«Με την επίλυση του ονοματολογικού ζητήματος της Βόρειας Μακεδονίας, οι κυβερνήσεις σε Αθήνα και Σκόπια επέδειξαν πολιτικό θάρρος και συνεισέφεραν σε ανεκτίμητο βαθμό στη σταθεροποίηση των Βαλκανίων και της Ευρώπης συνολικά». Αυτό δήλωσε πριν από την αναχώρησή του, χθες, για την Αθήνα ο υφυπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Γερμανίας, Μίχαελ Ροτ.
«Κατά την επίσκεψή μου θα ευχαριστήσω τους Έλληνες φίλους μας γι’ αυτό» ανέφερε και σημείωσε πως οι διενέξεις των περασμένων μηνών ήταν έντονες και συναισθηματικά πολύ φορτισμένες.
Όσον αφορά τη Συμφωνία των Πρεσπών, έκανε λόγο για μία ιστορική συμφωνία, εξέφρασε τη βεβαιότητά του πως θα αποφέρει οφέλη στον πληθυσμό ολόκληρης της περιοχής και προσέθεσε: «Από μία καλή γειτονία, την ειρήνη, τη συμφιλίωση και τη σταθερότητα ωφελούνται όλοι. Ο δρόμος για μία ευρωατλαντική ενσωμάτωση της Βόρειας Μακεδονίας είναι πλέον ελεύθερος».
Σήμερα, στις 17:15, ο κ. Ροτ θα συναντηθεί με τον αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών, Γιώργο Κατρούγκαλο. Οι συνομιλίες πρόκειται να περιστραφούν γύρω από διμερή πολιτικά και οικονομικά ζητήματα, τις πρόσφατες περιφερειακές εξελίξεις, καθώς και θέματα ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, όπως το Brexit, το μεταναστευτικό και η Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας, σύμφωνα με ανακοίνωση του υπουργείου Εξωτερικών.
Κατά την παραμονή του στην Αθήνα, που ολοκληρώνεται αύριο, ο Γερμανός υφυπουργός θα συναντηθεί, επίσης, με τον γγ Ευρωπαϊκών Υποθέσεων του υπουργείου Εξωτερικών, Παναγιώτη Παυλόπουλο, με τον πρώην υπουργό Εξωτερικών, Νίκο Κοτζιά και με εκπροσώπους της αντιπολίτευσης.
Σύμφωνα με ενημέρωση από τη γερμανική πρεσβεία, «στο επίκεντρο της συνάντησής του με τον Νίκο Κοτζιά βρίσκονται οι ευχαριστίες για το σθένος του στο ζήτημα της επίλυσης της ονοματολογικής διαφοράς μεταξύ Ελλάδας και πΓΔΜ, στο οποίο ο κ. Κοτζιάς συνεισέφερε τα μέγιστα», ενώ κατά τις συναντήσεις του με εκπροσώπους της αντιπολίτευσης, της Κοινωνίας των Πολιτών και του πολιτισμού, ο κ. Ροτ «θα αναφερθεί και στον τρόπο με τον οποίο μπορούν να ενταθούν οι κοινωνικές ανταλλαγές με τη μέλλουσα Βόρεια Μακεδονία, ώστε η ιστορική αυτή συμφωνία να τύχει ευρύτερης αποδοχής από τον πληθυσμό, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο θα προαχθεί η συνυφασμένη με αυτήν δυνατότητα συμφιλίωσης».