«Η δικηγορική πράξη, πέρα από την κοινωνική προσφορά, είναι μία πράξη που μαθαίνει ιδίως εκείνους, οι οποίοι έχουν και ακαδημαϊκή σταδιοδρομία, ότι οφείλουν να σέβονται τη νομολογία και μπορούν να ασκούν κριτική στην νομολογία, αλλά να την ασκούν με επιστημονικό τρόπο και όχι μόνο με ιδεολογικές ή άλλες πολιτικές θέσεις. Κανείς δεν είναι υπεράνω κριτικής, αλλά η κριτική στην δικαιοσύνη, λόγω της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, πρέπει να γίνεται πάντοτε με τα κριτήρια εκείνα, τα οποία συνδέονται με την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος».
Αυτά τόνισε μεταξύ άλλων ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, ξεκινώντας την αντιφώνησή του προς τον πρόεδρο του δικηγορικού συλλόγου Ηλείας Δημήτρη Δημητρουλόπουλο στην τελετή ανακήρυξης του σε επίτιμο πρόεδρο του συλλόγου, που έγινε σήμερα στον Πύργο.
Μάλιστα, όπως πρόσθεσε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, «ο δικηγόρος ζώντας από το λειτούργημά του, στην πραγματικότητα συμβάλλει ή οφείλει να συμβάλλει στην επίλυση των διαφορών, συμβάλλοντας επίσης ο ίδιος στην κοινωνική συνοχή, γιατί αυτός είναι ο ρόλος του».
«Το κυριότερο όπλο που έχει ο δικαστής για να ασκεί το δικαιοδοτικό του έργο είναι η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης», συνέχισε ο Προκόπης Παυλόπουλος, προσθέτοντας ότι «αυτή η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, και αυτό πρέπει να το κατανοήσουμε ιδίως στους σημερινούς καιρούς, διότι δεν είναι δικαίωμα, αλλά είναι μία θεσμική εγγύηση.»
Όπως υπογράμμισε σε αυτό το σημείο, «δεν πρόκειται περί δικαιώματος, δεν είναι άσκηση εξουσίας, αλλά το δικαιοδοτικό έργο σημαίνει επίλυση διαφοράς με βάση κανόνες δικαίου, οι οποίοι παρέχουν μία πολύ ιδιόμορφη διακριτική ευχέρεια στο δικαστή να αποφασίσει».
«Η διακριτική ευχέρεια του δικαστή» σύμφωνα με τον Προκόπη Παυλόπουλο, «δεν έχει να κάνει σε τίποτα με την διακριτική ευχέρεια διοικητικού οργάνου, διότι ξέρουμε ότι τα διοικητικά όργανα έχουν σε άλλες περιπτώσεις δέσμια και σε άλλες περιπτώσεις διακριτική ευχέρεια».
Ο δικαστής, είπε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, «έχει πάντοτε ένας είδος διακριτικής ευχέρειας, αλλά αυτή είναι πολύ ιδιόμορφη» και εξήγησε: «Γιατί ο δικαστής πρέπει να επιλέξει την ερμηνεία εκείνη που ανταποκρίνεται πολύ περισσότερο στα γράμμα και στο πνεύμα του κανόνα. Για αυτό δεν πρόκειται κατ΄ ουσίαν για διακριτική ευχέρεια, όπως ακριβώς την εννοούμε στο χώρο των διοικητικών πράξεων».
Για αυτό, συνέχισε, «υπάρχει η έννοια του δεδικασμένου στο χώρο του δικαιοσύνης, ενώ δεν υπάρχει κανένα δεδικασμένο στο χώρο της έκδοσης διοικητικών πράξεων», διότι όπως σημείωσε, «υπάρχει διάκριση μεταξύ του δεδικασμένου της δικαστικής απόφασης και του απλού τεκμηρίου νομιμότητας που έχει η διοικητική πράξη.»