Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, κατά τη διάρκεια της συζήτησης, με τον καθηγητή Ιστορίας των Πανεπιστημίων Harvard και Stanford, Niall Ferguson, αναφέρθηκε στην τουρκική προκλητικότητα και τα μνημόνια με τη Λιβύη, κάνοντας λόγο για εξωφρενική ενέργεια.
Κλίμα οικειότητας με αναφορές στην ακαδημαϊκή παιδεία του πρωθυπουργού, το βραβείο Hoopes για την πτυχιακή του εργασία στο Harvard και την ερώτηση κατά πόσο διαφέρει η πραγματική πολιτική από την πολιτική που σπούδασε στο Πανεπιστήμιο, καλλιεργήθηκε από τις πρώτες στιγμές της συζήτησης που είχε μπροστά σε κοινό ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης.
«Πιστεύω ότι τίποτα δεν μπορεί να σε προετοιμάσει πραγματικά για τις απαιτήσεις, την ευθύνη και το βάρος του αξιώματος, για την ανάγκη να παίρνεις γρήγορες αποφάσεις, για το ότι στην πραγματικότητα αναγκάζεσαι να παίρνεις αποφάσεις χωρίς να έχεις στη διάθεσή σου όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, καθώς και για την ψυχολογική πραγματικότητα ότι κάποιες φορές δεν υπάρχει σωστή απόφαση», απάντησε ο Έλληνας πρωθυπουργός.
Με ευθεία αναφορά στο έργο της ελληνικής κυβέρνησης συνέχισε: «Εργαστήκαμε πολύ γρήγορα για να υλοποιήσουμε ολόκληρο το πρόγραμμα των μεταρρυθμίσεών μας, μειώσαμε τους φόρους για τις επιχειρήσεις, τους ιδιώτες και τα ακίνητα, έχουμε βελτιώσει σημαντικά το επιχειρηματικό κλίμα στην Ελλάδα, έχουμε παρέμβει στον τραπεζικό κλάδο. Και όλα αυτά αποτυπώνονται στο κόστος δανεισμού μας, το οποίο κάποιες ημέρες είναι χαμηλότερο από το κόστος δανεισμού της Ιταλίας, ποιος να το περίμενε. Ακόμη και πριν από 6 μήνες, το χρηματιστήριό μας είχε τις υψηλότερες επιδόσεις παγκοσμίως».
Ο πρωθυπουργός υπογράμμισε στη συνέχεια πως είμαστε στην αρχή «μιας μακράς περιόδου ανάπτυξης για την Ελλάδα» που βρίσκει θεμέλια στην πολιτική σταθερότητα. «Πριν από δέκα χρόνια, όταν ο πρωθυπουργός βρισκόταν εδώ, στο Νταβός, τον Ιανουάριο του 2010, δεν ήξερε εκείνη τη στιγμή ότι η χώρα όδευε προς τη χρεοκοπία. Δείτε πού βρισκόμαστε τώρα. Δέκα χρόνια αργότερα, έχουμε μια σταθερή κυβέρνηση με απόλυτη πλειοψηφία και στην εξουσία βρίσκεται ένα αφοσιωμένο, φιλομεταρρυθμιστικό κεντροδεξιό κόμμα, κάτι που δεν βρίσκουμε συχνά στην Ευρώπη αυτό τον καιρό» είπε ο κ. Μητσοτάκης και πρόσθεσε: «Το γεγονός, λοιπόν, ότι έχουμε πράγματι μια κυβέρνηση με καθαρή εντολή, το ότι δεν έχουμε εκλογές μέχρι το 2023, πιστεύω ότι είναι πολύ ενθαρρυντικό για τους ανθρώπους που κοιτάζουν τον μακροπολιτικό κίνδυνο. Αν μάλιστα κοιτάξουμε την ουσία των όσων κάνουμε, πιστεύω ότι οι πολιτικές είναι σωστές, η οικονομία ανταποκρίνεται, η επιχειρηματική σιγουριά ανθίζει, ο κόσμος επενδύει ξανά στην Ελλάδα. Υπάρχει όμως και κάτι που δεν είναι τόσο χειροπιαστό και θα το καταλάβετε αν έλθετε σήμερα στην Αθήνα: εννοώ ότι αισθάνεσαι πραγματικά έναν αέρα αισιοδοξίας που δεν υπήρχε για πάρα πολύ καιρό».
