Το πλήρες κείμενο των προτάσεών τους για την αναθεώρηση του Συντάγματος έδωσαν στη δημοσιότητα οι Ανεξάρτητοι Έλληνες.
Στην εισαγωγή του κειμένου τους, οι ΑΝΕΛ αναφέρουν ότι «η αρχόμενη διαδικασία συνταγματικής αναθεώρησης πρέπει να προνοήσει δεόντως για την αναθεώρηση των συνταγματικών διατάξεων που αφορούν: στον Τύπο, την Παιδεία, τη δημόσια περιουσία, την έννομη προστασία, την οικογένεια, το περιβάλλον, τη διενέργεια δημοψηφισμάτων, τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, την άσκηση εκλογικού δικαιώματος Ελλήνων εκλογέων στο εξωτερικό, τον τρόπο εκπροσώπησης των ομογενών στην Ελληνική Βουλή, τις εν γένει επιβαρύνσεις που επιβάλλονται στους φορολογούμενους, ασφαλισμένους, τον νόμο περί ευθύνης υπουργών και φυσικά τη Δικαιοσύνη».
Υπογραμμίζουν ότι «στην μεταμνημονιακή εποχή, καθώς η Ελλάδα ανακτά σταδιακά ξανά την οικονομική ελευθερία της, πρόταγμα αποτελεί η επαναφορά των ηθικών αξιών στην κορυφή της αξιακής πυραμίδας της κοινωνίας μας» και σημειώνουν ότι η επίτευξη του εν λόγω στόχου, «περνά αναγκαία και πρωταρχικά διαμέσου του επαναπροσδιορισμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων των συνανθρώπων μας, καθώς και κρίσιμων θεσμών της πολιτείας και εν τέλει της κοινωνίας μας».
Τονίζουν επίσης, τόσο ότι ορισμένα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα χρειάζονται εμβάθυνση και πιο συγκεκριμένο περιεχόμενο, όσο και την αναγκαιότητα, σημαντικοί θεσμοί «να αποκτήσουν περισσότερο δίκαιες και ολιστικές διαστάσεις», αλλά και τον προσδιορισμό του δημοσίου συμφέροντος «έτσι ώστε η προστασία του να εξασφαλίζει τη συνέχεια του ελληνικού κράτους και έθνους, έχοντας κατευθύνσεις ξεκάθαρα ανθρωποκεντρικές».
Κατόπιν, οι ΑΝΕΛ επισημαίνουν πως «η ανάγκη των καιρών είναι να γίνουν τομές σε συνταγματικό επίπεδο, ώστε η εκτελεστική εξουσία και η εκάστοτε κυβέρνηση να ελέγχεται καθ’ όλη την διάρκεια της διακυβέρνησης, ώστε η λαϊκή κυριαρχία να εκφράζεται όχι μόνον μέσα από τις εθνικές εκλογές κάθε τέλος τετραετίας, αλλά και να εκδηλώνεται άμεσα από θεσμοθετημένες διαδικασίες λογοδοσίας που ήδη εφαρμόζονται επιτυχώς σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και ώστε η δικαστική εξουσία να «απελευθερωθεί» από τον συσχετισμό με την εκτελεστική εξουσία για να μπορεί να ελέγχει την τελευταία αποτελεσματικά και προς το δημόσιο συμφέρον», και παρουσιάζουν τις πέντε θεσμικές τομές που προτείνουν:
Α’ Θεσμική Τομή: Εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από το λαό
Είναι πανθομολογούμενο ότι, μετά την κατάργηση, με την αναθεώρηση του 1986, αρκετών αρμοδιοτήτων του Προέδρου (οι οποίες χαρακτηρίστηκαν ως «υπερεξουσίες»), μοναδικός παράγοντας εκτελεστικής εξουσίας κατέστη επί της ουσίας μόνον ο Πρωθυπουργός και εξ αυτού του λόγου γίνεται έκτοτε αναφορά για «πρωθυπουργοκεντρικό» μοντέλο διακυβέρνησης. Σημειωτέον ότι, οι τότε καταργηθείσες αυξημένες αρμοδιότητες, δεν είχαν ποτέ ενεργοποιηθεί επί της ουσίας και σε μεγάλο βαθμό αποτύπωναν την προσήλωση μεγάλου τμήματος της κοινωνίας που είχε προς «ηγεμονίες» του παρελθόντος. Όμως, με το πέρας του χρόνου το «πρωθυπουργικοκεντρικό» μοντέλο απεδείχθη ότι «εν τοις πράγμασι» κατέστη ανεξέλεγκτο και ό,τι σε κάποιες περιπτώσεις ευρισκόταν σε απόλυτη