Η «ψαλίδα» κλείνει, αλλά παραμένει μεγάλη, τονίζει σε έρευνά της για τον Ιανουάριο του 2018 η Public Issue. Ειδικότερα, με βάση την εκτίμηση εκλογικής επιρροής της Public Issue προκύπτουν τα ακόλουθα βασικά συμπεράσματα: Κατά το τελευταίο τρίμηνο του 2017, η εκλογική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ σημειώνει άνοδο κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες, από 19% τον περασμένο Οκτώβριο σε 21,5% σήμερα. Η παρατηρούμενη μεταβολή του γενικού πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού κλίματος, σε συνδυασμό με τη διανομή του κοινωνικού μερίσματος εξηγούν, ως ένα βαθμό, αυτήν την άνοδο. Ενδεικτικά, στην έρευνα της Public Issue, προκύπτει ότι 20% των νοικοκυριών (1 στα 5), δηλαδή ένα σημαντικό τμήμα του εκλογικού σώματος, δηλώνει ότι έχει λάβει το λεγόμενο «κοινωνικό μέρισμα». Αντιθέτως, η εκλογική επιρροή της ΝΔ, στο ίδιο χρονικό διάστημα, καταγράφει σημαντική κάμψη, κατά 4 μονάδες, με αποτέλεσμα για πρώτη φορά μετά το καλοκαίρι του 2016 να βρεθεί -εκ νέου- κάτω από το όριο του 40%, στο 37%. Η λεγόμενη «ψαλίδα» παραμένει σε διψήφια επίπεδα και υπολογίζεται σε 15,5%. Θα πρέπει να επισημανθεί, ότι μεγαλύτερη διαφορά από αυτήν έχει καταγραφεί ιστορικά, μόνο στις δύο πρώτες εκλογικές αναμετρήσεις της μεταπολιτευτικής περιόδου (1974, 1977). Ταυτόχρονα, ως αποτέλεσμα της αντίστροφης τάσης στην επιρροή των δύο κομμάτων, η μείωση που παρατηρείται στο προβάδισμα της ΝΔ, το τελευταίο εξάμηνο του 2017 είναι εντυπωσιακή: από 24% τον Οκτώβριο του 2016 και 22% τον Οκτώβριο του 2017, έχει περιοριστεί σήμερα σε 15,5% (μείωση κατά 8,5 εκατοστιαίες μονάδες σε 18 μήνες). Ο εκλογικός συσχετισμός δυνάμεων, που προκύπτει με βάση την εκτίμηση της PI, παραπέμπει σε ένα «αντεστραμμένο» αποτέλεσμα του Σεπτεμβρίου 2015, με μια όμως ουσιώδη διαφορά: την ανάκαμψη του χώρου της κεντροαριστεράς και την επιστροφή του, στα επίπεδα επιρροής του ΠΑΣΟΚ το 2012. Το κύμα του Πολιτικού Βαρόμετρου, στο οποίο στηρίζεται η εκτίμηση της PI, πραγματοποιήθηκε πριν από τα συλλαλητήρια και την πολιτική ένταση που έχει πυροδοτήσει η ανακίνηση του Μακεδονικού ζητήματος. Πρόκειται, χωρίς αμφιβολία, για μείζον πολιτικό γεγονός. Υπό αυτήν την έννοια, συνιστά ένα εξαιρετικά κρίσιμο αστάθμητο παράγοντα, οι συνέπειες του οποίου ενδέχεται να ασκήσουν σημαντική επίδραση στο κομματικό σύστημα και στον εκλογικό ανταγωνισμό, τροποποιώντας ίσως τους δεδομένους σήμερα συσχετισμούς δυνάμεων.