Αναφορικά με την κρίση, ο Έλληνας πρωθυπουργός τόνισε πως η χώρα μας επλήγη ουσιαστικά από δύο κρίσεις. «Η Ελλάδα έβγαινε από την κρίση το 2014, όταν δοκιμάσαμε και το πείραμα του λαϊκισμού, το οποίο ήταν πραγματικά πάρα πολύ επώδυνο για τη χώρα. Ο κόσμος ξεχνά ότι ζήσαμε capital controls, ότι οι τράπεζες ήταν κλειστές για τρεις εβδομάδες τον Ιούλιο του 2015, ότι φτάσαμε πολύ κοντά στο σημείο να αποχωρήσουμε από το ευρώ, και το ότι καταφέραμε να παραμείνουμε στην ευρωζώνη ήταν απλώς το αποτέλεσμα μιας θεαματικής “κωλοτούμπας”, μιας τεράστιας στροφής 180 μοιρών από την πλευρά του κυρίου Τσίπρα. Και τότε, ακολουθήσαμε μια δημοσιονομική πολιτική που έφερε αποτελέσματα, αλλά με την υπερφορολόγηση της μεσαίας τάξης, οπότε ουσιαστικά δεν οδήγησε σε πραγματική ανάπτυξη».
Αντέτεινε ωστόσο πως «μετά τις εκλογές, βρισκόμαστε σε μια τελείως διαφορετική τροχιά, κι αυτή ακριβώς ήταν πάντα η ρητορική μου απέναντι στους Έλληνες ψηφοφόρους. Δώστε μου την εντολή να αλλάξω πραγματικά τη χώρα και να εξασφαλίσω ότι θα αφήσουμε την κρίση πίσω μας. Επομένως, περιμένω ότι η ανάπτυξη το 2020 θα κυμανθεί στο 3%, αλλά πιστεύω ότι θα είναι βιώσιμη ανάπτυξη. Αναφέρατε τις ακαθάριστες επενδύσεις κεφαλαίου, οι οποίες μάλλον αποτελούν την κυριότερη πρόκλησή μας. Υπολειπόμαστε πολύ σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ, γι’ αυτό χρειαζόμαστε περισσότερες άμεσες επενδύσεις στην Ελλάδα. Πιστεύω ότι είμαστε σε καλό δρόμο για να πείσουμε τους πιστωτές μας να χρησιμοποιήσουν τα έσοδα από τα κέρδη των κεντρικών τραπεζών, τα λεγόμενα SMP και ANFA, ως εργαλείο για την ενθάρρυνση των ιδιωτικών επενδύσεων κεφαλαίου στην Ελλάδα, το οποίο πιστεύω ότι είναι η σωστή προσέγγιση».
Μάλιστα ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξέφρασε την πεποίθηση ότι «είμαστε σε καλό δρόμο για να πείσουμε τους πιστωτές μας ότι θα πρέπει να χαλαρώσουν τους δημοσιονομικούς στόχους μας για το 2021 και να μας δώσουν μεγαλύτερο δημοσιονομικό περιθώριο για περαιτέρω μειώσεις φόρων, καθώς πάντα υπήρχε η υπόνοια ενός μεγάλου «παζαριού» για την Ελλάδα: Εσείς θα κάνετε τις μεταρρυθμίσεις και εμείς θα σας δώσουμε μεγαλύτερο δημοσιονομικό περιθώριο. Καμία ελληνική κυβέρνηση δεν κατάφερε ποτέ να πείσει ούτε καν την ίδια ότι ήθελε να κάνει μεταρρυθμίσεις. Κάνουμε τις μεταρρυθμίσεις επειδή πιστεύουμε ότι είναι απαραίτητες για τη χώρα και όχι επειδή είναι μέρος κάποιας συμφωνίας στο πλαίσιο ενός προγράμματος».
Διευκρίνισε επιπλέον ότι: «Το πρόγραμμά μας είναι ακόμη πολύ αυστηρό. Έχουμε στη διάθεσή μας σχεδόν 40 δισεκ. ταμειακά διαθέσιμα. Οπότε δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα. Θέλω να πω ότι θα μπορούσαμε να εισέλθουμε στις κεφαλαιαγορές πολύ πιο συστηματικά, αλλά δεν έχουμε ανάγκη να το κάνουμε. Έχουμε αποπληρώσει μεγάλο μέρος των δανείων του ΔΝΤ. Επομένως, το ζήτημα δεν είναι πλέον η πρόσβασή μας στις κεφαλαιαγορές. Το χρέος μας μπορεί να είναι αντικειμενικά υψηλό, αλλά αν δείτε το πρόγραμμα αποπληρωμής του χρέους μας έως το 2032, είναι εξαιρετικά ευνοϊκό. Άρα, δεν τίθεται πραγματικό ζήτημα όσον αφορά τη βιωσιμότητα του χρέους μας. Πιστεύω λοιπόν ότι τα επιχειρήματά μας είναι πολύ πειστικά. Επίσης υπάρχουν και άλλα ζητήματα που θα πρέπει να εξεταστούν.
