«Είναι προφανώς ένα έγκλημα με εντονότατη ρατσιστική οσμή», δήλωσε η κοινοβουλευτική εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ, βουλευτής Κέρκυρας Φωτεινή Βάκη, στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού – Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων «Πρακτορείο 104,9 FM» για τη δολοφονία Αλβανού εργάτη στα Δραγωτινά Λευκίμμης και τις πληροφορίες ότι ο φερόμενος ως δράστης του εγκλήματος υπήρξε εκλογικός αντιπρόσωπος της Χρυσής Αυγής.
«Θρηνούμε έναν ακόμη μετανάστη, που γίνεται θύμα του ρατσισμού, που ξεκινά από την καθαρότητα της ελληνικής φυλής και έρχεται δυστυχώς ως ένα ακόμη επεισόδιο του εθνικιστικού παροξυσμού των ημερών, που πυροδότησε το μακεδονικό, αλλά βεβαίως ένα ακόμη επεισόδιο του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, που δημιουργεί αποδιοπομπαίους τράγους –βλέπει έτσι τους μετανάστες, στους οποίους ανάγει όλα τα δεινά που θα έπρεπε να ανάγονται στην οικονομική κρίση, που βιώσαμε τα τελευταία χρόνια. Δυστυχώς εκεί βρέθηκαν οι κατάλληλες θερμοκρασίες για να επωαστεί το αυγό του φιδιού, εκεί βρήκαν τον κατάλληλο χώρο για να εμφανιστούν οι ιδεολογικοί επίγονοι του ναζισμού, διότι ο δράστης φέρεται να ανήκει στη Χρυσή Αυγή, λέγεται πως ήταν εκλογικός αντιπρόσωπός της στις τελευταίες εκλογές», διευκρίνισε η κ. Βάκη.
Σημείωσε, δε, ότι στο κίνημα των κατοίκων της Λευκίμμης εναντίον του ΧΥΤΑ «κάποιες φωνές ακραίες θεωρούσαν ότι δεν περισσεύει κανείς σε αυτό το κίνημα, δεν περισσεύει ούτε χρυσαυγίτης και δυστυχώς όταν μορφές συλλογικής διαμαρτυρίας είναι εμπρησμοί και δολιοφθορές, τότε θα δοθεί βήμα και φωνή και στην ακροδεξιά».
«Ωστόσο», συνέχισε, «εγώ το τοποθετώ στο κλίμα των ημερών, διότι αφορμή ήταν η λεκτική διένεξη μέσα σε ένα καφενείο για το μακεδονικό και τις σχολικές καταλήψεις». Στο πλαίσιο αυτό, η κοινοβουλευτική εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ κάλεσε «τα κόμματα του συνταγματικού τόξου να πάρουν θέση και να απομονώσουν τον φασισμό και να μην οχυρώνονται πίσω από από χλιαρές καταδίκες της βίας, “από όπου και αν προέρχεται”, η οποία γίνεται φύλλο συκής της φασιστικής βίας και γίνεται και μία συγκαλυμμένη θεωρία των δύο άκρων, διαφορετικά φοβούμαι ότι θα θρηνήσουμε και άλλα θύματα του ρατσισμού και θα θρηνήσουμε και άλλα θύματα όλου αυτού του εμπορίου πατριωτισμού από τους θαυμαστές της σβάστικας».
«Όταν καταδικάζουμε πάντα τη βία, από όπου κι αν προέρχεται, χωρίς να αναφερόμαστε συγκεκριμένα στη φασιστική βία, αυτό δίνει ένα φύλλο συκής στα ναζιστικά τάγματα εφόδου, το νεοφασισμό […] Όταν διαβάζουμε στις καταλήψεις συνθήματα ότι η “Δημοκρατία πρόδωσε την Μακεδονία”, τότε θα πρέπει αν αναλογιστούμε πάρα πολύ σοβαρά και θα πρέπει να σταματήσουμε όλο αυτό το εθνικιστικό δηλητήριο στα σχολεία», εξήγησε.
Αναφερόμενη στην πολιτική αντιπαράθεση για το περιεχόμενο των πρόσφατων δηλώσεων του πρωθυπουργού της ΠΓΔΜ, Ζόραν Ζάεφ, η κ. Βάκη παρατήρησε: «Στα συγκεκριμένα άρθρα της συμφωνίας των Πρεσπών δεν υπάρχει καμία σκιά για παρέμβαση στα εσωτερικά άλλης χώρας. Έκαναν τον κύκλο της δημοσιότητας τα δημοσιεύματα, τα οποία έφεραν τον πρωθυπουργό της γειτονικής χώρας να αναφέρεται σε “Μακεδόνες του Αιγαίου”, σε διδασκαλία της “μακεδονικής γλώσσας” στην Ελλάδα, υπονοώντας αλυτρωτισμό στην τοποθέτησή του και στη συνέχεια των δημοσιευμάτων αυτών έσπευσαν τα πολιτικά κόμματα που διαφωνούν με τη συμφωνία να κατακεραυνώσουν την ελληνική κυβέρνηση και να αναπαράγουν και ανακρίβειες, διατηρώντας ένα κλίμα εθνικιστικού παροξυσμού».
«Η αφετηρία της είδησης», σημείωσε, «δεν είναι άλλη από ένα ειδησεογραφικό site της γείτονος, το οποίο μετέφερε δηλώσεις χωρίς να παραθέτει τα πρακτικά της σχετικής κοινοβουλευτικής συνεδρίασης […] την ίδια στιγμή κανένα μέσο δεν ασχολήθηκε με τη δήλωση του κυβερνητικού εκπροσώπου της γείτονος χώρας, ο οποίος υπογράμμισε ότι κανένα από τα ζητήματα αυτά που εγείρονται από αυτό το δημοσίευμα δεν υφίστανται στο κείμενο της συμφωνίας».
Ερωτηθείσα σχετικά με το πόρισμα για το ΚΕΕΛΠΝΟ, που εξέδωσε η πλειοψηφία της εξεταστικής επιτροπής για τη διερεύνηση των σκανδάλων στον χώρο της Υγείας, η κ. Βάκη ανάφερε: «Τουλάχιστον 8 υποθέσεις διαχείρισης οικονομικών πόρων από το ΚΕΕΛΠΝΟ ελέγχονται, στις οποίες ζητείται και η διερεύνηση ευθυνών και πολιτικών προσώπων, τα οποία διοίκησαν το ΚΕΕΛΠΝΟ και ως υπουργεία. Το θέμα δεν είναι εδώ να στηθούν τηλεδικαστήρια, είναι να βοηθηθεί η δικαιοσύνη και η δημόσια διοίκηση ευρύτερα, ώστε να προχωρήσει η ανάκτηση των απωλειών που υπέστη η ελληνική κοινωνία από αυτή την κακοδιαχείριση. Ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση είναι και η αναζήτηση ενός μεγάλου ποσού ως αχρεωστήτως καταβληθέν από πολιτικό πρόσωπο που φέρεται να έχει σχέση με την υπερκοστολόγηση των αρθροσκοπήσεων, που εξέτασε η Επιτροπή της Βουλής».