Ο πρόεδρος της Επιτροπής Αναθεώρησης Ευριπίδης Στυλιανίδης με παρέμβασή του στη Βουλή καταφέρθηκε κατά του ΣΥΡΙΖΑ για προσπάθεια εργαλειοποίησης του Συντάγματος
Ενδιαφέρουσα κοινοβουλευτική αντιπαράθεση στην Επιτροπή για την Αναθεώρηση του Συντάγματος, έδωσε τη δυνατότητα να ακουστούν διαφορετικές σχολές σκέψης σε σχέση με τα δημοψηφίσματα και τα μοντέλα άμεσης ή ημιάμεσης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Ο Πρόεδρος της Επιτροπής και Βουλευτής Ροδόπης απαντώντας στον εισηγητή του ΣΥΡΙΖΑ κ. Γ. Κατρούγκαλο ανέπτυξε επιχειρηματολογία υπέρ της αναβάθμισης της «Ημιάμεσης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας μας».
Μεταξύ άλλων τόνισε:
«Η ιστορική μετεξέλιξη της άμεσης Δημοκρατίας της Αρχαίας Αθήνας σε Κοινοβουλευτική υπήρξε αναπόφευκτη, τόσο για πρακτικούς, τεχνικούς όσο και για ουσιαστικούς λόγους.
Τα μεγάλα κοινωνικά σύνολα που δημιουργήθηκαν στις σύγχρονες δημοκρατίες καθιστούν πρακτικά δυσκίνητη, οικονομικά δυσβάσταχτη και πολιτικά προβληματική την εφαρμογή μιας άμεσης δημοκρατίας με την κλασσική έννοια της Αθήνας του 5ου αιώνα π.Χ. ακόμα κι αν η εφαρμογή της προσελάμβανε ψηφιακά χαρακτηριστικά και δικαίωνε τη ρήση του πρώην αντιπρόεδρου των ΗΠΑ Al Gore, ότι «το διαδίκτυο είναι η ηλεκτρονική λεωφόρος επιστροφής, στην κλασσική δημοκρατία της Αρχαίας Αθήνας».
Δείγμα σύγχρονης εφαρμογής είναι η Καλιφόρνια των ΗΠΑ και η Ελβετία, όπου πολλά ζητήματα της καθημερινότητας αποφασίζονται με δημοψηφίσματα από τους ίδιους τους πολίτες.
Οι οπαδοί της σύγχρονης Ηλεκτρονικής Δημοκρατίας πιστεύουν, ότι “όσο μεγαλύτερη ευθύνη περνάς στους πολίτες, τόσο περισσότερο εκπαιδεύονται να αποφασίζουν υπεύθυνα…”
Είναι όμως έτσι;», αναρωτήθηκε ο κ. Στυλιανίδης.
Και συνέχισε: «Η επιδίωξη επιστροφής στην Άμεση Δημοκρατία με λαϊκές νομοθετικές πρωτοβουλίες και γενικευμένα δημοψηφίσματα μπορεί να ξυπνά τους πολίτες και να τους καθιστά πιο ενεργούς, αυτό όμως δεν σημαίνει αυτόματα, ότι τους οδηγεί οπωσδήποτε στην ορθή κρίση και απόφαση.
Εκτός από τους “Δημαγωγούς” του παρελθόντος που τώρα δεν είναι εύκολο, ούτε να εντοπιστούν από την αρχή, ούτε να «εξοστρακιστούν από την Εκκλησία του Δήμου» καιροφυλακτούν και σύγχρονοι κίνδυνοι, δυσκολίες καθώς και απειλές.
