Την ανάγκη για περισσότερη Δημοκρατία, αναφορικά με τη αναθεώρηση του Συντάγματος, επισημαίνει το Πολιτικό Συμβούλιο της Κίνησης Πράττω. Σε ανακοίνωσή που εκδόθηκε από την κίνηση επικεφαλής της οποίας είναι ο πρώην υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Κοτζιάς, διατυπώνει τα ακόλουθα:
«Η περίοδος που διανύει η χώρα είναι σύνθετη, ελπιδοφόρα, αλλά και με δυσκολίες. Η χώρα, μετά τη διεθνή της αναβάθμισή, την προάσπιση των συντάξεων και την έξοδο από τα μνημόνια έχει ανάγκη από μεγαλύτερη σταθερότητα στο εσωτερικό της, από θεσμική δημοκρατική ανανέωση. Στη βάση αυτής της εκτίμησης το ΠΣ του “Πράττω” χαιρετίζει την πρωτοβουλία της κυβέρνησης να ανοίξει τη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος. Η Κίνηση Πράττω εκτιμά ότι η ελληνική κοινωνία βιώνει μία μεταβατική φάση, στην οποία ο συνεχής εκδημοκρατισμός του πολιτικού και θεσμικού συστήματος είναι αναγκαίος. Το πού χρειάζονται και ποιας μορφής αλλαγές, μετασχηματισμοί και δημοκρατικοί εκσυγχρονισμοί δεν μπορεί να το καθορίζουν οι κομματικές σκοπιμότητες και οι μικροπολιτικοί υπολογισμοί αλλά το τι υπηρετεί τη χώρα και τους πολίτες της, την ανάπτυξη και την επέκταση της δημοκρατίας».
Αναλυτικά, η Κίνηση Πράττω, σύμφωνα με τη ανακοίνωση των μελών του Πολιτικού Συμβουλίου:
«Στηρίζει τις προτάσεις που διατυπώθηκαν, ιδιαίτερα ως προς τη διεύρυνση του κοινωνικού κράτους και των εγγυήσεων στα κοινωνικά δικαιώματα.
Στηρίζει κατηγορηματικά την τροποποίηση των διατάξεων του Συντάγματος ως προς την “ευθύνη των υπουργών, όπως τις κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς, όμως, νομικίστικες εξαιρέσεις”».
«Παραμένει σταθερός υπερασπιστής των δημόσιων αγαθών».
«Υποστηρίζει τη μη τροποποίηση του άρθρου 16 του Συντάγματος και τη διατήρηση του δημόσιου χαρακτήρα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης».
«Υποστηρίζει τις προτεινόμενες αλλαγές ως προς τη σχέση Κράτους και Εκκλησίας, προτείνει, δε, επιπλέον, την τροποποίηση εκείνων των διατυπώσεων του Συντάγματος, όπως στο προοίμιο και στα άρθρα 3, 13, 16 που δεν συνάδουν με αυτές».
«Υποστηρίζει τις προτεινόμενες αλλαγές στα άρθρα 21 και 22, ως προς την ασφάλεια και τις κοινωνικές παροχές, τη διασφάλιση κοινωνικών και δημόσιων αγαθών όπως το νερό και την ενέργεια».
«Υποστηρίζει, επιπρόσθετα, την ανάγκη πρόβλεψης ενίσχυσης της ασφάλειας του Πολίτη, ιδιαίτερα ως προς τον Κυβερνοχώρο. Χώρος, ο οποίος θα πρέπει να υπαχθεί στα προστατευόμενα από το Σύνταγμα κοινωνικά αγαθά».
«Υποστηρίζει τις προτάσεις για διεύρυνση διαδικασιών άμεσης δημοκρατίας, ως προς τα άρθρα 28, 34, 44. Προτείνει, όμως, (α) Να γίνεται σαφές ότι τα δημοψηφίσματα έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα, τόσο τα πανεθνικά όσο και τα τοπικής εμβέλειας, (β) οι απαιτούμενες υπογραφές πολιτών για τη διενέργεια αυτών, όπως και για τις νομοθετικές πρωτοβουλίες σε καμιά των περιπτώσεων δεν μπορεί να υπερβαίνουν τις 500.000».
