«Επιλογή της κυβέρνησης είναι να φτάσουμε στον Οκτώβριο, με ένα αποσαφηνισμένο πια τοπίο προγραμμάτων και εξελίξεων σε σχέση με την οικονομία και την ανασυγκρότηση της χώρας κι εκεί βεβαίως να γίνουν και οι επιλογές για τη διακυβέρνηση της χώρας -είναι τόσο απλό, τόσο διαφανές, το λέμε από το 2016», δήλωσε ο αρμόδιος για τον συντονισμό του κυβερνητικού έργου υπουργός Επικρατείας, βουλευτής Α’ Αθηνών του ΣΥΡΙΖΑ, Χριστόφορος Βερναρδάκης, στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού- Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων «Πρακτορείο 104,9 FM» για το χρόνο διεξαγωγής των εθνικών εκλογών.
«Δεν το λέμε επειδή είναι “politically correct” να λέει κανείς ότι “εκλογές θα γίνουν στο τέλος της τετραετίας”. Οι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της τετραετίας, διότι αυτός ήταν ο σχεδιασμός μας, ο πολιτικός και οικονομικός, δηλαδή η έξοδος από την επιτροπεία, η λήψη μέτρων που έπρεπε -και πρέπει να γίνουν ακόμη- για την ανακούφιση των κοινωνικών στρωμάτων, τα οποία έχουν υποστεί μεγάλες επιπτώσεις από την κρίση, να εμφανιστούν τα πρώτα αποτελέσματα μιας νέας οικονομικής πολιτικής. Υπάρχει ένας πολιτικός σχεδιασμός και αυτός λέει ότι οι εκλογές θα γίνουν τον Οκτώβρη του 2019, το λέμε πάντα αυτό», εξήγησε ο υπουργός, προσθέτοντας ότι οι ευρωεκλογές του Μαΐου δεν θα καθορίσουν τον χρόνο των εθνικών εκλογών «όμως θα δώσουν μία γεύση για το πού θα κινηθούν τα πολιτικά προγράμματα των κομμάτων και πώς θα διαμορφωθούν τα βασικά διλήμματα και για τις ελληνικές εκλογές, όταν θα γίνουν».
Κληθείς να σχολιάσει τα σενάρια για προσφυγή στις εθνικές κάλπες πριν από την ολοκλήρωση της συνταγματικής θητείας της κυβέρνησης ο κ. Βερναρδάκης απάντησε: «Έχουν περάσει 3-3,5 χρόνια και κάποιοι κύκλοι -ξέρουμε ότι είναι της αξιωματικής αντιπολίτευσης- κάθε μήνα, κάθε δύο μήνες φτιάχνουν σενάρια εκλογών. Για το 2019 έχουν φτιαχτεί πόσα σενάρια κι ακόμη είμαστε στον τρίτο μήνα. Έχουμε δει σενάρια για τον Απρίλιο, το Μάιο, τον Ιούνιο, δεν υπάρχει μήνας που να μην υπάρχει ένα σενάριο. Αυτό γίνεται από το 2016, δεν είναι μόνο τώρα η κατάσταση, που ούτως ή άλλως είναι χρονιά εκλογών το 2019. Νομίζω ότι πρέπει να μείνουμε σε αυτά, τα οποία θεσμικά και υπεύθυνα λέει και ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση».
Σε ό,τι αφορά το διακύβευμα των ευρωεκλογών για τον ΣΥΡΙΖΑ ο υπουργός εκτίμησε ότι «θα προκύψει μία σαφής προδιάθεση του εκλογικού σώματος για την επόμενη μέρα μετά την έξοδο της χώρας από την επιτήρηση και τη μνημονιακή εποπτεία, δηλαδή κατά κάποιον τρόπο θα ιχνογραφηθούν οι μεγάλες στρατηγικές για την ανάπτυξη, για το τι κοινωνία θέλουμε, με τι μοντέλο παραγωγικής συγκρότησης, τι εργασιακές σχέσεις», ενώ «αντίστοιχα διλήμματα τίθενται πια και στην Ευρώπη με πολύ έντονο τρόπο».
Σχετικά με τον εκλογικό πήχη που θέτει η Νέα Δημοκρατία ο κ. Βερναρδάκης εξέφρασε την άποψη ότι «πρέπει να κατεβάσει τις προσδοκίες της, καθώς έχει φτιάξει μία παράσταση εικονικής πραγματικότητας, όπου θεωρεί ότι θα κερδίσει τα πάντα».
«Νομίζω ότι θα πρέπει κατεβάσουν λιγάκι τις προσδοκίες τους και να μετρηθούν λιγάκι με την πραγματικότητα, διότι, αν δεν το κάνουν αυτό, οι εξελίξεις στο εσωκομματικό τους μέτωπο θα είναι δριμύτατες, διότι τα αποτελέσματα θα είναι διαφορετικά -και καλό είναι ένα υπεύθυνο πολιτικό κόμμα να συμπεριφέρεται και πιο υπεύθυνα και όχι με εικονικές εκτιμήσεις, με τις οποίες δημιουργεί και ένα είδος αυτοαναφορικότητας», σημείωσε.
