Η Συμφωνία των Πρεσπών συνιστά σοβαρή υποχώρηση για την ελληνική πλευρά, τουλάχιστον όσον αφορά τη μακεδονική υπηκοότητα και γλώσσα, υποστηρίζει ο καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Κωνσταντίνος Λάβδας, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο newsbeast.gr.
Συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Κάλτσα
«Έχω εντελώς από την αρχή εξηγήσει ότι η Συμφωνία των Πρεσπών είναι μια προσπάθεια συμβιβασμού με αρκετά επιμέρους θετικά και λεπτομερώς δουλεμένα σημεία, αλλά τελικώς με μία πολύ αρνητική για την ελληνική πλευρά βασική παραδοχή και υποχώρηση, όσον αφορά τη μακεδονική υπηκοότητα και τη μακεδονική γλώσσα.
Το βασικό μειονέκτημα, ότι δηλαδή δεν μιλάμε έστω για βορειομακεδονική υπηκοότητα αλλά για μακεδονική, είναι αυτό το οποίο σε συνδυασμό με πολλά γκρίζα σημεία της συμφωνίας και σε συνδυασμό και με αυτό που είδαμε με τις πρόσφατες συνταγματικές τροπολογίες και τον εφαρμοστικό νόμο την 11η Ιανουαρίου, κατά την άποψή μου θεμελιώνει τη βασική αντίρρηση για έναν συμβιβασμό που δεν είναι απλά μέτριος, αλλά εν προκειμένω είναι και δυνητικά επικίνδυνος, ακριβώς γιατί για πρώτη φορά ανάβει το πράσινο φως και στους διεθνείς οργανισμούς για την αποδοχή ενός κράτους αυτή τη φορά επίσημα και όχι ως εκκρεμότητα η οποία χρονίζει, θα αποκαλείται Μακεδονία» τονίζει ο κ. Λάβδας.
«Και επειδή ο προσδιορισμός αυτός θα είναι εθνικός προσδιορισμός, ενώ ο δικός μας θα είναι τοπικός, με άλλα λόγια το κράτος θα προσδιορίζεται ως μακεδονικό στο σύνολο, ενώ εμείς θα μιλάμε για ένα κομμάτι της δικής μας επικράτειας, μεσομακροπρόθεσμα θα επικρατήσει ο εθνικός του τοπικού και άρα θα έχουν πετύχει τα Σκόπια αυτό το οποίο αποφεύγαμε τόσα χρόνια και συνεπώς όλη αυτή η προσπάθεια όλων αυτών των ετών θα έχει πάει χαμένη».
Ο κ. Λάβδας επισημαίνει και την ισχυρή διαφωνία του με τους χειρισμούς από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης, οι οποίοι τελικά οδήγησαν και στη συμφωνία, χαρακτηρίζοντας διχαστικό τον τρόπο με τον οποίο λειτούργησε.
«Το μείζον πρόβλημα είναι ότι σε πολιτικό επίπεδο υπήρξε μία διαχείριση διχαστική. Δεν υπήρξε δηλαδή, όπως στο παρελθόν, μία προσπάθεια εξεύρεσης εθνικής συναίνεσης, η οποία είχε αποδώσει ό,τι είχε αποδώσει, μπορεί καθένας να τοποθετηθεί θετικά ή αρνητικά, πάντως βασιζόταν στην εθνική συναίνεση. Να θυμίσω ότι το Βουκουρέστι είχε βασιστεί στη γνώμη όλων των αρχηγών μετά από αντίστοιχο συμβούλιο.
Εδώ λοιπόν η πολιτική διαχείριση ήταν διχαστική. Ήταν διαχείριση που ήθελε να δείξει ότι υπάρχουν προοδευτικοί που κοιτάνε το μέλλον και υπάρχουν εθνικιστές που είναι κλειδωμένοι στο παρελθόν. Αυτή η διχαστική προσέγγιση είναι δυστυχώς προφανής και είναι καταστροφική. Γιατί ουσιαστικά δημιουργεί διαιρέσεις στην Ελλάδα για να δώσει λύση στα Σκόπια.