«Υποστηρίζει την πρόταση για καθιέρωση της “δημιουργικής ψήφου δυσπιστίας” (άρθρο 84.2.)».
«Υποστηρίζει την αρχή της απλής αναλογικής σαν πάγιο και συνταγματικά κατοχυρωμένο εκλογικό σύστημα, ενώ θεωρεί ότι το όριο εισόδου στο Κοινοβούλιο δεν πρέπει να είναι “μέχρι 3%”, αλλά 3%».
«Υποστηρίζει τη διασφάλιση της ψήφου του απόδημου ελληνισμού. Δεν θεωρεί, όμως, ορθή, τη δημιουργία ειδικής εκλογικής περιφέρειας για τους απόδημους Έλληνες. Η ψήφος τους θα πρέπει να προσμετράται στην εκλογική περιφέρεια καταγωγής τους».
«Και τέλος ως προς τους βουλευτές, η θέση του ΠΡΑΤΤΩ είναι ότι «η θητεία των Βουλευτών δεν μπορεί να υπερβαίνει τις τρεις θητείες ή τα 12 χρόνια σωρευτικά».
Σε θεμελιακά ζητήματα Δημοκρατίας οι προτάσεις του Πράττω είναι οι ακόλουθες:
Αναφορικά με την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, το ΠΡΑΤΤΩ σημειώνει ότι «η ιστορική εμπειρία της Ελλάδας έχει δείξει ότι όποτε υπήρξε δυισμός στην εξουσία, ιδιαίτερα στην περίοδο της Μοναρχίας, ο κοινοβουλευτισμός υποβλήθηκε σε σκληρή δοκιμασία με αρνητικότατες καταλήξεις, όπως χούντες και πραξικοπήματα» και προτείνει: «Τυχόν εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τον λαό δεν θα αποτελούσε -στη βάση της ελληνικής ιστορίας και ιδιαιτερότητας- πράξη άμεσης δημοκρατίας, αλλά πράξη υπονόμευσης του κοινοβουλευτισμού. Τόσο διότι τυχόν λαϊκή εκλογή του ΠτΔ δημιουργεί έναν δυισμό που δεν επιτρέπεται από τις θεμελιακές αρχές του Συντάγματος (καθότι παραπέμπει περισσότερο σε ημιπροεδρικό σύστημα και όχι σε προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία) και υπονομεύει τον μοναδικό ρόλο του Κοινοβουλίου που προβλέπεται από αρχές του, όσο και διότι απαξιώνει το Κοινοβούλιο, αφού ο τυχόν εκλεγείς από αυτό θα έχει μικρότερο κύρος και νομιμοποίηση από αυτόν που θα εκλέγεται εντέλει από τον λαό και θα τον έχει απορρίψει προηγουμένως η Βουλή».
Ως προς το δίλλημα «νέες εκλογές εξαιτίας της μη εκλογής Προέδρου, όπως γίνεται σήμερα, και της πρότασης για εκλογή του Προέδρου, έστω και μετά από μακρόσυρτη διαδικασία» το ΠΡΑΤΤΩ απαντά «ούτε το ένα, ούτε το άλλο» και προτείνει: «Τη δημιουργία ενός ειδικού εκλεκτορικού Σώματος για την εκλογή του ΠτΔ, που θα αποτελείται από τους 300 βουλευτές, από 200 εκπροσώπους της τοπικής αυτοδιοίκησης (ανά 100 για τους δήμους και τις περιφέρειες) και από 101 πολίτες εκλογείς, οι οποίοι θα επιλέγονται μετά από πανελλαδική κλήρωση. Με αυτόν τον τρόπο, η διεύρυνση του εκλεκτορικού Σώματος αποτελεί ενίσχυση του αντιπροσωπευτικού χαρακτήρα της προεδρικής εκλογής, εισάγει στοιχεία άμεσης δημοκρατίας, ενώ ταυτόχρονα παγιώνει τον ουδέτερο χαρακτήρα του αξιώματος του ΠτΔ. Αποσυνδέει την εκλογή του από τις εκλογές και αποτρέπει τον θεσμικό δυισμό που υποβαθμίζει τη Βουλή».
