«Χθες στο Euroworking Group υπήρξε θετική εισήγηση από τη μεριά της Κομισιόν, καμία χώρα δεν προέβαλε ενστάσεις και αυτό νομίζω ότι είναι το αποφασιστικότερο βήμα για την οριστική κατάργηση του μέτρου των περικοπών των συντάξεων, η οποία ξέρετε ότι νομοθετήθηκε στο πλαίσιο της β’ αξιολόγησης μετά τις σχετικές απαιτήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Ήταν μία εξέλιξη την οποία αναμέναμε» δήλωσε ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός Εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος, μιλώντας στο Ράδιο Παρατηρητής 94,0 FM Κομοτηνής.
Προσέθεσε δε πως «το μέτρο αυτό ήταν αχρείαστο για την επίτευξη του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2019, ήταν μία θέση την οποία είχαμε εξηγήσει και στην Κομισιόν, η οποία επεξεργάζεται τον ελληνικό προϋπολογισμό».
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, υπογράμμισε πως είχε γίνει εδώ και καιρό δεκτό ότι το μέτρο έχει απλώς και μόνο δημοσιονομικό και όχι διαθρωτικό χαρακτήρα και το μόνο το οποίο έμενε ήταν να αποδειχθεί και με βάση τους αριθμούς και τις προβλέψεις, ότι δεν είναι αναγκαίο μέτρο, έτσι ώστε η Ελλάδα να επιτυγχάνει τους δημοσιονομικούς της στόχους.
«Νομίζω ότι είναι μία πολύ αισιόδοξη, πάρα πολύ θετική εξέλιξη, η οποία επιβεβαιώνει και τη θέση μας ότι πλέον είμαστε εκτός της μνημονιακής περιόδου, εκτός της περιόδου της μνημονιακής επιτροπείας, συζητάμε τον προϋπολογισμό με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και εκτιμώ ότι το αποτέλεσμα της χθεσινής συζήτησης δίνει το στίγμα της νέας φάσης στην οποία έχουμε περάσει» είπε ο υπουργός Επικρατείας.
Ο κ. Τζανακόπουλος επανέλαβε πως ο ελληνικός προϋπολογισμός εμπεριέχει όλες τις δεσμεύσεις του πρωθυπουργού, έτσι όπως αυτές αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης -τη μείωση του ΕΝΦΙΑ για το 2019, τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, το στεγαστικό επίδομα.
«Είναι η πρώτη φορά που ο ελληνικός προϋπολογισμός, μετά από δέκα περίπου χρόνια, εμπεριέχει έστω λελογισμένα μέτρα δημοσιονομικής επέκτασης και νομίζω ότι αυτό θα δώσει μία πολύ μεγάλη ενίσχυση, θα τονώσει αποφασιστικά την πορεία, αν θέλετε, ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, η οποία τον τελευταίο ενάμιση χρόνο σημειώνει [θετικούς] ρυθμούς ανάπτυξης για έξι διαδοχικά τρίμηνα» συμπλήρωσε ο κ. Τζανακόπουλος.
Για τα αναδρομικά των συνταξιούχων ο υπουργός Επικράτειας είπε «η σημερινή ελληνική κυβέρνηση μεριμνά, και έχει μεριμνήσει, και έχει δώσει και μάχες για να στηρίξει το εισόδημα των συνταξιούχων, έχει δώσει τη μάχη των κοινωνικών μερισμάτων, τα οποία σε πολύ μεγάλο βαθμό κατευθύνθηκαν προς τους συνταξιούχους -περίπου ένα δισ. συνολικά πήγε προς τους συνταξιούχους την περίοδο 2016 και 2017 μέσω του Κοινωνικού Μερίσματος. Από εκεί και πέρα δώσαμε τον αγώνα για να καταργήσουμε τη ρήτρα μηδενικού ελλείμματος στα επικουρικά ταμεία πράγμα το οποίο διέσωσε τις επικουρικές συντάξεις. Δώσαμε τον αγώνα για την κατάργηση του μέτρου της περικοπής των συντάξεων που απαιτούσε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, υπάρχει μία διαρκής μέριμνα από τη μεριά της κυβέρνησης στο πλαίσιο των δημοσιονομικών δυνατοτήτων της χώρας να προστατευτεί το εισόδημα του συνταξιούχου».
