Η επίσκεψη του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στην Τουρκία μπορεί να συμβάλλει στην αποκλιμάκωση της έντασης στις σχέσεις των δύο χωρών, υπογράμμισε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος και υπουργός Επικρατείας Δημήτρης Τζανακόπουλος από το Ηράκλειο της Κρήτης, μιλώντας στην εκπομπή «Αντιθέσεις» του τηλεοπτικού σταθμού ΚΡΗΤΗ TV.
Ειδικότερα τόνισε, «περνάμε μια δύσκολη περίοδο στις διμερείς μας σχέσεις με την Τουρκία αλλά παρόλα αυτά είναι ακριβώς αυτός ο λόγος για τον οποίο πρέπει διαρκώς από τη δική μας πλευρά τουλάχιστον να επιδιώκουμε τη συζήτηση, τον διπλωματικό διάλογο. Για να μπορούμε να βρίσκουμε τρόπους ήπιας ήρεμης και πολιτικής επίλυσης των διαφορών μας. Νομίζω ότι αυτός είναι ένας από τους κύριους στόχους της επίσκεψης αυτής», δήλωσε ο Δ. Τζανακόπουλος που επιχειρηματολόγησε επ’ αυτού:
«Καταρχάς να μπορέσουμε να πετύχουμε μια αποκλιμάκωση στην ένταση που υπάρχει τη στιγμή αυτή μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και εκτιμώ ότι η επίσκεψη αυτή μπορεί να βοηθήσει σε πολύ μεγάλο βαθμό προς την επίτευξη αυτού του στόχου. Εκτιμώ ότι αυτή τη στιγμή έχουμε πάρα πολλά να συζητήσουμε με τον Τούρκο Πρόεδρο. Ο Έλληνας πρωθυπουργός το πρώτο πράγμα που θα κάνει είναι να επιδιώξει την αποκλιμάκωση στο Αιγαίο, θα τεθούν προφανώς τα ζητήματα της Ανατολικής Μεσογείου, θα τεθεί το ζήτημα του Κυπριακού, επίσης θα τεθούν ζητήματα που σχετίζονται με το προσφυγικό, τη διαχείριση των προσφυγικών ροών και την αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης αλλά και ζητήματα που σχετίζονται με την οικονομική συνεργασία και την ενέργεια. Θέλω να σας πω ότι είναι μια περίοδος που ανεξαρτήτως αν είναι η σχέση ρόδινη ή όχι μεταξύ των χωρών, η επίσκεψη αυτή κρίνεται αναγκαία από τη δική μας μεριά».
Ο κ. Σαμαράς καθορίζει την πολιτική γραμμή της ΝΔ και ο κ. Βορίδης το τέμπο της
Σε άλλο σημείο της συνέντευξης, ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος μίλησε για τη Ν.Δ και την ακροδεξιά, όπως επεσήμανε, μετατόπισή της:
«Εδώ έχουμε από τη μια το ΚΚΕ να στρίβει διά του ιμπεριαλισμού και τη Ν.Δ να προσπαθεί να στρίψει διά της Βενεζουέλας. Δεν μπορεί να κάνει η Ν.Δ σοβαρή αντιπολίτευση, δεν μπορεί να κάνει φιλελεύθερη μεταρρυθμιστική αντιπολίτευση, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να αναπαράγει μερικές ανοησίες που ακούγονται από τα media τα οποία εδώ και εφτά χρόνια χτυπάνε τον ΣΥΡΙΖΑ ως πολιτικό φαινόμενο για λόγους που έχουν να κάνουν με την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων».
Και, κορυφώνοντας την κριτική του, σημείωσε: «Ο κ. Βορίδης ο οποίος είναι κεντρικό στέλεχος της Ν.Δ και καθορίζει το τέμπο της, τον ρυθμό της, τον πολιτικό της τόνο. Πριν από λίγους μήνες είχε πει ότι ο κ. Μητσοτάκης όταν ανέλθει στην εξουσία θα πρέπει να πάρει όλα τα θεσμικά και διοικητικά μέτρα για να μην ξαναπειληθούμε από μια κυβέρνηση της Αριστεράς. Αυτά τα πράγματα η Ν.Δ. είτε του Κωνσταντίνου Καραμανλή, είτε του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη είτε του Κώστα Καραμανλή δεν τα είχε πει ποτέ, ούτε καν περνούσαν από το μυαλό μετά την πτώση της δικτατορίας όπου η Ν.Δ μεταβλήθηκε με τον καιρό σε ένα κεντροδεξιό φιλελεύθερο κόμμα. Εδώ έχουμε μία κατάσταση όπου η Ν.Δ έχει πλήρως μετατοπιστεί, έχει δώσει τα κλειδιά ο κ. Μητσοτάκης στον κ. Σαμαρά ο οποίος είναι αυτός που καθορίζει την πολιτική γραμμή και από κει και πέρα έχει και τους εκτελεστικούς του βραχίονες, τον κ. Γεωργιάδη, τον κ. Βορίδη, τον κ. Σταμάτη, οι οποίοι δίνουν τον τόνο αυτής της πολιτικής μετατόπισης».