Επιμένω για την πολιτική διαχείριση γιατί η διπλωματική και τεχνοκρατική διαχείριση έχει και πολλά θετικά. Δηλαδή οι άνθρωποι που προσπάθησαν να καταλήξουν σε ένα κείμενο συμφωνίας, έχουν στα επιμέρους πετύχει και κάποιες καλές διατυπώσεις. Κατά συνέπεια η διπλωματική και τεχνοκρατική διαχείριση ήταν επιτυχέστερη σε ένα βαθμό της πολιτικής. Η πολιτική διαχείριση όμως βασίστηκε σε μία απόλυτη περιφρόνηση προς την εθνική συναίνεση. Και τέτοια μεγάλα ζητήματα δεν λύνονται χωρίς εθνική συναίνεση».
Ο καθηγητής δεν αποφεύγει να αναφερθεί και στα φλέγοντα ζητήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα στην περιοχή, σε συνδυασμό με το θέμα του ονόματος της ΠΓΔΜ.
«Εμείς έχουμε άλλα προβλήματα σοβαρά στην περιοχή. Το πρώτο είναι προφανές και λέγεται Τουρκία και έχουμε και ένα δευτερεύον πρόβλημα που λέγεται Αλβανία. Είναι σαφές ότι σε αυτό το πλαίσιο του προβλήματος που λέγεται Τουρκία και δευτερευόντως του προβλήματος που λέγεται Αλβανία, με την αντίληψη μιας δυνητικά μεγάλης Αλβανίας, μας ενδιαφέρει να παραμείνει ακέραια αυτή η οντότητα, η οποία διεθνώς, οι διεθνείς οργανισμοί, η Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΝΑΤΟ, ο ΟΗΕ, ονόμαζαν επισήμως Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, να μείνει και να μην διασπαστεί. Αυτό είναι προς το συμφέρον και της Ελλάδας και της ειρήνης στην περιοχή.
Το ζήτημα είναι ότι αυτό το ενδιαφέρον δεν μπορεί να οδηγήσει πάση θυσία σε μια συμφωνία ανεξαρτήτως λεπτομερειών. Και μερικές λεπτομέρειες είναι κρίσιμες. Το ότι δεν μπορέσαμε να πετύχουμε ούτε καν μια “βορειομακεδονική” υπηκοότητα είναι χαρακτηριστικό του πόσο αφήσαμε μερικές κόκκινες γραμμές να ανήκουν στο παρελθόν και προχωρήσαμε ακόμη και εκεί που δεν έπρεπε να προχωρήσουμε. Το ότι έπρεπε να προσπαθήσουμε και πρέπει να προσπαθήσουμε να βρούμε έναν τρόπο συνεννόησης με το γειτονικό κράτος, αυτό φυσικά είναι αυτονόητο».
Όσο για το ποια είναι η δυναμική της Ελλάδας στα Βαλκάνια και πώς θα μπορούσε να τοποθετηθεί στους μελλοντικούς συσχετισμούς στην περιοχή, ο κ. Λάβδας επισημαίνει:
«Είναι πολύ σημαντικό να γίνει κατανοητό και με έκπληξη βλέπω ότι δεν συζητιέται, ότι εάν η Ελλάδα ήταν μια χώρα με μια δυναμική οικονομία και επιπρόσθετα είχε και μια καλή παράδοση lobbying στα Σκόπια, στα Τίρανα, lobbying που αποδίδει εθνικούς καρπούς, τότε θα λέγαμε ότι ακόμη και μία μέτρια συμφωνία μπορεί μεσομακροπρόθεσμα να αποδώσει. Διότι υπάρχει μια δυναμική ελληνική οικονομία, διότι υπάρχει η αίγλη της Ελλάδας, διότι υπάρχουν τα lobby τα ελληνικά. Αλλά δεν υπάρχει κάτι τέτοιο.
Αυτά που λένε ορισμένοι αφαιρετικά ότι είμαστε πιο ισχυροί οικονομικά και δεν φοβόμαστε τη FYROM είναι κατά τη γνώμη μου ανοησίες. Διότι τα τελευταία χρόνια είδαμε ότι δεν λειτουργούν ελληνικά lobby ούτε στα Σκόπια ούτε στα Τίρανα. Κατά συνέπεια χρειαζόμαστε μία συμφωνία η οποία θα είναι κατά το δυνατόν σε σωστή κατεύθυνση στα βασικά, κεντρικά σημεία της. Και αυτή τη συμφωνία δεν την έχουμε πάρει».