Για παράδειγμα, δεν έχουμε – θα χρησιμοποιήσω κάποιους τεχνικούς όρους, αλλά είμαι βέβαιος ότι το κοινό καταλαβαίνει – δεν έχουμε μηχανισμό εξομάλυνσης για το πρωτογενές πλεόνασμά μας. Αν, λοιπόν, καταγράψουμε μεγαλύτερο πρωτογενές πλεόνασμα, όπως θα κάνουμε το 2019, δεν υπάρχει τρόπος να το μεταφέρουμε στο επόμενο έτος. Δεν βγάζει κανένα νόημα αυτό». Και «Θα ασκήσω πολιτικές πιέσεις και θεωρώ ότι θα μπορέσω να επιτύχω την υλοποίηση ενός πιο ομαλού μηχανισμού, σύμφωνα με τον οποίο η υπεραπόδοση θα μπορεί να υπολογίζεται και στο ακόλουθο έτος. Αυτός είναι και ο σκοπός της μακροπρόθεσμης δημοσιονομικής διαχείρισης και του δημοσιονομικού προγραμματισμού».
Απαντώντας σε ερώτηση για το πού θα εστιαστούν οι μεταρρυθμίσεις ο πρωθυπουργός έκανε αναφορά στην ανάγκη νομοθέτησης ενός νέου συνταξιοδοτικού συστήματος, τις μεταρρυθμίσεις για την αφερεγγυότητα και την ιδιωτική πτώχευση αλλά και τον τομέα της ενέργειας. Ξεχωριστή αναφορά έκανε για την ανάγκη να δοθεί βάρος στον τομέα της εκπαίδευσης. «Η Ελλάδα πρέπει να αποτελεί μια περιφερειακή εκπαιδευτική υπερδύναμη και χάνει όταν δεν το πετυχαίνει αυτό. Η Ελλάδα θα πρέπει να αποτελεί την κινητήριο δύναμη της περιφερειακής εκπαίδευσης και όταν δεν συμβαίνει αυτό είναι σαν να αφήνουμε ανεκμετάλλευτους χρηματικούς πόρους», τόνισε.
Στην αναφορά του για την ισόρροπη εκπροσώπηση των φύλων υπογράμμισε την εκλογή της πρώτης γυναίκας Προέδρου της Δημοκρατίας, την οποία χαρακτήρισε «τολμηρή πρόταση» που έλαβε διακομματική στήριξη. Την ανέφερε δε ως επιλογή που σηματοδοτεί «αλλαγή προτύπου».
Ο κ. Μητσοτάκης υπογράμμισε στη συνέχεια πως «δεν τίθεται πλέον ζήτημα του να απασχολούμε την Ευρώπη με τα δικά μας προβλήματα, αλλά επιθυμούμε να συνεισφέρουμε στα ζητήματα ευρωπαϊκής ή περιφερειακής πολιτικής. Όταν αναφερόμαστε στη δική μας πλευρά, δεν τίθεται ζήτημα που να αφορά αποκλειστικά εμάς, τυχόν δικά μας προβλήματα με την Τουρκία. Πρόκειται για την Ανατολική Μεσόγειο, γιατί είναι σημαντική για την σταθερότητα της Ευρώπης, γιατί η Ευρώπη χρειάζεται να επενδύσει περισσότερο σε αυτό το κομμάτι γενικότερα, επομένως επιθυμούμε να συμμετέχουμε στις σημαντικές συζητήσεις επί του μέλλοντος της Ευρώπης, και πιστεύω ότι φέρουμε την αξιοπιστία για κάτι τέτοιο».