«Τα κόμματα δεν διεμβολίζονται, εκπροσωπούν ή όχι την κοινωνία»
Αναφορικά με το εγχείρημα συγκρότησης ευρύτερου προοδευτικού μετώπου ο υπουργός τόνισε ότι «υπάρχει μια πολύ μεγάλη, εξαιρετική ανταπόκριση και αυτό θα καταγραφεί και με τη μεγάλη εκδήλωση που θα γίνει στο τέλος του μήνα-αρχές του Απρίλη στην Αθήνα, όπου θα κληθούν όλες οι κοινωνικές και πολιτικές συλλογικότητες βάσης, οι οποίες έχουν δημιουργηθεί και έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον, αλλά και ανεξάρτητες πολιτικές προσωπικότητες».
«Θα πάμε», συνέχισε, «σε μια συντεταγμένη πορεία και προς τον λαό γι’ αυτό το μέτωπο, θα κάνουμε ένα πλατύ δημοκρατικό προοδευτικό κάλεσμα όλων των κοινωνικών και παραγωγικών δυνάμεων σε όλη την Ελλάδα και αυτή τη στιγμή οι εκτιμήσεις που έχουμε είναι ότι θα είναι εξαιρετική η ανταπόκριση σε αυτό το προοδευτικό κάλεσμα».
Κληθείς να σχολιάσει την κριτική ότι μέσα από το κάλεσμα αυτό επιχειρείται διεμβολισμός του Κινήματος Αλλαγής ο κ. Βερναρδάκης επισήμανε: «Είχαμε ένα κόμμα, το οποίο πήρε 44% το 2009 και έφτασε στο 4% στις αρχές του 2015. Τι να διεμβολίσει κανείς; Τα κόμματα δεν διεμβολίζονται, τα κόμματα εκπροσωπούν ή δεν εκπροσωπούν κοινωνικές οντότητες, κοινωνικές δυνάμεις, ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις. Αν τις εκπροσωπούν έχουν υψηλά ποσοστά, εάν δεν τις εκπροσωπούν έχουν μικρά ποσοστά ή περιθωριοποιούνται. Κανείς δεν διεμβολίζει κανέναν σε έναν ανοιχτό αγώνα δημοκρατικού ανταγωνισμού, όπου αποτυπώνεται και στην προτίμηση των εκλογέων στις εκλογές. Αυτό είναι το άλφα και το ωμέγα της πολιτικής επιστήμης των εκλογών».
«Εδώ», εξήγησε, «υπάρχει ένα προσκλητήριο πολιτικής συμπόρευσης σε ένα πλαίσιο, όπου λέει ότι τα προγράμματα διακυβέρνησης τα επόμενα χρόνια πρέπει να είναι στον αντίποδα των πολιτικών λιτότητας, πρέπει να είναι με ευρύτερες κοινωνικές συναινέσεις και συμμαχίες και μόνον έτσι μπορεί να αποφευχθεί κι αυτή η παράλογη αύξηση των ακροδεξιών κομμάτων και ιδεών που αποτελεί μια απειλή για τη Δημοκρατία».
«Είναι τόσο απλό, τόσο διαφανές, τόσο ιστορικά αποδεδειγμένο αυτό το πρόταγμα και από εκεί και πέρα προφανώς κανείς δεν διεμβολίζεται, όλοι είναι ευπρόσδεκτοι σε αυτό το κάλεσμα, είτε ως κόμματα, είτε ως κινήσεις με την αυτονομία τους, με τη δική τους συμβολή. Αλλά καλούνται να επιλέξουν εάν θα είναι με αυτή την προοδευτική μεγάλη δημοκρατική συμπαράταξη, ή αν θα είναι πολιτικές υποστυλώματος των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και της άκρας Δεξιάς», υπογράμμισε.
Σε σχέση με την πολιτική αντιπαράθεση για την τροπολογία άρσης του ασυμβίβαστου βουλευτή και υποψήφιου ευρωβουλευτή παρατήρησε: «Δεν αίρεται κάποιο στρατηγικού τύπου ασυμβίβαστο, δεν δημιουργείται ένα προνόμιο καινούριο, το οποίο δεν υπήρχε προηγουμένως. Έτσι κι αλλιώς, εάν υπάρξει εκλογή, θα υπάρξει παραίτηση, αυτό λέει η λογική και σε αυτό θα κινηθούμε. Δεν δημιουργείται ένα νέο θεσμικό αποτύπωμα και βέβαια δεν αφορά μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ ή την κυβέρνηση, αφορά όλα τα κόμματα -τα αιτήματα ήταν διακομματικά, αυτό το ξεχνάνε- […] αφορά και τον κ. Μεϊμαράκη, την κ. Ασημακοπούλου και την κ. Μάρκου, γιατί δεν λέγεται αυτό; Όλοι αυτοί δεν αποκτούν ένα δικαίωμα, το οποίο δεν είχαν και τους αποδίδεται.
Τους δίδεται απλώς η δυνατότητα, εφόσον εκλεγούν (σ.σ. στην ευρωβουλή), να παραιτηθούν εκείνη τη στιγμή, ή να μην παραιτηθούν, εφόσον δεν εκλεγούν και να συνεχίσουν να είναι βουλευτές του ελληνικού κοινοβουλίου και αυτό είναι απολύτως θεμιτό. Έτσι κι αλλιώς έχουν εκλεγεί, δεν κερδίζουν ένα επιπλέον θεσμικό προτέρημα από αυτή την ιστορία. […] Εάν δεν είχαμε αυτή την τοξικότητα στον δημόσιο διάλογο, θα πέρναγε απαρατήρητο κάτι τέτοιο. Έτσι κι αλλιώς η ιστορία των ασυμβιβάστων είναι κάτι που πρέπει να ξαναδούμε συνολικά σε όλα τα επίπεδα».