«Η Συμφωνία είναι καταλύτης για την έναρξη ενός αναγκαίου πολιτικού διαλόγου, που μπορεί να οδηγήσει και σε ευρύτερες συγκλίσεις», δηλώνει ο Δημήτρης Τζανακόπουλος σε συνέντευξή του στην «Εποχή», ερωτηθείς για τον ρόλο της συμφωνίας των Πρεσπών ως «έδαφος» για μια συμμαχία προοδευτικών δυνάμεων.
Ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος τονίζει ότι ωστόσο σ’ αυτόν τον πολιτικό και κοινωνικό διάλογο πρέπει να τεθούν με σαφήνεια τα ζητήματα του νέου κοινωνικού κράτους, της αναπτυξιακής πολιτικής, της αναδιανομής του εισοδήματος, της επαναρύθμισης της αγοράς εργασίας, του ύψους του μισθού, του νέου παραγωγικού μοντέλου, του ρόλου και της φύσης του κράτους. «Διότι βεβαίως είναι αναγκαίες οι ευρύτερες συγκλίσεις της κεντροαριστεράς με την αριστερά, αλλά αυτές πρέπει να έχουν συγκεκριμένο πολιτικό στίγμα», σημειώνει. Επισημαίνει πως ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ έχει πει ότι θα επιδιωχθούν τέτοια ανοίγματα και στα ψηφοδέλτια, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Ο κ. Τζανακόπουλος επαναλαμβάνει ότι «ο στόχος της κυβέρνησης είναι να ολοκληρωθεί η συνταγματική θητεία της». Αναφέρει ότι «η σταθερότητα της κυβέρνησης είναι δεδομένη έως τον Οκτώβριο του 2019 και επομένως το κόμμα θα πρέπει να προσηλωθεί στον αγώνα για τις αυτοδιοικητικές και τις ευρωεκλογές». Σημειώνει ότι πρέπει να τεθούν τα σωστά πολιτικά ερωτήματα, επισημαίνοντας ότι στις ευρωεκλογές «κρίνεται ο βηματισμός και το μέλλον της Ευρώπης», θα είναι «μάχη ενάντια στην ακροδεξιά και τα εθνικιστικά ρεύματα», αλλά και μάχη για την οικονομία, καθώς o ακραίος νεοφιλελευθερισμός και η λιτότητα ενδυναμώνουν την ακροδεξιά. Όσον αφορά τις αυτοδιοικητικές εκλογές, «ο ΣΥΡΙΖΑ ρίχνεται στη μάχη με πλατιά ψηφοδέλτια, επισημαίνοντας την ανάγκη για συγκλίσεις, αλλά και αναδεικνύοντας και τα ζητήματα της κάθε περιοχής και περιφέρειας». Τονίζει ότι όσο οι πρωτοβουλίες της κυβέρνησης θα αρχίσουν να καταγράφονται στην πραγματική οικονομία, θα υπάρξει «αντίστοιχη αντανάκλαση στον πολιτικό συσχετισμό».
Σχολιάζει ως «αυτονόητο» ότι την πολιτική πρωτοβουλία για επίλυση του «Μακεδονικού» δεν υπήρχε περίπτωση να την πάρει «καμία άλλη κυβέρνηση, είτε από το χώρο της Κεντροαριστεράς, είτε –πολύ περισσότερο- από το χώρο της Κεντροδεξιάς».
Επικρίνει το ΚΙΝΑΛ ότι προκειμένου να μη στηρίξει μια πολιτική πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ ταυτίστηκε σε επίπεδο ηγεσίας «με τις πιο ακραίες απόψεις της ΝΔ» και πως «χρησιμοποιώντας το οπλοστάσιο των επιχειρημάτων της ακροδεξιάς πτέρυγας της ΝΔ, οδηγήθηκε στη σημερινή του κρίση». Καταλογίζει «πολιτική αλαζονεία» στην αντίληψή του ότι «ο φιλελεύθερος κεντροαριστερός χώρος, του ανήκει δικαιωματικά και κανείς άλλος δεν μπορεί να τον εκφράσει». Εν τέλει, σημειώνει «το ΚΙΝΑΛ δεν βλέπει την πολιτική ανατροπή του 2012 ως στρατηγική ήττα αυτής της πολιτικής που ακολούθησε ιδιαίτερα τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια», ότι «γι’ αυτό και δεν μπορεί ποτέ να δει τον ΣΥΡΙΖΑ ως έναν όμορο χώρο» και πως «η πολιτική ηγεσία του ΚΙΝΑΛ ανήκει στο παλιό κομματικό σύστημα και γι’ αυτό επιδιώκει την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ».
