Η μεγαλύτερη προσφορά του ΣΥΡΙΖΑ στο «διεφθαρμένο σύστημα» είναι η υλοποίηση κατά γράμμα όλων των απαιτήσεων του κεφαλαίου, της ΕΕ και του ΔΝΤ, τόνισε ο γ.γ. της ΚΕ του ΚΚΕ, Δημήτρης Κουτσούμπας, σε συνέντευξή του στο περιοδικό Crash.
Είπε ότι ούτε η κυβέρνηση, ούτε και η ΕΕ, το ΔΝΤ φαίνεται να θέλουν εκλογές, αφού στην παρούσα φάση η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ υλοποιεί γρήγορα τα μνημονιακά μέτρα και τις αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις, σημειώνοντας, ταυτόχρονα ότι ο χρόνος διεξαγωγής των εκλογών «δεν εξαρτάται στενά από τις προθέσεις της κυβέρνησης ή του κουαρτέτου, αλλά και από τις γενικότερες εξελίξεις στην ΕΕ, την πορεία της οικονομικής κρίσης αλλά και τους πολεμικούς σχεδιασμούς, τις συγκρούσεις και τους ανταγωνισμούς μεγάλων οικονομικών, γεωπολιτικών συμφερόντων».
Στο ερώτημα πιθανής κυβερνητικής συνεργασίας ΚΚΕ με τον ΣΥΡΙΖΑ είπε πως «το ερώτημα έχει απαντηθεί πολύ πριν ο ΣΥΡΙΖΑ γίνει κυβέρνηση, παίρνοντας τη σκυτάλη από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ και συνεχίζοντας στον ίδιο αντιλαϊκό δρόμο. Και μάλιστα τότε που παρίστανε τον επαναστάτη».
Σημειώνοντας ότι πολλοί εξ όσων παρασύρθηκαν και ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ αναγνωρίζουν πως το ΚΚΕ τους είπε την αλήθεια, τόνισε ότι μπορούν να καταλάβουν «αυτό που και τώρα τους λέμε. Ότι η λύση δεν βρίσκεται στην εναλλαγή κομμάτων και κυβερνήσεων στο τιμόνι μιας αδιέξοδης σήμερα καπιταλιστικής διαχείρισης, αλλά στη συμπόρευση με το ΚΚΕ στο δρόμο της ρήξης και της σύγκρουσης για ριζικές αλλαγές στην οικονομία και κοινωνία».
Ως προς την πορεία της οικονομίας είπε ότι αρκεί μια ματιά στο προσχέδιο του Προϋπολογισμού για το 2018, καθώς «την ίδια στιγμή που ο Προϋπολογισμός προβλέπει ανάπτυξη 2,4% και αύξηση των επενδύσεων κατά 12%, απογειώνεται η φοροληστεία του λαού, καθώς οι άμεσοι και έμμεσοι φόροι προβλέπονται αυξημένοι κατά 1 δισ. ευρώ περίπου σε σχέση με το 2017. Αυτή είναι η “ανάπτυξη με κοινωνικό πρόσωπο” του ΣΥΡΙΖΑ: να ματώνει ο λαός για τα κέρδη των λίγων».
Είπε πως οι τεράστιες αναξιοποίητες παραγωγικές δυνατότητες της χώρας, «μπορούν να απελευθερωθούν ολόπλευρα μόνο με την κοινωνικοποίηση και τον κεντρικό επιστημονικό σχεδιασμό, από μια διακυβέρνηση, όπου πραγματικά ο λαός, η εργατική τάξη θα είναι στην εξουσία, απελευθερώνοντας τη χώρα από τα σφιχτά αντιλαϊκά δεσμά της ΕΕ, του ΝΑΤΟ».
Πρόσθεσε ότι σε αυτόν τον δρόμο η Ελλάδα και ο λαός δεν θα είναι μόνοι, καθώς «αυτόν τον δρόμο είναι ρεαλιστικό, εφικτό και προς όφελός τους, να ακολουθήσουν και άλλοι λαοί της περιοχής, της Ευρώπης, του κόσμου. Η ολοκληρωμένη πολιτική πρόταση του ΚΚΕ, είναι η μόνη ρεαλιστική πρόταση εξόδου από την κρίση, όλα τα άλλα είναι απλώς μια από τα ίδια, απλώς με άλλο εξωτερικό περιτύλιγμα».
Ως προς την άνοδο των νεοναζί στις γερμανικές εκλογές και την δυναμική ανόδου του φασισμού σε όλη σχεδόν την Ευρώπη, επισήμανε καταρχήν την διαδρομή του AfD το οποίο «δεν είναι ένα κόμμα με τυπικά ναζιστικά χαρακτηριστικά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι ένα αντιδραστικό, ρατσιστικό και άρα επικίνδυνο μόρφωμα» και το οποίο ξεκίνησε ως κόμμα μερίδας Γερμανών βιομηχάνων, με αίτημα την έξοδο της Γερμανίας από το ευρώ και την επιστροφή στο μάρκο.
Είπε ότι και στην Γερμανία και σε άλλες χώρες υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις στηριζόμενες από τμήματα του μονοπωλιακού κεφαλαίου τα οποία επενδύουν στον εθνικισμό και σε ένα είδος «προστατευτισμού» στην οικονομία, γιατί θεωρούν ότι έτσι υπηρετούν καλύτερα τα συμφέροντά τους, ενώ παρόμοιες τάσεις εκφράζουν και ο Τραμπ στις ΗΠΑ και το Brexit στη Μεγάλη Βρετανία και η Λεπέν στη Γαλλία.