Ο κ. Τζανακόπουλος που συμμετείχε στο Ηράκλειο σε εκδήλωση της «Πρωτοβουλίας Πολιτών Ηρακλείου» με κεντρικό ζητούμενο τον διάλογο μεταξύ των προοδευτικών δυνάμεων στην Ελλάδα και την Ευρώπη, αναφέρθηκε και στη Φώφη Γεννηματά αλλά και την επιλογή ταύτισης της ηγεσίας του Κινήματος Αλλαγής με τη Ν.Δ, όπως τόνισε, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
«Θέλετε να δείτε ποιες είναι πολιτικές δηλώσεις της κ. Γεννηματά σε σχέση με την αύξηση του κατώτατου μισθού; Σε όλα τα ζητήματα έχει συμπορευθεί με τη Ν.Δ. Έχει κάνει μια επιλογή να συνεχίσει την πολιτική που εγκαινιάστηκε από το 2011 και μετά, με επικεφαλής του ΠΑΣΟΚ τότε, τον κ. Βενιζέλο, που είναι η πολιτική της απόλυτης ταύτισης με τη Ν.Δ».
Πάντως σε ό,τι αφορά τον διάλογο μεταξύ των προοδευτικών δυνάμεων, ο κ. Τζανακόπουλος υπογράμμισε ότι δεν σχετίζεται με καμία αδυναμία της κυβέρνησης μετά την αποχώρηση του Πάνου Καμένου, καθώς έχει ξεκινήσει εδώ και ένα χρόνο:
«Η συγκυρία δημιουργεί τους όρους και τις προϋποθέσεις για να ανοίξει αυτός ο διάλογος. Έρχεται και η Συμφωνία των Πρεσπών η οποία δρα ως καταλύτης και επιταχύνει πολιτικές εξελίξεις που κατά τη γνώμη μου ήταν προδιαγεγραμμένες εξαιτίας ακριβώς της εξόδου της χώρας από τη μνημονιακή φάση. Αυτή η συζήτηση έχει ανοίξει εδώ και ένα χρόνο και δεν είμαστε σε καμία φάση αδυναμίας, καθώς όπως είδατε και μέσα από την ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή, δεν έχουμε κανένα απολύτως πρόβλημα. Το ερώτημα σχετικά με τη σταθερότητα της κυβέρνησης έχει κριθεί και έχει απαντηθεί, συνεχίζουμε μέχρι τον Οκτώβρη του 2019», είπε με έμφαση ο Δ. Τζανακόπουλος.
«Με την αριστερά και την ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας ή με τον κ. Μητσοτάκη και τις πολιτικές ΔΝΤ;»
Αναφορικά δε, ειδικότερα «τη συζήτηση που αφορά τη συγκρότηση ενός μετώπου προοδευτικού μεταξύ της αριστεράς, δυνάμεων που προέρχονται από την Κεντροαριστερά -εγώ προτιμώ τον όρο Σοσιαλδημοκρατία- δυνάμεων που έρχονται από το φιλελεύθερο Κέντρο που δεν μπορούν να αντιληφθούν την Ν.Δ ως πολιτικό τους σύμμαχο ή συνομιλητή ή ως κεντρική επιλογή τους για διάφορους λόγους που σχετίζονται με τη δεξιά μετατόπιση της Ν.Δ, οφείλουν να συζητήσουν στο έδαφος που δημιουργήθηκε και από την σύμπλευσή τους στην προσπάθεια για την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών» ανέφερε ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος που εστίασε επιπλέον στο πολιτικό δίλημμα των εκλογών:
«Το πολιτικό δίλημμα των εκλογών είναι σαφές. Ο κόσμος θα κληθεί να συγκρίνει τα πεπραγμένα της Κυβέρνησης από το 2015 μέχρι το 2019 και να συγκρίνει τα αποτελέσματα αυτής της διακυβέρνησης, με τα αποτελέσματα της καταστροφικής πενταετίας του 2010 μέχρι το 2015. Το μεγάλο ερώτημα το οποίο πρέπει να απαντήσει, είναι αυτή η κυβέρνηση να συνεχίσει στην κατεύθυνση της ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας, της στήριξης της εργασίας, της ελάφρυνσης των πολιτών ή αν θέλει να διακινδυνεύσει μια ακραία δεξιά πολιτική την οποία ευαγγελίζεται και υπόσχεται ο κ. Μητσοτάκης, μια υπόσχεση που ακούγεται σαν απειλή για την κοινωνική πλειοψηφία. Αν θέλει να διακινδυνεύσει την εφαρμογή μιας τέτοιας πολιτικής, η οποία όπως συνέβη και στην Αργεντινή με τον αγαπημένο του κ. Μητσοτάκη τον κ. Μάκρι, οδήγησε στην πραγματικότητα πίσω στην “αγκαλιά” του ΔΝΤ. Άρα αυτό είναι το πραγματικό δίλημμα. Με την αριστερά και την ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας ή με τον κ. Μητσοτάκη και τις πολιτικές ΔΝΤ;».