Ο συνεργαζόμενος με το Ποτάμι βουλευτής Σπύρος Λυκούδης θα υπερψηφίσει την Συμφωνία των Πρεσπών σύμφωνα με την απόφαση που έλαβε το Πολιτικό Συμβούλιο των «ΜΕΤΑρρυθμιστών της Αριστεράς».
«Η θέση της χώρας μας στη μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια και ο πρωταγωνιστικός ρόλος που μπορεί να παίξει στην περιοχή, απαιτούν τη λύση του προβλήματος. Αυτή η εκκρεμότητα πρέπει να σταματήσει», αναφέρει ανακοίνωση των Μεταρρυθμιστών της Αριστεράς στην οποία ασκείται δριμεία κριτική στην κυβέρνηση την οποία κατηγορεί πως με τους χειρισμούς της προκαλεί κλίμα εθνικού διχασμού.
«Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ χειρίστηκε το ζήτημα με στοιχεία πολιτικής αφροσύνης, αφού το ενέταξε στους μικροκομματικούς της υπολογισμούς. Οι ΜΕΤΑρρυθμιστές της Αριστεράς εκφράζουν την πολιτική τους αποστροφή απέναντι σε αυτό το νοσηρό κλίμα, που εμποδίζει να διαμορφωθεί δημιουργικά και ανεπηρέαστα η πολιτική σκέψη. Από την πρώτη στιγμή έχουμε υποστηρίξει ότι η Συμφωνία έχει θετικό κεντρικό άξονα, γιατί απαντά στην εδώ και χρόνια βασική εθνική επιδίωξη να έχει η γειτονική χώρα σύνθετη ονομασία erga omnes. Η Συμφωνία αποτέλεσε προϊόν αναπόφευκτου συμβιβασμού, γι’ αυτό είχε και έχει προβλήματα που απαιτούν συνεχή παρακολούθηση. Είμαστε όμως σήμερα μπροστά σε ένα μείζον και χρόνιο πρόβλημα της εξωτερικής μας πολιτικής, του οποίου η εκκρεμότητα αποβαίνει διαχρονικά εις βάρος μας. Αντί εξαρχής (η κυβέρνηση) να επιδιώκει την συναίνεση των κομμάτων της δημοκρατικής αντιπολίτευσης στην βάση κοινής εθνικής θέσης, επεδίωξε την εκμετάλλευση του θέματος για να δημιουργήσει προβλήματα στους πολιτικούς της αντιπάλους. Συμπαρέσυρε έτσι και οδήγησε την αξιωματική αντιπολίτευση σε αδικαιολόγητες εθνικιστικές οξύτητες, για να φτάσουμε σήμερα σε ένα νέο εντελώς ανώφελο και αχρείαστο εθνικό διχασμό», υπογραμμίζεται μεταξύ άλλων.
Επισημαίνεται ότι «στο σώμα της Συμφωνίας διαμορφώνονται και εξελίσσονται πολιτικοί σχεδιασμοί με το βλέμμα στραμμένο στις κάλπες, μακριά και πέρα από τις “εθνικές ευαισθησίες” που υποκριτικά διατυπώνονται ένθεν κακείθεν».
Το Π.Σ. των ΜΕΤΑρρυθμιστών της Αριστεράς μετά από πολύωρη συζήτηση, κατέληξε στα παρακάτω:
«Το Πολιτικό Συμβούλιο των ΜΕΤΑρρυθμιστών της Αριστεράς στη συνεδρίαση του για το θέμα της Συμφωνίας των Πρεσπών και μετά από πολύωρη συζήτηση, κατέληξε στα παρακάτω:
Α) Το θέμα των σχέσεων της Ελλάδας με την Π.Γ.Δ.Μ., μετά από πολυετείς εντάσεις και αντιπαραθέσεις βρέθηκε την τελευταία περίοδο και με την νέα ηγεσία της γειτονικής χώρας, σε προοπτική επίλυσης των διαφορών.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ χειρίστηκε το ζήτημα με στοιχεία πολιτικής αφροσύνης αφού το ενέταξε στους μικροκομματικούς της υπολογισμούς.
Αντί εξαρχής να επιδιώκει την συναίνεση των κομμάτων της δημοκρατικής αντιπολίτευσης στην βάση κοινής εθνικής θέσης, επεδίωξε την εκμετάλλευση του θέματος για να δημιουργήσει προβλήματα στους πολιτικούς της αντιπάλους.
Συμπαρέσυρε έτσι και οδήγησε την αξιωματική αντιπολίτευση σε αδικαιολόγητες εθνικιστικές οξύτητες για να φτάσουμε σήμερα σε ένα νέο εντελώς ανώφελο και αχρείαστο εθνικό διχασμό.
Β) Τις επόμενες μέρες η Συμφωνία των Πρεσπών θα έρθει στη Βουλή προς κύρωση. Το θέμα θα συζητηθεί σε πολιτικό κλίμα οξύτατης πόλωσης, αυτό ακριβώς που έπρεπε να αποφευχθεί για ένα ζήτημα μείζονος εθνικής σημασίας.
Πάνω στο σώμα της Συμφωνίας διαμορφώνονται και εξελίσσονται πολιτικοί σχεδιασμοί με το βλέμμα στραμμένο στις κάλπες, μακριά και πέρα από τις «εθνικές ευαισθησίες» που υποκριτικά διατυπώνονται ένθεν κακείθεν.
Οι ΜΕΤΑρρυθμιστές της Αριστεράς εκφράζουν την πολιτική τους αποστροφή απέναντι σε αυτό το νοσηρό κλίμα που εμποδίζει να διαμορφωθεί δημιουργικά και ανεπηρέαστα η πολιτική σκέψη.
Γ) Από την πρώτη στιγμή έχουμε υποστηρίξει ότι η Συμφωνία έχει θετικό κεντρικό άξονα, γιατί απαντά στην εδώ και χρόνια βασική εθνική επιδίωξη να έχει η γειτονική χώρα σύνθετη ονομασία erga omnes.
Η Συμφωνία αποτέλεσε προϊόν αναπόφευκτου συμβιβασμού γιαυτό είχε και έχει προβλήματα που απαιτούν συνεχή παρακολούθηση.
Είμαστε όμως σήμερα μπροστά σε ένα μείζον και χρόνιο πρόβλημα της εξωτερικής μας πολιτικής του οποίου η εκκρεμότητα αποβαίνει διαχρονικά εις βάρος μας.
Αυτή η εκκρεμότητα πρέπει να σταματήσει.
Η θέση της χώρας μας στη μεγάλη Ευρωπαϊκή οικογένεια και ο πρωταγωνιστικός ρόλος που μπορεί να παίξει στην περιοχή απαιτούν τη λύση του προβλήματος»