Βεβαιότητες και αβεβαιότητες για τις επόμενες βουλευτικές εκλογές
Σύμφωνα με την Public Issue, από την εκτίμηση της εκλογικής επιρροής των κομμάτων προκύπτουν ορισμένα ασφαλή συμπεράσματα («βεβαιότητες»), σε περίπτωση που υπάρξει, σε σύντομο χρονικό διάστημα, πρόωρη εκλογική αναμέτρηση: α. Η ΝΔ αναμένεται να είναι το πρώτο κόμμα, καθώς το εκτιμώμενο άνω όριο της εκλογικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ (24,5%) υπολείπεται κατά 9,5%, από το εκτιμώμενο κάτω όριο της εκλογικής επιρροής της ΝΔ (34%). β. Η επόμενη Βουλή θα έχει λιγότερα κόμματα από τη τρέχουσα. Με βάση την εκτίμηση, την είσοδό τους στη Βουλή εξασφαλίζουν, κατά πάσα πιθανότητα, μόνον πέντε (5) κόμματα: η ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ, το Κίνημα Αλλαγής, η Χρυσή Αυγή και το ΚΚΕ. Σημαντικές πιθανότητες διατηρούν ακόμα δύο (2) κόμματα: η Ένωση Κεντρώων και οι ΑΝΕΛ. Αντίθετα, ούτε το Ποτάμι, ούτε κάποιο άλλο από τα εκτός Βουλής κόμματα (ΛΑΕ, Πλεύση Ελευθερίας κ.λπ.) φαίνεται σήμερα να εξασφαλίζουν κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Επομένως, ο αναμενόμενος αριθμός κομμάτων της επόμενης Βουλής προβλέπεται να είναι σαφώς μικρότερος από εκείνον της τρέχουσας. γ. Το κομματικό σύστημα σταθεροποιείται εκ νέου. Η υπογραφή του Μνημονίου το 2010 αποτέλεσε τον καταλύτη της ανασύνθεσης του δικομματικού συστήματος. Μετά τις «διπλές» εκλογές του 2015, φαίνεται ότι οδηγούμαστε σε μια νέα ισορροπία. Ο νέος συρρικνωμένος δικομματισμός (ΝΔ/ΣΥΡΙΖΑ) δείχνει να παγιώνεται, σε επίπεδα που περιορίζονται τον τελευταίο χρόνο σε ποσοστά της τάξης του 61%-62%. Η ΝΔ, ενώ ανέκαμψε σημαντικά, ύστερα από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, προσεγγίζοντας εκ νέου τα επίπεδα επιρροής του 2007 (43% το καλοκαίρι του 2017), δεν κατόρθωσε να συγκρατηθεί σε αυτά τα επίπεδα, ευρισκόμενη τον φετινό Ιανουάριο ξανά στα επίπεδα των αρχών του 2016 (37%). Από την άλλη πλευρά, ο ΣΥΡΙΖΑ, έπειτα από τη ραγδαία φθορά του, μέχρι το πρώτο εξάμηνο του 2016, σταθεροποιήθηκε στο 18μηνο 7/2016-12/2017 σε επίπεδα της τάξης του 18%-20%, για να «σπάσει» αυτό το φράγμα στη μέτρηση του πρώτου μήνα του τρέχοντος έτους, ανακάμπτοντας στο 21,5%. Παράλληλα, αρκετά από τα κόμματα που δημιουργήθηκαν ή αναδείχθηκαν κατά τη μνημονιακή περίοδο (ΔΗΜΑΡ, ΑΝΕΛ, Ποτάμι) ήδη απορροφήθηκαν ή φθίνουν διαρκώς, ενώ η επιρροή της ΧΑ εμφανίζει προς το παρόν στασιμότητα. δ. Τρίτο κόμμα το Κίνημα Αλλαγής. Από την εκτίμηση της εκλογικής επιρροής, προκύπτει σήμερα καθαρά ότι το νέο κομματικό μόρφωμα που προέκυψε ως προϊόν ανασύνθεσης και μετεξέλιξης στο χώρο της Κεντροαριστεράς εμφανίζεται ως ο επικρατέστερος μνηστήρας για την τρίτη θέση στον εκλογικό ανταγωνισμό. Ταυτόχρονα, η εκλογή της Φώφης Γεννηματά στην αρχηγία του κόμματος έχει ενισχύσει σημαντικά την αρχηγική της εικόνα (+5%), καταγράφοντας το χαμηλότερο αρνητικό ισοζύγιο δημοτικότητας την τελευταία 2ετία. ε. Η αποχή θα κυμανθεί στα επίπεδα του Ιανουαρίου 2015. Ο μέσος όρος της πρόθεσης αποχής και της αντικομματικής ψήφου (λευκό/άκυρο), κατά τη διάρκεια του τρέχοντος εκλογικού κύκλου είναι 21%, πολύ κοντά στα επίπεδα του εκλογικού κύκλου 2012-2015 (18%). Αξίζει να τονισθεί, η σημαντική υποχώρηση της πρόθεσης αποχής στην τρέχουσα έρευνα (8,5%, από 15% τον προηγούμενο Οκτώβριο). Ταυτόχρονα, τα επίπεδα των αναποφάσιστων (11,5%) ταυτίζονται με τα αντίστοιχα του εκλογικού κύκλου 2012-2015. Συνεπώς, με βάση τα έως σήμερα δημοσκοπικά δεδομένα, το ύψος της αποχής δεν αναμένεται να υπερβεί τα επίπεδα του Ιανουαρίου του 2015 (24,9%). Από την άλλη πλευρά, η εκτίμηση της εκλογικής επιρροής των κομμάτων αφήνει αναπάντητα κάποια βασικά «ερωτηματικά», που δημιουργούν αβεβαιότητες αναφορικά με τις επόμενες βουλευτικές εκλογές: α. Θα εξασφαλίσει κοινοβουλευτική αυτοδυναμία η ΝΔ; Σήμερα βρίσκεται αρκετά κοντά – αλλά αυτό το ενδεχόμενο έχει απομακρυνθεί και έχει καταστεί περισσότερο επισφαλές, σε σύγκριση με το προηγούμενο 3μηνο. β. Πόσα κόμματα θα μπουν στη Βουλή; Η εκτίμηση εκλογικής επιρροής της Ένωσης Κεντρώων απέχει μόλις 0,5%, ενώ των ΑΝΕΛ απέχει 1% από το όριο κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης (3%). Με δεδομένο το περιθώριο σφάλματος, είναι αδύνατος ο προσδιορισμός του ακριβούς αριθμού των κομμάτων που τελικά θα υπερβούν το κατώφλι του 3% και επομένως θα εξασφαλίζουν την είσοδό τους στην επόμενη Βουλή.