Ως προς τις εξελίξεις στη Βενεζουέλα και το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει βρεθεί στο στόχαστρο της αντιπολίτευσης, ο κ. Τζανακόπουλος αναφέρει ότι «η θέση μας είναι ξεκάθαρη από την πρώτη στιγμή. Προτεραιότητα είναι η εξεύρεση δημοκρατικής λύσης, η οποία θα αποτρέψει τον κίνδυνο ενός περαιτέρω αιματηρού διχασμού στη Βενεζουέλα», να βρεθεί μία κοινά αποδεκτή λύση για να οδηγηθεί η Βενεζουέλα σε εκλογές και το αποτέλεσμα αυτών να γίνει σεβαστό απ’ όλους. Επισημαίνει ότι η κυβέρνηση μαζί με τη Σουηδία έχει πρωτοστατήσει σε αυτή την κατεύθυνση μέσω πρωτοβουλίας για δημιουργία ενός contact group που θα αναλάβει να παίξει διαμεσολαβητικό ρόλο. «Η κριτική μας, από τη σκοπιά της Αριστεράς, στην κυβέρνηση της Βενεζουέλας, είναι δεδομένη και έγκαιρα διατυπωμένη εδώ και πολύ καιρό. Διαφωνούμε όμως κάθετα με ενέργειες δίχως δημοκρατική νομιμοποίηση, όπως η αυτοανακήρυξη του ηγέτη της αντιπολίτευσης σε Πρόεδρο της χώρας», τονίζει.
Παράλληλα, κατηγορεί τη ΝΔ και τους «μηχανισμούς προπαγάνδας τους» για «τυφλή αντιπολιτευτική στρατηγική και φανατισμό». «Αφού έχει συντριβεί κάθε πτυχή της πολιτικής τους στρατηγικής», πλέον στρίβει δια της Βενεζουέλας, σημειώνει, προσθέτοντας πως «ενδιαφέρεται μονάχα για την παλινόρθωση μιας πολιτικής και οικονομικής ελίτ που οδήγησε τη χώρα στα μνημόνια και τη χρεοκοπία».
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος χαρακτηρίζει την αύξηση του κατώτατου μισθού και την κατάργηση του υποκατώτατου ως «μια κορυφαία στιγμή αυτής της κυβέρνησης, αντίστοιχα σημαντική με τη Συμφωνία των Πρεσπών», ως κίνηση που «αποκαλύπτει τον πυρήνα της στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ». «Θα ήταν πολιτική ήττα αν αυτή η τετραετία παρερχόταν χωρίς την αύξηση του κατώτατου μισθού», αναφέρει.
Ως προς την κριτική ότι η εφαρμογή της μείωσης του αφορολόγητου θα εξαφανίσει την αύξηση αυτή, σχολίασε ότι η κυβέρνηση απαντά ακριβώς αυτό που απαντούσε και όταν της έλεγαν ότι θα περικοπούν οι συντάξεις, δηλαδή ότι «δεν υπάρχει κανένας δημοσιονομικός λόγος για να εφαρμοστεί το μέτρο». «Αν δεν είναι αυτή η κυβέρνηση στο τιμόνι της χώρας, μετά τις εκλογές, τότε πράγματι το αφορολόγητο θα εφαρμοστεί, όπως έχει δηλώσει ο κ. Μητσοτάκης», σημείωσε.
Μιλώντας για τις επόμενες πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, αναφέρεται στην ολοκλήρωση της συνταγματικής αναθεώρησης και προαναγγέλλει σειρά πολιτικών ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους, στο ΕΣΥ, στο εκπαιδευτικό σύστημα, στη στήριξη των υπερχρεωμένων νοικοκυριών, στην προστασία της πρώτης κατοικίας.