Για μια νέα πορεία συμπόρευσης και συνδημιουργίας μεταξύ Ελλάδας και Κίνας, η οποία εγκαινιάζεται με την επίσκεψη του Κινέζου Προέδρου, Σικ Τζινπίνγκ, στην Αθήνα, έκανε λόγο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος.
Αυτό δήλωσε ο Προκόπης Παυλόπουλος κατά την προσφώνησή του στο επίσημο δείπνο που παρέθεσε προς τιμήν του Κινέζου ομολόγου του, παρουσία και του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, στο Προεδρικό Μέγαρο.
Ο κ. Παυλόπουλος επανέλαβε ότι αναβαθμίζεται ουσιωδώς η στρατηγική σχέση μεταξύ των δύο χωρών, όπως αυτή είχε δρομολογηθεί το 2006, με αφετηρία την επένδυση της Cosco, και αναφέρθηκε σε μια νέα πορεία συμπόρευσης και συνδημιουργίας, προκειμένου να διεκδικήσουν την ιστορική προοπτική που τους αναλογεί.
Αναφερόμενος στην επίσκεψή του στο Πεκίνο τον περασμένο Μάιο, αφού ευχαρίστησε για τη μοναδική υποδοχή και φιλοξενία, τόνισε ότι βίωσε εκ του σύνεγγυς τις αλματώδεις προόδους της Κίνας, υπό τη στιβαρή και εμπνευσμένη ηγεσία του Σι Τζινπίνγκ και εξέφρασε τον θαυμασμό του για τα επιτεύγματα του κινεζικού λαού.
«Προόδους που οδηγούν στην ταχύτατη άνοδο του βιοτικού επιπέδου των πολιτών της και οι οποίες αναδεικνύουν την Κίνα σε παγκόσμιο οικονομικό παράγοντα και μοχλό ανάπτυξης επίσης σε παγκόσμια κλίμακα. Η νέα πρωτοβουλία της Κίνας, υπό τη δική σας καθοδήγηση, η οποία ανοίγει τον Νέο Δρόμο του Μεταξιού, βεβαιώνει του λόγου το ασφαλές», πρόσθεσε ο κ. Παυλόπουλος.
Επισήμανε, επίσης, ότι οι Έλληνες είναι έτοιμοι να πορευθούν μαζί με την Κίνα και σ’ αυτό το νέο δρόμο ανάπτυξης και δημιουργίας. Συγκεκριμένα, ανέφερε: «Τούτο προκύπτει αβιάστως από το ότι ήδη συμμετέχουμε ενεργώς στις πρωτοβουλίες “Belt and Road” και “17+1”, η οποία αφορά την περιοχή της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και αποτελεί, πλέον, συμπληρωματική δράση της πρωτοβουλίας BRI.
Με τον τρόπο, δε, αυτόν, η Ελλάδα αισθάνεται ικανοποίηση διότι το όραμα της ειρηνικής και δημιουργικής συνύπαρξης μεταξύ Δύσης και Ανατολής αρχίζει να γίνεται πράξη».
Υποστήριξε, ακόμη, ότι προς αυτή την κατεύθυνση συμβάλλει τα μέγιστα «η δέσμευσή μας, κατά τη συνάντησή μας στο Πεκίνο, ότι η όλη συνεργασία μας έχει ως βάση την πιστή τήρηση του διεθνούς και του ευρωπαϊκού δικαίου, στο σύνολό τους».
Μάλιστα, υπενθύμισε τη δήλωση του Κινέζου Προέδρου υπέρ μιας ισχυρής Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπέρ ενός ολοκληρωμένου ευρωπαϊκού οικοδομήματος, ικανού να διαδραματίσει τον ιστορικό του πλανητικό ρόλο για την εμπέδωση, σε διεθνή κλίμακα, ιδίως των αρχών του ανθρωπισμού, της ειρήνης, της Δικαιοσύνης, κυρίως, δε, της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Παυλόπουλος, αφού σημείωσε ότι οι Έλληνες ενεργούμε πάντα και έναντι πάντων ως υπερασπιστές, αλλά και εγγυητές της διεθνούς και της ευρωπαϊκής νομιμότητας, έστειλε μήνυμα στην Τουρκία. Ο ίδιος υπογράμμισε ότι τείνουμε χείρα φιλίας και καλής γειτονίας προς τη γείτονα και ευνοούμε την ευρωπαϊκή της προοπτική, πλην όμως τούτο εξαρτάται από τον εκ μέρους της πλήρη και ειλικρινή σεβασμό του συνόλου του διεθνούς και του ευρωπαϊκού δικαίου, συμπεριλαμβανομένου φυσικά του Δικαίου της Θάλασσας κατά τη Συνθήκη του Montego Bay του 1982 και επισήμανε πως «αυτόν τον σεβασμό του διεθνούς και του ευρωπαϊκού δικαίου έχουμε και τη βούληση και τη δύναμη να τον επιβάλουμε».
Παράλληλα, ανέφερε ότι είμαστε υπέρ της έναρξης και προώθησης της διαδικασίας ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση κρατών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, τα οποία δεν είναι ακόμη μέλη. Ωστόσο, διευκρίνισε ότι αυτό «προϋποθέτει την πλήρη συμμόρφωσή τους στο σύνολο του ευρωπαϊκού κεκτημένου, δίχως καμία εξαίρεση ή έκπτωση».
Τέλος, ως προς το Κυπριακό, υπενθύμισε ότι είμαστε υπέρ της άμεσης δίκαιης και βιώσιμης λύσης του, με πλήρη τήρηση του διεθνούς και του ευρωπαϊκού δικαίου, χωρίς στρατεύματα κατοχής και αναχρονιστικές εγγυήσεις τρίτων.
Καταλήγοντας, ο κ. Παυλόπουλος επισήμανε ότι τις σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Κίνας θωρακίζουν οι στενές πολιτισμικές μας σχέσεις, οι οποίες έχουν ως θεμελιώδεις αντηρίδες τους πανάρχαιους πολιτισμούς μας.
Τους πολιτισμούς εκείνους που συνυπάρχουν αρμονικά, επειδή έχουν στο επίκεντρό τους τον άνθρωπο και την ειρηνική συνύπαρξη των ανθρώπων και υπογράμμισε ότι «οι πραγματικοί πολιτισμοί δεν συγκρούονται, αλλά εκ καταγωγής είναι προορισμένοι να υπηρετούν τον άνθρωπο και την ειρήνη, χτίζοντας γέφυρες επικοινωνίας και γκρεμίζοντας τα τείχη των διαχωρισμών».