δυσαρμονία με τη λαϊκή κυριαρχία. Είναι αναγκαίο, πλέον, να δημιουργηθεί ένας μηχανισμός άμεσης αποτύπωσης της λαϊκής βούλησης, ανεξάρτητος ενδεχομένως από τα πολιτικά κόμματα, που θα ασκεί ήπιο αλλά αποτελεσματικό έλεγχο, χωρίς όμως να έχει την δυνατότητα να «ακυρώνει» κυβερνητικές πολιτικές που έχουν την λαϊκή νομιμοποίηση. Προσέτι, ταυτόχρονα θα καθίσταται ο εξισορροπητικός παράγων ως προς κυβερνητικές πολιτικές που ενδεχομένως να παρεκκλίνουν της λαϊκής βούλησης και του δημοσίου συμφέροντος. Φρονούμε ότι, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα πρέπει να αναλάβει τον κρίσιμο αυτόν ρόλο, υπό την απαραίτητη προϋπόθεση ότι θα νομιμοποιείται κατόπιν άμεσης εκλογής από τον Λαό, προτεινόμενος είτε από πολιτικά κόμματα είτε από τμήμα της κοινωνίας. Και τούτο διότι το στοιχείο της ανεξαρτησίας του από τη Βουλή μέσω της απευθείας εκλογής του από τον Λαό, πιστεύουμε ότι θα λειτουργήσει καταλυτικά για μια αδέσμευτη, αποτελεσματική και ορθολογική άσκηση αρμοδιοτήτων. Οι επιπλέον αρμοδιότητες που του απονέμονται, όπως το δικαίωμα αναπομπής κατ’ έτος για σημαντικό νομοσχέδιο προκειμένου να ψηφιστεί από τα τρία πέμπτα (3/5) της Βουλής ή το Διάγγελμα που δικαιούται να απευθύνει ακόμη και κατόπιν αρνήσεως του Πρωθυπουργού ή το αίτημα προς την Βουλή για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, συνιστούν έναν ήπιο ελεγκτικό μηχανισμό υπέρ της προστασίας των συνταγματικών ελευθεριών, αλλά και των ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών».
Β’ Θεσμική Τομή: Απεξάρτηση της Δικαιοσύνης από την εκάστοτε κυβέρνηση
«Το αίτημα της ορθής απονομής Δικαιοσύνης είναι πιο έντονο από ποτέ, όπως και το αίσθημα ατιμωρησίας εκείνων που καταχράστηκαν τη δημόσια εξουσία που τους ανατέθηκε από τον Λαό. Το γεγονός ότι η Δικαιοσύνη δεν μπόρεσε να ανταπεξέλθει των απαιτήσεων δεν ήταν αποτέλεσμα έλλειψης ικανότητας ή ηθικής των Δικαστών, αλλά αποτέλεσμα δομικών προβλημάτων της Δημοκρατίας μας. Και τούτο διότι η Δικαστική Λειτουργία, ο ένας εκ των τριών πυλώνων του πολιτεύματός μας που συνιστά και το «καταφύγιο» του πολίτη για την προστασία των δικαιωμάτων του, δεν θα μπορέσει ποτέ να ελέγξει αποτελεσματικά την Νομοθετική και Εκτελεστική Εξουσία, όσο εξαρτάται από την τελευταία. Έχει καταστεί εθνική ανάγκη να απελευθερωθεί από τα «βαρίδια» ελέγχου και κηδεμόνευσης από την εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία. Ως εκ τούτου, η απεξάρτηση της Δικαιοσύνης, μέσω της εισαγωγής για πρώτη φορά της κληρωτής δημοκρατίας, κατόπιν εκλογών μεταξύ των δικαστικών λειτουργών, φιλοδοξεί να απελευθερώσει την ελεγκτική, πάντα εντός συνταγματικών πλαισίων, λειτουργία των Δικαστών και να ισχυροποιήσει την λειτουργική και προσωπική τους ανεξαρτησία κατά άρθρο 87 του Συντάγματος. Συμπληρωματικά, διευκολύνεται η πρόσβαση στη Δικαιοσύνη για τον πολίτη, θέτοντας προς τον κοινό νομοθέτη όριο για την νομοθετική επιβολή παραβόλων, τελών και φόρων ως προϋπόθεση παραδεκτού. Τέλος, εισάγεται, η έκφραση γνώμης επί των προαγωγών των δικαστικών λειτουργών από τους οικείους Δικηγορικούς Συλλόγους για λόγους που ανάγονται στην ανάγκη ενίσχυσης της δημοκρατικής λειτουργίας της δικαστικής εξουσίας και κοινωνικού ελέγχου της διαδικασίας».