Ο υπουργός Επικρατείας επιτέθηκε στην αξιωματική αντιπολίτευση λέγοντας ότι αυτή «πραγματικά ανησυχεί και βρίσκεται σε μία τεράστια αμηχανία με δεδομένο ότι όλο το προηγούμενο διάστημα, είχε καλλιεργήσει -και ο αντιπολιτευτικός Τύπος αλλά και η ΝΔ- μία αίσθηση καταστροφής, καλλιεργούσαν διαρκώς την καταστροφολογία, κινδυνολογούσαν ότι δήθεν η χώρα μπαίνει σε μία φάση 4ου άτυπου μνημονίου, ότι δήθεν η χώρα βαδίζει στα βράχια, ότι δήθεν η ελληνική οικονομία καταρρέει, ότι βρισκόμαστε σε μία εξαιρετικά δυσμενή οικονομική συνθήκη και αυτή τη στιγμή πραγματικά νομίζω ότι έχουν χάσει τα λόγια τους μπροστά σε αυτήν τη νέα πραγματικότητα στην οποία έχουμε εισέλθει. Διότι, μιλάμε για μία νέα πραγματικότητα, που δίνει τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να πάρει μέτρα στήριξης και της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας αλλά και της κοινωνικής πλειοψηφίας. Θα ακούσουμε πάρα πολλά, όπως έχουμε ακούσει πάρα πολλά τα τελευταία τρία χρόνια, καταστροφολογικά και κινδυνολογικά, αλλά νομίζω ότι ο ελληνικός λαός καταλαβαίνει ποιος έχει καταφέρει να σταθεροποιήσει την ελληνική οικονομία, ποιος έχει βάλει ένα τέλος στο υφεσιακό σπιράλ των περικοπών, σε ποια κυβερνητική περίοδο κατάφερε η ελληνική οικονομία να ανακάμψει και ποιος είναι εκείνος ο οποίος διαρκώς μεριμνά για την κοινωνική πλειοψηφία, είτε με τα κοινωνικά μερίσματα, είτε με μέτρα τα οποία στοχεύουν στη φορολογική ελάφρυνση και την κοινωνική στήριξη. Τώρα πραγματικά δεν μπορώ να σχολιάσω κάτι περισσότερο για τις απόψεις που κατατίθενται στον δημόσιο διάλογο. Μου φαίνονται πλήρως παράλογες και παράδοξες. Νομίζω ότι θα ακούσουμε αρκετά παράδοξα το επόμενο διάστημα μπροστά σε μια προσπάθεια κάποιων να επιμένουν και να μετατρέπουν το άσπρο σε μαύρο, τη νύχτα σε μέρα» κατέληξε.
Συνεχίζοντας τις επικρίσεις για τη στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης ακόμα και στη συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος ο υπουργός Επικρατείας είπε: «Η Ακροδεξιά πάντοτε με παραδοξολογίες και με αλλοπρόσαλλες θέσεις αντιπολιτεύεται την οποιαδήποτε κυβέρνηση. Το δυστυχές είναι ότι ο κ. Μητσοτάκης έχει μετατοπιστεί προς αυτή την κατεύθυνση, καθώς έχει παραδώσει κατά τη γνώμη μου τα “κλειδιά” του κόμματός του στον κ. Γεωργιάδη και στον κ. Βορίδη, οι οποίοι πλέον δίνουν το τέμπο, δίνουν το ρυθμό στην αντιπολιτευτική τακτική της ΝΔ». Συμπλήρωσε δε το εξής: «Νομίζω ότι δεν είναι σοβαρή και υπεύθυνη αντιπολίτευση αυτή, δεν είναι αξιόπιστη, δεν μπορεί να αρθεί στο ύψος της κορυφαίας αυτής θεσμικής περίστασης που είναι η Αναθεώρηση του Συντάγματος, αλλά δεν μας έχει συνηθίσει η ΝΔ, και ο κ. Μητσοτάκης ειδικά, σε διαφορετικού τύπου αντιπολιτευτικές τακτικές σε όλο το τελευταίο διάστημα».
