων ατόμων ως στρατιωτική εκπαίδευση και δη συνολικά των μελών της Χρυσής Αυγής προκαλεί τουλάχιστον θυμηδία.
Όσες προσπάθειες και αν καταβάλει η ανίερη συμμαχία επίορκων πολιτικών-δικαστικών και νταβατζήδων μεγαλοεργολάβων που τα άνομα συμφέροντά τους τίθενται σε κίνδυνο από την μαζική στροφή του ελληνικού λαού προς τη Χρυσή Αυγή, το Εθνικιστικό Κίνημα θα συνεχίσει τη νόμιμη δράση του και στις προσεχείς εκλογές θα θριαμβεύσει επιτυγχάνοντας ένα σπουδαίο αποτέλεσμα!