Ποιος είναι όμως ο ρόλος που έπαιξε ο διεθνής παράγοντας στη Συμφωνία των Πρεσπών;
«Ο διεθνής παράγοντας κάνει τη δουλειά του και οι ελληνικές κυβερνήσεις οφείλουν να κάνουν τη δική τους. Προσπαθεί κανείς και οφείλει να προσπαθεί να βρίσκει την καλύτερη δυνατή σύγκλιση και συνεννόηση με τους φίλους και συμμάχους. Πρέπει όμως κανείς να θυμάται ότι δυστυχώς υπάρχουν στην ελληνική πολιτική αυτοί οι οποίοι προσπαθούν να αποδείξουν ότι δεν είναι ελέφαντες λόγω του περίεργου, άστατου παρελθόντος τους. Όσοι δεν έχουμε ένα τέτοιο παρελθόν και υπήρξαμε συστηματικά και με συνέπεια εδώ και δεκαετίες υπέρ της νατοϊκής πορείας της χώρας, δεν έχουμε να αποδείξουμε κάτι.
Και λέμε ότι στο συγκεκριμένο θέμα πρέπει να είχαμε προσπαθήσει να πετύχουμε κάτι καλύτερο. Το ότι δεν μπορέσαμε να πετύχουμε ούτε καν τη «βορειομακεδονική» υπηκοότητα, το οποίο θα ήταν ένα βήμα παραπέρα, αλλά ένα κρίσιμο βήμα, δείχνει το πόσο φοβικοί τελικά σε πολιτικό επίπεδο ήταν αυτή η προσπάθεια και δείχνει επίσης γιατί θα χρειαστεί, με τρόπους που παραμένουν ανοιχτοί και πρέπει να τους δούμε, να πετύχουμε κάτι καλύτερο στο μέλλον είτε ατύπως είτε μέσω μιας επαναδιαπραγμάτευσης αν δεν περάσει η συμφωνία από τη δική μας Βουλή».
Ο κ. Λάβδας εκφράζει στη συνέχεια τη βαθύτατη ανησυχία του για το μέλλον των διμερών σχέσεων:
«Αυτό που φαίνεται είναι ότι η συμφωνία θα περάσει από την ελληνική Βουλή, πράγμα το οποίο δεν θα έπρεπε να γίνει κατά τη γνώμη μου. Εάν όμως περάσει δεν θα μπορεί κανείς μετά να κάνει σε ό,τι αφορά την ίδια τη συμφωνία πίσω. Διότι πρέπει να υπάρχει συνέχεια και συνέπεια στο κράτος. Και πρέπει επίσης να θεωρούμε δεδομένο ότι αν περάσει η συμφωνία πρέπει να προχωρήσει και η ένταξη στο ΝΑΤΟ.
Αυτό που δεν πρέπει να προχωρήσει είναι το ζήτημα της προσέγγισης στην ΕΕ. Η πορεία αυτού του κράτους προς την ΕΕ θα είναι μακρά και πρέπει να αποφύγουμε πρακτικές αυτόματου πιλότου. Πρέπει να δούμε εμπράκτως ότι η ΠΓΔΜ, εάν τελικώς ονομαστεί Βόρεια Μακεδονία, για να μπει στην ΕΕ θα ακολουθήσει πορεία όχι προς το συμφέρον των αλβανικών επιδιώξεων, όχι προς το συμφέρον των τουρκικών επιδιώξεων – θυμίζω ότι η Τουρκία διεισδύει όλο και περισσότερο στην ΠΓΔΜ – ούτε προς το συμφέρον ακραίων εθνικιστικών κύκλων στα Σκόπια, αλλά προς το συμφέρον της σταθερότητας και της ειρήνης στην περιοχή.
Άλλωστε ο πρόεδρος στα Σκόπια αντιδρά και, όταν έχουμε προεδρικές εκλογές στην ΠΓΔΜ αλλά και προηγουμένως, θα δούμε πράγματι πώς εκφράζεται ο κάθε παράγων, τι δυναμικές αναπτύσσονται και τι είδους σταθερότητα θα δημιουργήσει αυτή η αναγνώριση».