Αναφέρω ενδεικτικά κάποιους προβληματισμούς:
1. Ποιος θέτει το ερώτημα στο δημοψήφισμα ή ποιος και για ποιο λόγο επισπεύδει τη λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία, διότι ένα έξυπνα διαμορφωμένο ερώτημα, οδηγεί στη χειραγώγηση της απάντησης;
2. Πώς και πόσο γρήγορα μπορεί να διορθωθεί μία λανθασμένη λαϊκή απόφασης με ισχυρή δημοκρατική νομιμοποίηση, όταν από αυτή απειλείται η κρατική μας οντότητα, η εθνική μας ασφάλεια ή η κοινωνική μας ειρήνη κ.α.;
3. Πόσο κοστίζει μία διαδικασία άμεσων αποφάσεων σε μία οικονομία με προβλήματα που πρέπει να κινείται γρήγορα, ευέλικτα και αποτελεσματικά;
4. Ποιος και πώς εγγυάται την πλήρη προσβασιμότητα στο διαδίκτυο ως ατομικό δικαίωμα, όταν μιλάμε για ηλεκτρονική δημοκρατία με την έννοια που την εννοεί το αντίστοιχο άρθρο 5Α παράγραφος 1 και 2 του Συντάγματος; Ποιος εγγυάται την πλήρη τεχνική πρόσβαση (wi-fi ή οπτική ίνα) σε όλη την Ελλάδα, τη δυνατότητα αγοράς Computer από άπορους πολίτες και τη δυνατότητα χρήσης από ψηφιακά αναλφάβητους, συνήθως ηλικιωμένους;
5. Ποιος επίσης εγγυάται την προστασία από τα fake news, τις ψευδείς ειδήσεις που διακινούν ξένα κέντρα ή χάκερς στο διαδίκτυο, δηλαδή σύγχρονοι δημαγωγοί, όταν δεν μπορούν να προστατευτούν από αυτά τα φαινόμενα ώριμες δημοκρατίες, ψηφιακά απόλυτα εξοπλισμένες όπως οι ΗΠΑ (βλέπε Wikileaks και παρεμβάσεις στα προσωπικά δεδομένα του Facebook στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές);
Δε χρειάζεται να πάμε μακριά για να διαπιστώσουμε τις επικίνδυνες πτυχές ενός μονοσήμαντα Αμεσοδημοκρατικού συστήματος αποφάσεων, αρκεί να μελετήσουμε το βιαστικό και κατά τη γνώμη μου δημαγωγικό τρόπο πού στήθηκε το δημοψήφισμα του 2015.
• Προκηρύχθηκε γρήγορα βάσει του άρθρου 44 παράγραφος 2 του Συντάγματος με τον εκτελεστικό νόμο 4023/2011.
• Έθεσε ένα ασαφές ερώτημα που σημειωτέον εκινήτο και στο πλαίσιο της δημοσιονομικής πολιτικής, ενώ αυτό δεν επιτρέπεται από το Σύνταγμα και μάλιστα διατυπωμένο σε ξένη γλώσσα.
• Εργαλειοποίησε για λόγους κομματικού συμφέροντος το θεσμό του δημοψηφίσματος.
• Άφησε ελάχιστο χρόνο δημόσιας διαβούλευσης και πολιτικής συζήτησης.
• Προκάλεσε πόλωση και έντονο διχασμό της ελληνικής κοινωνίας.
• Δεν προέβλεψε τις συνέπειες των επιλογών.
• Και τέλος οδήγησε στην εφαρμογή μιας πολιτικής, αντιδιαμετρικά αντίθετης από αυτήν που ενέκρινε ο Λαός, κάτι που ανάγκασε τον ΣΥΡΙΖΑ να ξαναπάει σε εκλογές, ξεφορτώνοντας τα μισά του στελέχη και αναζητώντας τη δημοκρατική νομιμοποίηση μιας άλλης ορθολογικής λύσης που δεν θα κατέστρεφε τη Χώρα.
Αυτή η περιπέτεια που στοίχισε ακριβά ( ίσως πάνω από 100 δις. Ευρώ) στην Εθνική Οικονομία κλόνισε την εμπιστοσύνη των πολιτών στο θεσμό του δημοψηφίσματος που το είδαν να εργαλειοποιείται μικροκομματικά και εσωκομματικά και στη συνέχεια να επιστρέφει την ευθύνη των αποφάσεων στους θεσμούς της κλασσικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, δηλαδή στην εκλεγμένη κυβέρνηση και στο κοινοβούλιο προκειμένου να μη βιώσουμε μία Εθνική καταστροφή».