Γ’ Θεσμική Τομή: Αναθεώρηση του νόμου περί ευθύνης υπουργών
«Ο έλεγχος της Εκτελεστικής Εξουσίας και ιδίως της εκάστοτε Κυβέρνησης θα καταστεί αλυσιτελής, εάν δεν αναθεωρηθεί αποτελεσματικά το άρθρο 86 του Συντάγματος. Και τούτο διότι, η σύντομη «παραγραφή» της ισχύουσας 3ης παραγράφου, όπου μόνον η Βουλή ασκεί δίωξη για παράβαση καθηκόντων των Υπουργών έως το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος, είναι δυσανάλογη σε σχέση τόσο με το διακύβευμα της άσκησης δημόσιας εξουσίας, όσο και με την ποινική αντιμετώπιση των πολιτών. Συνεπώς, αναγκαίοι ο δικαστικός έλεγχος των μελών της Κυβέρνησης και των Υφυπουργών απευθείας από την τακτική δικαιοσύνη κατά τις κοινές διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για τα ποινικά αδικήματα, που τυχόν τελέσουν επ’ ευκαιρία των καθηκόντων τους, εφόσον ο Υπουργός ή ο Υφυπουργός εκμεταλλεύεται το δημόσιο αξίωμά του για να προσπορισθεί ίδιο οικονομικό όφελος (πχ δωροληψία). Και τούτο διότι, η Βουλή των Ελλήνων για πολλά χρόνια δεν ανταποκρίθηκε επαρκώς στο πρόταγμα της ορθής απονομής δικαιοσύνης και επέδειξε τουλάχιστον αναιτιολόγητη επιείκεια στα θέματα περί ευθύνης Υπουργών, είτε επί τη βάσει «πολιτικής αλληλεγγύης», είτε επί τη βάσει «ανταλλακτικής πολιτικής». Η ορθή, όμως, απονομή δικαιοσύνης δεν μπορεί να είναι αντικείμενο είτε προσωπικών είτε πολιτικών σκοπιμοτήτων, ούτε και αντικείμενο «προς συναλλαγή», καθόσον συνιστά βασικό και θεμέλιο λίθο της σύγχρονης Δημοκρατίας. Η Ισονομία και η Ισοπολιτεία δεν μπορούν να εφαρμόζονται υπό την αίρεση της διαπραγμάτευσης, ούτε συνάδουν με την θέσπιση ή ερμηνεία κανόνων δικαίου προνομιακή για μια μόνο επιλεγμένη ομάδα πολιτών, ενώ η Ισότητα μεταξύ των πολιτών δεν μπορεί να αποτελεί μονίμως το ανεπίτευκτο ποθούμενο. Σημειώνουμε ότι, η ανωτέρω ισχύουσα σύντομη «παραγραφή» καθιερώθηκε το πρώτον με την αναθεώρηση του 2001».
Δ’ Θεσμική Τομή : Δημοψηφίσματα
«Η δυνατότητα να εκφράζεται η Λαϊκή Κυριαρχία άμεσα και σε επιμέρους θέματα έχει καταστεί πλέον πασίδηλη. Στο πλαίσιο αυτό, για πρώτη φορά εισάγεται η έννοια του «Λαϊκού» Δημοψηφίσματος είτε για κρίσιμο εθνικό θέμα είτε για ψηφισθέν νομοσχέδιο είτε για κοινωνικό ζήτημα, ενώ προσδιορίζεται σαφώς πλέον πότε το αποτέλεσμα δεσμεύει την Νομοθετική Εξουσία. Η τομή αυτή εισάγει νέα στοιχεία συμμετοχικής Δημοκρατίας που μπορεί να εκφραστεί μέσα από τις νέες τεχνολογίες, ισχυροποιεί τη διασύνδεση Κράτους-πολίτη και συνιστά δικλείδα ασφαλείας απέναντι σε νομοθετικές αυθαιρεσίες, ισχυροποιώντας την Δημοκρατία μας».
Ε’ Θεσμική Τομή: Η ψήφος των απόδημων Ελλήνων
«Για πρώτη φορά εισάγεται ο θεσμός του Βουλευτή-Συμβούλου που εκλέγεται απευθείας από την ομογένεια, όπως και η συμμετοχή του Απόδημου Ελληνισμού στις εθνικές εκλογές. Οφείλουμε να εισάγουμε θεσμικά εθνική στρατηγική πολιτική διασύνδεσης με τον απανταχού ελληνισμό, ο οποίος δεδηλωμένα αγαπά την «μητέρα» Ελλάδα, ώστε να διατηρηθούν και να ισχυροποιηθούν οι δεσμοί κοινής παράδοσης, γλώσσας και πολιτισμού. Προσέτι, ο Απόδημος Ελληνισμός και οι Ομογενείς μας μπορούν να γίνουν «μοχλός» εξωτερικής πολιτικής και οικονομικής ανάπτυξης μέσα από την διαλεκτική αυτή σχέση, πέρα από πολιτικές και κομματικές σκοπιμότητες, αλλά με πρόταγμα το εθνικό διακύβευμα. Και γι’ αυτόν τον λόγο προτείνουμε, ιδίως για τους Έλληνες Ομογενείς την εκλογή αντιπροσώπων τους μέσα από ενιαίο ψηφοδέλτιο, ανεξάρτητα από κομματικούς σχηματισμούς, ώστε ελεύθερα και ακηδεμόνευτα να συμβάλλουν στην εθνική ανάκαμψη».