Είχαμε αυξημένες ροές προσφύγων και μεταναστών
Για το μεταναστευτικό επισημαίνοντας ότι «τους τελευταίους 6 μήνες είχαμε αυξημένες ροές προσφύγων και μεταναστών», πρόσθεσε: «Γιατί συνέβη αυτό; Δεν γνωρίζω, αλλά σε έναν συγκεκριμένο βαθμό υπήρξαν δηλώσεις από την Τουρκία αναφορικά με την επιθυμία της να εκμεταλλευτούν τους πρόσφυγες σε γεωπολιτικό επίπεδο για να πιέσει την Ευρώπη, ώστε να γίνει πιο συνεργάσιμη. Θέλουμε να συνεργαστούμε με την Τουρκία και τους πρόσφυγες, αλλά, ειλικρινά, δεν είναι αυτός ο τρόπος για να το κάνουμε. Οπότε, αναφορικά με αυτό υπάρχουν δύο επίπεδα: τι κάνουμε ως Ελλάδα και τι πρέπει να κάνει η Ευρώπη».
Υπογράμμισε μάλιστα πως «Ωστόσο, φυσικά, η Ευρώπη έχει αποτύχει να παρουσιάσει μια ενιαία στρατηγική και θα είμαι ευθύς: δεν μπορείς να είσαι μέλος της Συνθήκης Σένγκεν, να εκμεταλλεύεσαι την ελεύθερη μετακίνηση των ατόμων και να μην αναλαμβάνεις ένα μέρος του φορτίου σχετικά με τη μετανάστευση… Οραματιζόμαστε έναν μηχανισμό με τον οποίο θα μπορούσαν να λαμβάνονται αποφάσεις στα σύνορα κάποιας παραμεθόριας χώρας, καθώς επίσης και σε ευρωπαϊκές εγκαταστάσεις. Οι ίδιοι κανόνες να ισχύουν για όλους. Να γίνεται επιμερισμός του φορτίου για αυτούς που όντως λαμβάνουν καθεστώς πρόσφυγα και να υπάρχει ένας ενιαίος ευρωπαϊκός μηχανισμός για αυτούς που δεν λαμβάνουν και πρέπει να επιστραφούν στις χώρες προέλευσης».
Επίσης ότι «Κάποιες χώρες ήταν συνεργάσιμες, κάποιες όμως όχι. Γι’ αυτόν τον λόγο, πιστεύω πως, κάποια στιγμή πρέπει επιτέλους να οργανωθούμε και να καταστήσουμε σαφές ότι δεν πρόκειται για κάποιον εθελοντικό συνασπισμό. Αντιθέτως, πρόκειται για κεντρική ευρωπαϊκή πολιτική, η οποία χρειάζεται τη στήριξη όλων. Επομένως, αν θέλετε να ανήκετε στη ζώνη Σένγκεν, θα πρέπει και εσείς να «παίξετε μπάλα» και να βεβαιωθείτε ότι αναλαμβάνετε το μερίδιο ευθυνών που σας αναλογεί αναφορικά με το μεταναστευτικό ζήτημα και την προσφυγική κρίση».
Εξωφρενική ενέργεια η συμφωνία Λιβύης – Τουρκίας
Σε ερώτηση σχετικά με τη συμφωνία μεταξύ Λιβύης και Τουρκίας, ο πρωθυπουργός απάντησε ότι «Αρκεί μόνο μια ματιά στον χάρτη, για να καταλάβετε πώς πρόκειται για μια εξωφρενική ενέργεια, τόσο από νομική όσο και από γεωγραφική άποψη.
Η Λιβύη και η Τουρκία δεν έχουν αντιτιθέμενες ακτές, συνεπώς δεν επιτρέπεται η σύναψη συμφωνίας οριοθέτησης αναφορικά με θαλάσσιες ζώνες. Σε αυτήν την περίπτωση, το έγγραφο που υπεγράφη παραβλέπει εντελώς το γεγονός ότι τα νησιά μας έχουν δικαίωμα σε ΑΟΖ, γεγονός που παραβιάζει κατάφωρα όσα γνωρίζουμε για το Διεθνές Δίκαιο.
Και φυσικά, είναι γνωστό τοις πάσι ότι πρόκειται για μια συμφωνία που υπεγράφη ως αντάλλαγμα για την στρατιωτική στήριξη της Τουρκίας στην κυβέρνηση Σαράζ, η οποία δεν έχει αναγνωριστεί από τον Λίβυο νομοθέτη. Καταλαβαίνετε λοιπόν, πως τρία τέταρτα της χώρας που εκπροσωπείται από κάποιον άλλο δείχνει ξεκάθαρα πως αυτή η συμφωνία είναι ενάντια στο συμφέρον του λιβυκού λαού.