Οι δυνάμεις αυτές επιδρούν σε δυσαρεστημένα τμήματα του λαού, σε συνθήκες υποχώρησης του εργατικού-λαϊκού κινήματος και με αρκετά ΚΚ στην Ευρώπη να έχουν γίνει «ουρά αστικών αντιλαϊκών κομμάτων και κυβερνήσεων», πρόσθεσε, τονίζοντας ότι η γρήγορη ανασύνταξη του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, η ενίσχυση της αντικαπιταλιστικής πάλης, σε κάθε χώρα και διεθνώς είναι ο δρόμος που μπορεί να δώσει προοπτική κι ελπίδα στους λαούς και να αντιμετωπίσει τέτοιου είδους δυνάμεις – φαντάσματα του παρελθόντος, που δένονται με ένα σωρό νήματα με την εξουσία του κεφαλαίου, το αστικό κράτος και τα κόμματά τους».
Χαρακτήρισε πολύ επικίνδυνες τις εξελίξεις στην Α. Μεσόγειο τονίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι «όταν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ισχυρίζεται πως η χώρα είναι δήθεν “εστία σταθερότητας κι ασφάλειας” μέσα σ’ ένα “τρίγωνο αστάθειας” και προσδένει ακόμη περισσότερο τη χώρα στα σχέδια των ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, ΕΕ, που είναι βασικοί “εμπρηστές” των εξελίξεων… όταν υποβαθμίζει την επιθετικότητα της “συμμάχου” μας στο ΝΑΤΟ, Τουρκίας, που καθημερινά αμφισβητεί τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο κι εξακολουθεί να κατέχει το 40% της Κύπρου, τότε δεν κάνει κάτι άλλο από το “να ρίχνει στάχτη στα μάτια του λαού μας”, ώστε αυτός να μη διακρίνει το ενδεχόμενο μιας πολεμικής εμπλοκής της χώρας μας για συμφέροντα ξένα προς τα συμφέροντα των εργαζομένων».
Ερωτηθείς για τις αλλαγές στις ιδιοκτησίες των ΜΜΕ, τόνισε πως «το βασικό ζήτημα και στον κλάδο των ΜΜΕ, είναι ότι παραμένουν στην ιδιοκτησία επιχειρηματιών κερδοσκόπων, γι αυτό ούτε το δικαίωμα του λαού στην ενημέρωση μπορούν να ικανοποιήσουν ούτε φυσικά και τα δικαιώματα των εργαζομένων στον κλάδο».
Έκανε επίσης λόγο για «απαράδεκτο παιγνιδάκι που προσπαθεί να παίξει και ο ΣΥΡΙΖΑ τώρα μαζί με τους ΑΝΕΛ, ευνοώντας κάποιους επιχειρηματίες σε βάρος άλλων, αντιγράφοντας κι εδώ τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ».
Ερωτηθείς σχετικά, είπε ότι η σκανδαλολογία είναι ιδιαίτερα βολική για τα κυβερνητικά κόμματα, τόσο ως μέσο απόσπασης της συζήτησης από τα πραγματικά προβλήματα του λαού, αλλά «κυρίως για να αποδίδουν την κρίση, τα μνημόνια, τα απανωτά σκληρά μέτρα στην κακοδιαχείριση κάποιων προσώπων κι όχι στις πολιτικές που συνειδητά υπηρέτησαν και υπηρετούν και οι προηγούμενοι και οι σημερινοί κυβερνώντες, προς όφελος της καπιταλιστικής κερδοφορίας, η οποία έχει τη διαπλοκή στο DNA της».
«Ο ΣΥΡΙΖΑ τους έχει αντιγράψει όλους τους προηγούμενους, τόσο στη διαπλοκή με συγκεκριμένα επιχειρηματικά κέντρα όσο και στα ζητήματα της δικαιοσύνης. Απλά αλλάζει συνδαιτυμόνες στο νέο φαγοπότι» πρόσθεσε.
Αναφορικά με το πόσο δίκαιη ή χειραγωγούμενη είναι η ελληνική Δικαιοσύνη, είπε ότι είναι αφέλεια η συζήτηση περί πραγματικής ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και περί «δίκαιης» Δικαιοσύνης, εφόσον αυτή καλείται να αποφασίσει βάσει αντιλαϊκών νόμων, ενώ ακόμα και η ηγεσία της διορίζεται από την εκάστοτε κυβέρνηση.
Είπε ότι είναι απόλυτα καταδικαστέες οι συχνά προσωπικές και χυδαίες επιθέσεις κατά της Δικαιοσύνης από κάποιους επιχειρηματίες, μέσα ενημέρωσης, αλλά και πολιτικές δυνάμεις για ιδιοτελή συμφέροντα, σημειώνοντας, ταυτόχρονα, ότι «είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα, ο αναγκαίος σχολιασμός και η κριτική αποφάσεων της Δικαιοσύνης που γίνεται στη βάση αρχών από τη σκοπιά της υπεράσπισης των εργατικών λαϊκών συμφερόντων, απέναντι σε δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες εφαρμόζουν ή ερμηνεύουν ακόμη χειρότερα το υπάρχον αντιλαϊκό νομοθετικό πλαίσιο».
Ο κ. Κουτσούμπας, κατέληξε στην συνέντευξή του αναφέροντας: «Εδώ η κυβέρνηση ετοιμάζει να βάλει χέρι ακόμη και στο συνδικαλιστικό νόμο και το απεργιακό δικαίωμα εν όψει και της γ’ αξιολόγησης. Αν σήμερα οι περισσότερες οι απεργίες κηρύσσονταν παράνομες από τα δικαστήρια, φανταστείτε τι έχει να γίνει στο μέλλον».