Σχετικά με τις αλλαγές στη Δικαιοσύνη, το Πράττω προτείνει τα ακόλουθα:
Α. Η δημοκρατική αρχή πρέπει να διέπει όλο το πνεύμα του Συντάγματος, αλλά και ειδικότερα τον χώρο της Δικαιοσύνης. Η Δικαιοσύνη βασίζεται στη λαϊκή κυριαρχία για αυτό θα πρέπει να ενισχυθούν θεσμοί ενεργούς και άμεσης συμμετοχής όπως οι ένορκοι, καθώς και ο δημοκρατικός έλεγχος, με την καθιέρωση δικλίδων ασφαλείας και με διαδικασίες δυνατότητας δημοκρατικής εκλογής έμπειρων και έγκυρων νομικών ως δικαστών και εισαγγελέων. Επίσης, χρειάζεται ριζική αλλαγή στον τρόπο απονομής της Δικαιοσύνης, με σκοπό την απλοποίηση, συντόμευση και αφαίρεση της γραφειοκρατίας, με απώτερο στόχο τη δημοκρατική συμμετοχή και αποδοχή από τον ίδιο τον λαό της συνολικής λειτουργίας της Δικαιοσύνης.
Β. Η ηγεσία της Δικαιοσύνης θα πρέπει να επιλέγεται από τη Βουλή και όχι από την εκάστοτε κυβέρνηση. Να καταργηθεί η διάταξη του άρθρου 90 & 5 που προβλέπει επιλογή στις θέσεις του προέδρου του Αρείου Πάγου, του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου με Προεδρικό Διάταγμα ύστερα από πρόταση του υπουργικού συμβουλίου και να θεσπιστεί η σχετική πρόταση να γίνεται από τη Βουλή, ώστε να ισχυροποιηθεί η ανεξαρτησία της επιλογής της ηγεσίας της δικαιοσύνης από την εκτελεστική εξουσία και από το εκάστοτε κυβερνών κόμμα. Αυτή η επιλογή μπορεί και πρέπει να γίνεται με αυξημένη πλειοψηφία (τουλάχιστον 3/5). Κάτι, εξάλλου, το οποίο συμβαίνει και με το ΕΣΡ που δεν έχει να αντιμετωπίσει ζητήματα μεγαλύτερης σημασίας από εκείνα ενώπιον των οποίων βρίσκεται η Δικαιοσύνη. Η πρότασή μας αναβαθμίζει τη Βουλή. Την κάνει πραγματικό κέντρο της δημόσιας ζωής της χώρας.
Γ. Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους πρέπει να υπαχθεί στον φυσικό χώρο του, το υπουργείο Δικαιοσύνης και στους ίδιους δημοκρατικούς κανόνες σε όλη την κλίμακά τους και για το σύνολο των διαδικασιών του, όπως ισχύει και για τα δικαστήρια της χώρας. Όπου υπάρχει ανάγκη θα αξιοποιείται η πείρα και τα κριτήρια των οικονομικών υπουργείων.
