Την ανάγκη να δοθεί στην Ελλάδα ο απαραίτητος χρόνος, προκειμένου να σταθεροποιηθεί και να ανακάμψει, ανέδειξε η υπουργός Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας ‘Αννα Διαμαντοπούλου, κατά τη διάρκεια ανοιχτής συζήτησης, απόψε, στο Ίδρυμα του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD), στο Βερολίνο.
Η κυρία Διαμαντοπούλου περιέγραψε τις «επώδυνες αλλά αναγκαίες» διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που προωθήθηκαν τα τελευταία δύο χρόνια, επιχείρησε να καταρρίψει τους μύθους γύρω από την ελληνική κρίση και ανέπτυξε τις προσπάθειες που καταβάλλονται προκειμένου το ελληνικό επενδυτικό περιβάλλον να καταστεί ελκυστικό για τους ξένους. Αναφερόμενη στα επικριτικά σχόλια του Γερμανού υπουργού Οικονομίας, Φίλιπ Ρέσλερ, ο οποίος είχε χαρακτηρίσει την κατάσταση στον τομέα των επενδύσεων «απογοητευτική», η υπουργός Ανάπτυξης υπενθύμισε ότι η ίδια ζήτησε να της δοθεί κατάλογος με τα ονόματα των γερμανικών εταιρειών που αντιμετώπισαν εμπόδια και σημείωσε ότι τελικά επρόκειτο για τέσσερις εταιρείες οι οποίες είχαν εκδηλώσει μόνο προφορικά το ενδιαφέρον τους.
Η κυρία Διαμαντοπούλου αναφέρθηκε διεξοδικά στα επιτεύγματα της Ελλάδας τα τελευταία δύο χρόνια, στην μείωση-ρεκόρ του ελλείμματος του προϋπολογισμού και στις μεταρρυθμίσεις που προωθήθηκαν, στους τομείς, μεταξύ άλλων, της οικονομίας, της παιδείας, της διοίκησης και της φορολογίας. «Ακόμη και αν είχαμε το τέλειο πολιτικό σύστημα, την τέλεια δημόσια διοίκηση, ακόμη και αν δεν είχαμε καμμία αντίδραση, δεν θα μπορούσαμε να έχουμε τα αποτελέσματα που θέλουμε», δήλωσε η υπουργός, αλλά διευκρίνισε ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτικών που υποστήριξαν τις μεταρρυθμίσεις, το έκανε επειδή πίστευε ότι έπρεπε να έχουν γίνει προ πολλού και όχι επειδή το επέβαλε η «τρόικα».
Απέδωσε δε τον θόρυβο περί «Κομισαρίων που θα κυβερνήσουν την Ελλάδα» σε σχετικά δημοσιεύματα κάποιων ΜΜΕ και επισήμανε ότι τόσο οι πολίτες όσο και οι πολιτικοί καλωσορίζουν την τεχνική βοήθεια από το εξωτερικό.
Στο πλαίσιο της συζήτησης, ο Πρόεδρος του Συνδέσμου Γερμανικών Επιχειρήσεων, Μάρκους Κέρμπερ αναγνώρισε τις μεταρρυθμίσεις που εφαρμόζει η Ελλάδα προκειμένου να αλλάξει δομές δεκαετιών, σημείωσε ότι «δεν είναι δυνατόν να αλλάξεις μια χώρα σε δύο χρόνια» και προέβλεψε ότι θα χρειαστούν τουλάχιστον 5-10 χρόνια και τεράστια προσπάθεια προκειμένου να εξομαλυνθεί η κατάσταση.
Σεβασμό στις προσπάθειες της Ελλάδας και στις θυσίες στις οποίες έχει υποβληθεί ο ελληνικός λαός εξέφρασε ο Αντιπρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας των Σοσιαλδημοκρατών Χουμπέρτους Χάιλ, ο οποίος χαρακτήρισε λανθασμένη την πολιτική λιτότητας και δημοσιονομικής πειθαρχίας, όταν δεν συνοδεύεται από αναπτυξιακά μέτρα. Παραδέχθηκε ότι η Γερμανία έχει συμφέρον από την σταθερότητα της Ευρωζώνης, κατά συνέπεια και από την παραμονή της Ελλάδας σε αυτήν και επανέλαβε τη θέση του κόμματός του υπέρ της εισαγωγής του φόρου στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές.
Κατά την διάρκεια πάντως της συζήτησης, έγινε φανερή και η δυσπιστία από την πλευρά των επενδυτών. Εκπρόσωποι επενδυτικών εταιρειών και επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται ήδη στην Ελλάδα τόνισαν ότι προτιμούν να περιμένουν ακόμη 3-4 χρόνια ώστε να βεβαιωθούν ότι έχει εκλείψει η γραφειοκρατία και η διαφθορά και ότι έχει αποκατασταθεί η ομαλή λειτουργία της δημόσιας διοίκησης. Ο Τόρστεν Κάλβαιτ της εταιρείας “Hochtief” αναφέρθηκε σε χρέη του ελληνικού δημοσίου και έκανε λόγο για «τάση αποεπενδύσεων και όχι επενδύσεων».
Η κυρία Διαμαντοπούλου, η οποία νωρίτερα σήμερα είχε συναντηθεί με εκπροσώπους των Επιτροπών Ευρωπαϊκών Υποθέσεων και Προϋπολογισμού της Ομοσπονδιακής Βουλής, ανέφερε ότι οι Γερμανοί βουλευτές ενδιαφέρονται βεβαίως να γνωρίζουν τι συμβαίνει με τα χρήματα των ψηφοφόρων τους, αλλά δείχνουν κατανόηση και σεβασμό για τις αλλαγές που γίνονται στην Ελλάδα.
Η υπουργός Ανάπτυξης, όπως σημείωσε, σκοπεύει να μεταβεί και σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες προκειμένου να παρουσιάσει με λεπτομέρειες την διαχείριση της κατάστασης από την ελληνική κυβέρνηση. Σε ό,τι αφορά το κλίμα που είχε διαμορφωθεί μεταξύ των κκ Ρέσλερ και Χρυσοχοϊδη, η κυρία Διαμαντοπούλου δήλωσε ότι «οι σχέσεις μεταξύ δύο κρατών χτίζονται με γεγονότα, όχι με προσωπικές συμπεριφορές».
Μετά το τέλος της εκδήλωσης, ομάδα του Βερολίνου κατήγγειλε ότι από τους υπεύθυνους του Ιδρύματος απαγορεύθηκε στα μέλη της η είσοδος στον χώρο της συζήτησης και υποστήριξε ότι υπήρχε «μαύρη λίστα» με τα ονόματά τους. Το Ίδρυμα διέψευσε τον ισχυρισμό. Η ομάδα διένειμε Δελτίο Τύπου με τις θέσεις της σχετικώς με την πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης και ειδικότερα της κυρίας Διαμαντοπούλου, στο υπουργείο Ανάπτυξης και κυρίως στο υπουργείο Παιδείας.