Οπότε δηλώσαμε ρητώς πως δεν αναγνωρίζουμε την προαναφερθείσα συμφωνία. Σε αυτή μας τη δήλωση περί μη νομιμότητας της συμφωνίας έχουμε αρωγό και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Συν τοις άλλοις, έχω καταστήσει απόλυτα σαφές σε όλους τους εμπλεκόμενους, ότι αυτή η συμφωνία δεν πρόκειται να αποτελέσει πολιτική λύση για τη Λιβύη, γεγονός με το οποίο θα πρέπει να συμφωνήσει και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε αυτήν την περίπτωση θα πρέπει να συμφωνήσουμε, όπου συμφωνήσουμε εκτός και αν αυτές οι συμφωνίες ακυρωθούν.
Και αυτό δεν αφορά μόνο τη διαμάχη της Ελλάδας με την Τουρκία αλλά και την Ανατολική Μεσόγειο, την ενεργειακή ασφάλεια, τη δυνατότητα δημιουργίας ενός αγωγού που θα μεταφέρει πραγματικά αέριο από την Ανατολική Μεσόγειο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είτε μιλάμε για κυπριακό, ισραηλινό ή δυνητικά ακόμη και ελληνικό αέριο.
Δεν χρειαζόμαστε την άδεια της Τουρκίας για να πραγματοποιήσουμε αυτό το σχέδιο. Η Τουρκία μπορεί κάλλιστα να συμμετάσχει σε αυτά τα σχέδια. Θέλω να γίνει απόλυτα σαφές ότι αυτές οι συμφωνίες δεν έχουν ως σκοπό τον αποκλεισμό της Τουρκίας από αυτές αλλά, εντέλει, πρέπει να δεχτούμε πως το παιχνίδι παίζεται βάσει των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου».
Σε άλλη ερώτηση αναφορικά με το αν «το ΝΑΤΟ είναι εγκεφαλικά νεκρό», ο Κυριάκος Μητσοτάκης απάντησε αρνητικά και πρόσθεσε: «Τουναντίον, συνεχίζει να αποτελεί τον πυλώνα αυτής της διατλαντικής σχέσης, ως ένας οργανισμός που μεριμνά για την ασφάλεια των διατλαντικών σχέσεων και είναι αναντικατάστατος. Αυτό όμως, δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση πως η Ευρωπαϊκή Ένωση ως οργανισμός, δεν θα έπρεπε να αναπτύξει έναν ισχυρότερο αμυντικό μηχανισμό και την ικανότητα να λαμβάνει αποφάσεις σχετικές με την εξωτερική πολιτική καθώς και σε επίπεδο άμυνας, μιλώντας με μία φωνή».
Η συζήτηση έκλεισε με μια συνοπτική παρουσίαση της πράσινης στρατηγικής της Ελλάδας και ο Έλληνας πρωθυπουργός τόνισε: «Δύο επισημάνσεις. Πρώτον, βρισκόμαστε στην πρώτη γραμμή της κλιματικής αλλαγής.
Πριν συμβούν οι πυρκαγιές στην Αυστραλία, 100 άνθρωποι έχασαν τις ζωές τους στην Ελλάδα σε μια καταστροφική πυρκαγιά η οποία δεν μπορούσε να ελεγχθεί. Πολλά σχετίζονται βέβαια και με θέματα αρμοδιότητας στον χειρισμό του ζητήματος, αλλά ερχόμαστε αντιμέτωποι με τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής πολύ νωρίτερα απ’ ό,τι αναμενόταν. Η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να γίνει σταθμός παραγωγής βιώσιμης ενέργειας, έχουμε απεριόριστη πρόσβαση σε αέρα και ήλιο, σκοπεύουμε να παίξουμε αυτόν τον ρόλο. Απομακρυνόμαστε από τον άνθρακα, λιγνίτη εν προκειμένω, πολύ γρηγορότερα απ’ ό,τι αναμενόταν.
Τα εργοστάσια παραγωγής λιγνίτη θα διακόψουν τη λειτουργία τους μέχρι το 2023. Το 2028 δεν θα παράγεται καθόλου λιγνίτης. Πολύ ταχύτερα απ’ όσο προσδοκά κάποιος.
Προχωρούμε, εν τω μεταξύ, σε εναλλαγή σε φυσικό αέριο, αλλά και σε καθαρή ενέργεια με ταχύ ρυθμό και πολύ οργανωμένα. Είναι πολύ σημαντικό για εμάς».