Για τον έλεγχο των μυστικών υπηρεσιών και κονδυλίων, το Πράττω εκτιμά ότι:
«Δεν μπορούν, κατά συνέπεια, να υπάρχουν δημόσιες αρχές που δεν υπόκεινται στον έλεγχο και τη διαδικασία συναίνεσης από τη Βουλή. Αυτό ισχύει πρωταρχικά για την ΕΥΠ και για κάθε άλλη δραστηριότητα που εμπίπτει στην κατηγορία της “μυστικής δράσης”. Η Ελληνική Δημοκρατία έχει αρνητικές εμπειρίες από την ανεξέλεγκτη δράση, και ακόμα περισσότερο από την εν κρυπτώ και χωρίς κοινοβουλευτική νομοθετική απόφαση συγκρότηση τέτοιων υπηρεσιών πέραν της ΕΥΠ. Οι υπηρεσίες αυτές θα πρέπει να εκθέτουν ανά έξι μήνες τις βασικές τους δραστηριότητες σε ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή και να λειτουργούν στη βάση της συναίνεσης της. Αντίστοιχα, ο διοικητής της πρέπει να εγκρίνεται από την ως άνω επιτροπή της Βουλής και να λογοδοτεί περιοδικά σε αυτήν.
Επίσης, η Βουλή θα πρέπει να έχει την αρμοδιότητα να ελέγχει και να εγκρίνει τις δαπάνες όποιων υπουργείων διαθέτουν μυστικά κονδύλια, με ενδελεχή έλεγχο νομιμότητας και σκοπιμότητας από διακομματική επιτροπή, στη βάση της νομοθεσίας που ήδη υπάρχει για το υπουργείο Εξωτερικών».
Αναφορικά με τις Ανεξάρτητες Αρχές το Πολιτικό Συμβούλιο του Πράττω καταλήγει στο εξής:
«Ουδείς μπορεί να δρα μακριά από τον έλεγχο της Βουλής, χωρίς να λογοδοτεί σε αυτήν. Αυτό ισχύει και για τις αρχές που ονομάστηκαν “ανεξάρτητες”. Χρειάζεται να υπαχθούν όλες, χωρίς καμία εξαίρεση, σε κοινοβουλευτικό έλεγχο, να θεσμοθετηθεί η λογοδοσία τους στη Βουλή, καθώς και η εκλογή και η δυνατότητα ανάκλησης των επικεφαλής τους από τη Βουλή».
Για τις Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου (ΠΝΠ), το Πράττω υποστηρίζει ότι «με την αναθεώρηση του Συντάγματος, η Βουλή οφείλει να καταργήσει και να αλλάξει τις αδικαιολόγητα μακρές προθεσμίες υποβολής και κύρωσης των Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου απ’ αυτήν και τούτο γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο οι χωρίς εξουσιοδότηση νόμου ΠΝΠ μπορούν να ισχύουν για ένα διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών χωρίς έγκριση της Βουλής. Στοιχειώδης σεβασμός στη δημοκρατική αρχή προϋποθέτει ότι η υποβολή των ΠΝΠ θα πρέπει να γίνεται άμεσα, ακόμα και αυθημερόν, και να ψηφίζεται στη Βουλή. Αν η Βουλή αρνηθεί την κύρωση, οι ΠΝΠ πρέπει να αποβάλλουν εξ’ αρχής την ισχύ τους και όχι εκ των υστέρων. Σε διαφορετική περίπτωση, το Κοινοβούλιο καλείται να επικυρώσει, όχι ένα νομοθέτημα, αλλά προβλέψεις προγενέστερων πρακτικών επιλογών που έχουν ήδη υλοποιηθεί».
Τέλος, για τα κόμματα, το Πολιτικό Συμβούλιο του Πράττω τονίζει ότι «στο πλαίσιο της Συνταγματικής Αναθεώρησης θα μπορούσαν να συζητηθούν θέματα που συνδέονται με τον ρόλο των πολιτικών κομμάτων, όπως είναι η χρηματοδότησή τους, καθώς και η επιβολή ή μη κυρώσεων εναντίον σε εκείνα που η δράση τους απάδει προς το δημοκρατικό πολίτευμα, προπαγανδίζουν τον φασισμό και ναζισμό, ενώ η ηγεσία τους έχει διαπράξει ποινικά αδικήματα».