Η κυβέρνηση θα πρέπει να αποφασίσει μόνη της να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης, δήλωσε η ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, Ελίζα Βόζεμπεργκ, στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού – Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων «Πρακτορείο 104,9 FM» για το ενδεχόμενο να επικυρωθεί η συμφωνία των Πρεσπών και να αποχωρήσει από την κυβέρνηση ο μικρός κυβερνητικός εταίρος.
«Πιστεύω ότι η Συμφωνία των Πρεσπών θα περάσει, ότι το έχει οργανώσει ο κ. Τσίπρας, ότι έχει δεσμευθεί και αυτό το οποίο λέει ενδεχομένως να το έχει μετρήσει. Επιθυμώ το εκ διαμέτρου αντίθετο, μακάρι η κυβέρνηση να έπεφτε πριν περάσει η συμφωνία, μακάρι να μην έλθει ποτέ, μακάρι να μην ευδοκιμήσει ακόμη και στα Σκόπια, αλλά πολύ φοβούμαι ότι ίσως είναι προδιαγεγραμμένα τα πράγματα με τη σύμφωνη γνώμη και βούληση του πρωθυπουργού», εκτίμησε η ευρωβουλευτής.
Υπενθύμισε, δε, ότι ο κυβερνητικός εκπρόσωπος «είχε πει τον Ιούνιο ότι “εμείς θα ζητήσουμε ψήφο εμπιστοσύνης και θα την πάρουμε”, αλλά τώρα υπάρχει μία διαφορετική ρητορική».
«Αν ο κ. Καμμένος αποχωρώντας μεν με κάποιους υπουργούς τους -δεν ξέρω αν είναι και όλοι που θα τον ακολουθήσουν- συνεχίσει, δε, να στηρίζει την κυβέρνηση, δεν ξέρω αν ο πρωθυπουργός θα θελήσει να προχωρήσει σε πρόωρες εκλογές», εξήγησε.
Σε ό,τι αφορά τη στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης διαβεβαίωσε ότι «δεν πρόκειται να στηρίξουμε αυτή τη συμφωνία και αν είμαστε εμείς κυβέρνηση, αν έχουμε τη διακυβέρνηση της χώρας με την εντολή του ελληνικού λαού δεν θα τη φέρουμε προς ψήφιση τη συμφωνία, αυτό είναι κατηγορηματικό με ευθύ τρόπο από την πρώτη στιγμή. Ούτε το πρωτόκολλο ένταξης της ΠΓΔΜ θα το στηρίξουμε, μένει να δούμε κάποιες δυσκολίες νομικές, οι οποίες ανακύπτουν μέσα από τη συμφωνία, αλλά σίγουρα αν δεν το στηρίξουμε δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Δεν είναι αυτόματη η είσοδος, θέλει μία ψηφοφορία και αυτή και πρέπει ίσως -σύμφωνα με ό,τι έχει συνυπογραφεί- να έλθει ταυτόχρονα, δεν μπορεί να υπάρχει χρονική απόκλιση από τη μία συμφωνία στην άλλη».
Αναφερόμενη, εξάλλου, στην υπόθεση Novartis, η κ. Βόζεμπεργκ εξέφρασε την άποψη πως «καταρρέει μέρα με τη μέρα σαν χάρτινος πύργος». «Όλη η εικόνα του τριημέρου με αυτή την υπόθεση αναδεικνύει μια νοσηρότητα, μια ανθυγιεινή πολιτική εικόνα και μολύνει και δηλητηριάζει την εμπιστοσύνη του πολίτη προς τον φυσικό του δικαστή και τους θεσμούς», είπε, προσθέτοντας πως «εμείς υποστηρίξαμε από την πρώτη στιγμή ότι επρόκειτο περί σκευωρίας και δυστυχώς αυτό επιβεβαιώνεται με τον πιο δραματικό τρόπο».
«Φαίνεται, αποδεικνύεται ότι ο συγκεκριμένος μάρτυρας δεν έπρεπε ποτέ να είναι στον θεσμό του προστατευόμενου μάρτυρα, του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος, διότι γνώριζε η Εισαγγελία -όφειλε να γνωρίζει και φαίνεται ότι το γνώριζε- ότι με κάποιον τρόπο εμπλέκεται. Απαγορεύεται ρητά από τον νόμο και αυτό είναι η μία παράμετρος. Από την άλλη, ο ίδιος είπε ότι “εμείς προαυλιζόμασταν μαζί έξω από το προαύλιο της Εισαγγελίας, γνωρίζω ποιοι είναι οι άλλοι”, δηλαδή σχεδόν ο ένας γνωρίζει τι έχει πει ο άλλος. Ανεξάρτητα αν οι καταθέσεις τους από την πρώτη στιγμή, κατά την άποψή μου, ήταν εντελώς αδύναμες να στηρίξουν μια τόσο σοβαρή κατηγορία, γιατί κανένας δεν κατέθετε από κτήματα γνώσης του παρά “νομίζω”, “υποθέτω”, “εκτιμώ”. Κανείς δεν είπε “είδα”, “γνωρίζω”, “είμαι αυτόπτης μάρτυρας” σε εκείνο ή το άλλο. Φαινόταν μια κακοστημένη υπόθεση, που στόχευε ευθέως να πλήξει πολιτικούς αντιπάλους», διευκρίνισε.