Για κενό στρατηγικής και εσωτερικές κυβερνητικές αντιφάσεις σε ό,τι αφορά την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης, έκανε λόγο ο τομεάρχης Εξωτερικών του ΣΥΡΙΖΑ Γιώργος Κατρούγκαλος, μετά την ολοκλήρωση του Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής.
«Διαπιστώνουμε ένα στρατηγικό κενό, μια έλλειψη ενεργητικής διπλωματίας, σαν να πορεύεται η εξωτερική πολιτική χωρίς πυξίδα», επεσήμανε ο κ. Κατρούγκαλος.
«Δηλωτική αυτού του κενού συνεκτικής στρατηγικής, αλλά και των εσωτερικών κυβερνητικών αντιφάσεων, ήταν και είναι η αδικαιολόγητη ματαίωση της στρατιωτικής άσκησης “Καταιγίδα” για την οποία όλα τα κόμματα που τοποθετήθηκαν δήλωσαν ότι θεωρούν ανεπαρκείς τις εξηγήσεις της κυβέρνησης», υπογράμμισε και πρόσθεσε ότι με τη σχετική δήλωση του εκπροσώπου της Νέας Δημοκρατίας «είναι σαν να φοβόμαστε να ανασάνουμε για να μη θεωρηθεί casus belli η αντίδρασή μας».
Όπως ανέφερε ο κ. Κατρούγκαλος και μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων η αξιωματική αντιπολίτευση είναι υπέρ διπλωματικών λύσεων και θεωρεί τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης ένα από τα θετικά βήματα προς μια κατεύθυνση διπλωματικής λύσης, όμως αυτά οφείλουν να είναι «συγκροτημένα, στοχευμένα, προετοιμασμένα». Ανέφερε δε, ότι είναι προϋπόθεση να λέγεται η αλήθεια στον ελληνικό λαό και να μην υπάρχει το φαινόμενο διαρροής σεναρίων, ιδίως από το υπουργείο Εθνικής Άμυνας, τα οποία μετά διαψεύδονται.
«Ζητάμε από την κυβέρνηση να μην τρέχουμε πίσω από τα γεγονότα, να περιμένουμε να εκδηλωθεί το επόμενο βήμα της τουρκικής επιθετικότητας για να αντιδράσουμε κατόπιν εορτής», σημείωσε. «Να καταστήσουμε την ελληνοτουρκική διαφορά, ευρωτουρκική. Δεν αξιοποιεί η κυβέρνηση το σημαντικό όπλο των κυρώσεων που της παρέδωσε η δική μας κυβέρνηση, ώστε να χαραχθούν από τώρα κόκκινες γραμμές για να μην ξαναεργαλειοποιηθεί το προσφυγικό και κυρίως για να μη δούμε τουρκικά πλοία νότια της Κρήτης».
Τέλος, ανέφερε ότι είναι θετική η συζήτηση για τον Οργανισμό του υπουργείου Εξωτερικών, αλλά με νεοφιλελεύθερες αποχρώσεις, όπως η πρόβλεψη ότι πρέπει να πληρώνουν οι ελληνικές επιχειρήσεις για τη χρήση υπηρεσιών της ελληνικής διπλωματίας, καθώς και με μια «οσμή» πελατειακών ρυθμίσεων.