Πιθανότητες αυτοδυναμίας της ΝΔ
Σκοπός κάθε εκλογικής αναμέτρησης είναι η ανάδειξη κυβέρνησης για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Όπως είναι γνωστό, σύμφωνα με τον ισχύοντα εκλογικό νόμο, το ποσοστό των εκτός Βουλής κομμάτων, είναι ο μοναδικός παράγοντας που καθορίζει την δυνατότητα αυτοδυναμίας του πρώτου κόμματος. Προκειμένου να διερευνηθεί η πιθανότητα η ΝΔ να συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία της Βουλής (151 έδρες), εκτιμήθηκαν τα πιθανά όρια της κοινοβουλευτικής της δύναμης σε τρία σενάρια. Στο πρώτο σενάριο – το οποίο προκύπτει από τη σημειακή εκτίμηση εκλογικής επιρροής – θεωρείται ότι πέντε κόμματα υπερβαίνουν το κατώφλι του 3%. Τα υπόλοιπα δύο σενάρια προκύπτουν προσθέτοντας κάθε φορά, από τα κόμματα που στο προηγούμενο σενάριο έμεναν εκτός Βουλής, εκείνο το κόμμα που είχε το υψηλότερο ποσοστό. Στο πρώτο σενάριο, η ΝΔ βρίσκεται πολύ κοντά στην επίτευξη του στόχου της αυτοδυναμίας, καθώς, με ποσοστό 37% αναμένεται να κερδίσει 156 έδρες, ενώ μπορεί να επιτύχει την αυτοδυναμία, έστω και οριακά, αρκεί η εκλογική της επιρροή να υπερβεί το 35,5%. Ο στόχος της αυτοδυναμίας απομακρύνεται, στην περίπτωση που η επόμενη Βουλή είναι 6κομματική, καθώς η εκλογική της επιρροή πρέπει να υπερβεί το 36,5%, για να εξασφαλίσει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών. Στην υποθετική περίπτωση μιας 7κομματικής Βουλής, το όριο της αυτοδυναμίας ανεβαίνει στο 37%. Όπως είναι φανερό, εάν η εκλογική επιρροή της ΝΔ προσεγγίσει το εκτιμώμενο κάτω όριό της (34%), η επίτευξη της αυτοδυναμίας καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη, ακόμα και στην περίπτωση, που μόλις 5 κόμματα εισέλθουν στην επόμενη Βουλή.
Ο εκλογικός ορίζοντας της Κεντροαριστεράς
Η έρευνα του Ιανουαρίου πραγματοποιήθηκε ύστερα από την εκλογή ηγεσίας στο Κίνημα Αλλαγής, το νέο ενιαίο φορέα της Κεντροαριστεράς. Στο διάστημα που έχει προηγηθεί, η εκλογική επιρροή της Δημοκρατικής Συμπαράταξης εμφανίζει διαρκή άνοδο, από το καλοκαίρι του 2016, με αποτέλεσμα τον τρέχοντα μήνα να φθάσει το 13%, για πρώτη φορά από τον Μάιο του 2012 (Διαγράμματα 1Α,2Α). Η δημιουργία του νέου φορέα και η διαδικασία για την εκλογή νέας ηγεσίας άσκησε ενισχυτική επίδραση, στην ήδη ανοδική δυναμική, που παρουσίαζαν τα ποσοστά της Δημοκρατικής Συμπαράταξης. Η περαιτέρω άνοδος της επιρροής του νέου φορέα της Κεντροαριστεράς είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες, που θα μπορούσε να αλλάξει την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ και να αποδυναμώσει το ενδεχόμενο αυτοδυναμίας της ΝΔ. Αποτελεί δηλαδή έναν «παράγοντα κλειδί» της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης. Ιδιαίτερα σημαντική κρίνεται η προέλευση των ψηφοφόρων που επιλέγουν το νέο φορέα της Κεντροαριστεράς. Το γεγονός ότι η επιρροή της ΝΔ συρρικνώνεται τον Ιανουάριο για πρώτη φορά κάτω από το 40%, ίσως να οφείλεται στο γεγονός ότι ένα τμήμα των «αντιΣΥΡΙΖΑ» ψηφοφόρων του ενδιάμεσου χώρου, που μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου στραφήκαν προς την αποχή, μη διαθέτοντας πολιτική έκφραση, φαίνεται τώρα να αποκτούν επιλογή, στο μέτρο που το νέο σχήμα εμφανίζεται ως εναλλακτική λύση αντιπολίτευσης. Η τάση αυτή, δημοσκοπικά, καταγράφεται εμφανώς στη απότομη και σημαντική συρρίκνωση της πρόθεσης αποχής. Ολόκληρη η έρευνα εδώ