«Από τη δική μας πλευρά, δεν καταθέτουμε τις προτάσεις μας, ούτε προχωράμε στις πρωτοβουλίες μας με στόχο να δημιουργήσουμε πολιτική σύγκρουση. Το αντίθετο, εμείς θεωρούμε ότι η συνταγματική αναθεώρηση με επίκεντρο την ενίσχυση του κοινοβουλευτισμού, την ενίσχυση της λαϊκής συμμετοχής και φυσικά την απάλειψη από το Σύνταγμα προνομιακών για βουλευτές και υπουργούς διατάξεων, είναι ένα ώριμο λαϊκό αίτημα. Αν τώρα ο κ. Μητσοτάκης στέκεται με αμηχανία απέναντι πιθανόν, ενδεχομένως στην αναθεώρηση του άρθρου 86 του Συντάγματος, που προστατεύει τους υπουργούς του παλιού πολιτικού συστήματος από ενδεχόμενες ποινικές διώξεις, αυτό είναι δικό του θέμα και κρίνεται από τον ελληνικό λαό» σημείωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος.
Για τη συμφωνία του πρωθυπουργού και του αρχιεπισκόπου είπε: «Στηρίζουμε τις προσπάθειες για να κάνουμε το επόμενο βήμα για την αποδοχή της πρότασης συμφωνίας, την οποία κατέθεσαν ο πρωθυπουργός και ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος. Νομίζω ότι η Ιεραρχία έχει κάθε λόγο να στηρίξει αυτή τη συμφωνία, διότι είναι η πρώτη φορά ίσως στην ιστορία, τη μεταπολιτευτική σίγουρα -αλλά θα μπορούσε κανείς να πει και στην ιστορία του ελληνικού κράτους- που αντί να προχωράει η Πολιτεία σε μονομερείς ενέργειες, προσπαθεί να επιλύσει ιστορικές εκκρεμότητες με την Εκκλησία, με όρους διαλόγου, σεβασμού, κατανόησης και συναίνεσης. Την ίδια επιλογή έκανε και η Εκκλησία μέσω του αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου και νομίζω ότι είναι μια επιλογή η οποία πρέπει να στηριχθεί από όλες τις πλευρές. Με την πρόταση συμφωνίας αυτή, επιλύονται μια σειρά από ζητήματα, εξορθολογίζονται οι σχέσεις, διακρίνονται οι ρόλοι Κράτους και Εκκλησίας και έχω την εκτίμηση ότι η αποδοχή αυτής της πρότασης συμφωνίας, θα ήταν επωφελής όχι μόνο για το ελληνικό κράτος, αλλά και για την ελληνική Εκκλησία. Πρέπει να καταφέρουμε να περάσουμε σε μια νέα εποχή, όπου οι ιστορικές εκκρεμότητες, οι διαφορές, οι διαφορετικές οπτικές γωνίες από τις οποίες βλέπαμε τα πράγματα, θα αρχίσουν να συγκλίνουν, έτσι ώστε να μπορέσουμε να ξεμπλέξουμε αυτό το δαιδαλώδες πλέγμα διατάξεων, νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων, οι οποίες δημιουργούν σύγχυση ως προς τους ρόλους Εκκλησίας και κράτους. Η γνώμη μου και η εκτίμησή μου είναι ότι θα έχουμε ένα θετικό αποτέλεσμα και νομίζω ότι θα το χαιρετίσουμε όλοι, εφόσον κάτι τέτοιο συμβεί», κατέληξε ο υπουργός Επικρατείας.
Τέλος για την ένταση νωρίτερα στο Πολυτεχνείο, με στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ ο κ. Τζανακόπουλος σχολίασε: «Νομίζω ότι υπάρχουν κάποιοι οι οποίοι θεωρούν ότι είναι ένοικοι της εξουσίας, κάποιοι άλλοι οι οποίοι θεωρούν ότι είναι ένοικοι και ιδιοκτήτες των αγώνων του ελληνικού λαού. Νομίζω ότι οι δύο αυτές αντιλήψεις ταυτίζονται από τη μία και από την άλλη μεριά».